Κυριακή 6 Φεβρουαρίου 2011

Τα κτίρια της Αθήνας!!!

Συνεχίζοντας τη βόλτα μας στην Αθήνα, ας δούμε, και ας θαυμάσουμε  κάποια από τα κτίρια της και ας θυμηθούμε την ιστορία τους.


Το Μέγαρο Αθηνογένους (αγγλ. Athinogenis Mansion), ένα από τα επιβλητικότερα κτήρια της αθηναϊκής αστικής τάξης στα χρόνια της βασιλείας του Γεωργίου Α΄, βρίσκεται στην οδό Σταδίου αριθ. 50 στο κέντρο της Αθήνας, δεύτερο κτήριο μετά το παρακείμενο Παλαιό Βασιλικό Τυπογραφείο.
Ανήκε στην οικογένεια Αθηνογένους, παλιά αθηναϊκή οικογένεια συγγενική ως προς αυτήν του Στέφανου Σκουλούδη. Ο τελευταίος είχε παντρευτεί την Μαρία Αθηνογένη, αδελφή του Γεώργιου Αθηνογένη, πατέρα των Ιωάννη και Στέφανο Αθηνογένη, οι οποίοι και ήταν οι μοναδικοί κληρονόμοι του Στέφανου Σκουλούδη. Το Μέγαρο Αθηνογένους οικοδομήθηκε ανάμεσα στα έτη 1875-1880, σε σχέδια του Γάλλου αρχιτέκτονα Πιάτ (Piat), όπως υποστηρίζει ο καθηγητής Κ. Μπίρης στο έργο του "Αι Αθήναι" (1966). Ο Πιάτ είχε έρθει στην Αθήνα το 1869 προκειμένου να συνεργαστεί με τον συμπατριώτη του επιχειρηματία Σολέ (Chollet), ο οποίος το 1870 είχε συμβληθεί με το ελληνικό Δημόσιο για τη διάνοιξη της Διώρυγας της Κορίνθου, έργο όμως που τελικά δεν υλοποιήθηκε.
Ο Πιάτ παρέμεινε και εργάστηκε στην Αθήνα κατά το τελευταίο τέταρτο του 19ου αιώνα, χτίζοντας πολλά αρχοντικά της ανερχόμενης τότε αστικής τάξης. Μεταξύ αυτών, αν και υπάρχει διχογνωμία σ' αυτό, ήταν το Μέγαρο Σκουλούδη  στην Πλατεία Συντάγματος, κατεδαφισμένο από τη δεκαετία του '30, δίπλα στη "Μεγάλη Βρετανία", όπου βρίσκεται σήμερα το πρώην ξενοδοχείο "Κινγκ Τζωρτζ" (King George), καθώς και το Μέγαρο Βούρου στο Σύνταγμα (κατεδαφισμένο από το 1960), όπου στεγαζόταν για χρόνια το ιστορικό καφενείο του "Ζαχαράτου" και βρίσκεται σήμερα το ξενοδοχείο "Athens Plaza", που χτίστηκαν και τα δύο συγχρόνως το 1873.
Εντούτοις, ο καθηγητής του ΕΜΠ Μάνος Μπίρης δέχεται στο βιβλίο του "Μισός αιώνας αθηναϊκής αρχιτεκτονικής" (1987), ότι τόσο το Μέγαρο Αθηνογένους όσο και τα μέγαρα του Σκουλούδη και του Βούρου στο Σύνταγμα ήταν έργα του Γάλλου αρχιτέκτονα Εζέν Τρουμπ (Eugene Troumpe), που εργαζόταν κι αυτός εκείνη την εποχή στην Ελλάδα.
Το Μέγαρο Αθηνογένους εκφράζει αρχιτεκτονικά τη μετάβαση από την προηγούμενη φάση του κλασικισμού σε εκλεκτικιστικές μορφές και γαλλικές επιρροές νεο-μπαρόκ, συμβαδίζοντας με τις ευρωπαϊκές εξελίξεις της εποχής. Η μνημειακή πρόσοψη του κτηρίου συνδυάζει τη νεοκλασική σύνθεση με τις ιωνικές παραστάδες με στοιχεία γαλλικού νεο-μπαρόκ.
Το Μέγαρο Αθηνογένους στέγασε στα τέλη του 19ου αιώνα την πρώτη Οθωμανική Τράπεζα στην Ελλάδα. Σήμερα, το μέγαρο αυτό, με ζωή 130 και πλέον χρόνων, ερειπωμένο και μισοκαμένο από την πυρκαγιά του Μαΐου του 2004, έχει κηρυχθεί διατηρητέο μνημείο.


Το Αρχοντικό Γάσπαρη, κτίσμα της Τουρκοκρατίας, βρίσκεται στη συμβολή των οδών Κυρρήστου 19 και Φλέσσα 4 στην Πλάκα. Υπήρξε η κατοικία του Δημητρίου Γάσπαρη, πρόξενου της Γαλλίας στην Αθήνα, καταγόμενου από παλαιότατη επιφανή οικογένεια της Κορσικής.
Όπως αναφέρει ο Ιωάννης Μπενιζέλος (1735 - 1807), συγγραφέας της "Ιστορίας των Αθηνών", "ο δε Δημήτριος Γάσπαρης είχε το κονσουλάτον (προξενείο) της Γαλλίας... Ούτος γέννημα μεν και θρέμμα των Αθηνών και από προγόνων Αθηναίων και ευπατριδών έλκων το γένος, πρό χρόνων δε πλείστων ευρίσκετο η αυτού γενεά υπό την προτετζιόνε (προστασία) της γαλλικής βασιλείας..., ο δε πάππος αυτού και ομώνυμος Δημήτριος είχε το αυτό κονσουλάτον της Γαλλίας...Ο άνθρωπος ήτον αληθινός, φιλήσυχος και αγαθός υπολήψεως, διήγε δε τον βίον αυτού εξ εμπορίας".
Το αρχοντικό του Γάσπαρη αποτελείται από δύο κτίσματα: το πιο παλαιό στην οδό Κυρρήστου, ένα διώροφο κτίσμα της εποχής της Τουρκοκρατίας, είναι κτισμένο στις αρχές του 18ου αιώνα, με μια μαρμάρινη σκάλα στην εσωτερική αυλή του, γνωστή ως "η σκάλα του Γάσπαρη". Το δεύτερο κτίσμα επί της οδού Φλέσσα χρονολογείται από τα μέσα του 19ου αιώνα.

Αρχοντικό Γάσπαρη: Η νέα πτέρυγα
Στο αρχοντικό αυτό, όταν στην Αθήνα είχε ενσκήψει στα 1788-1789 επιδημία πανώλους, ο Γάσπαρης, "κόνσολος Φραντζέζος", όπως περιγράφει και πάλι ο Ιωάννης Μπενιζέλος στην "Ιστορία" του, "εις το περιβόλι του όντας, διεμοίραζεν ο ίδιος εις τους ερχόμενους πτωχούς τας αναγκαίας τροφάς και χρήματα. Τον είδα πολλάκις ώρα μεσημβρίας, εις τον καύσωνα του ηλίου, να στέκει εις την πόρταν του περιβολίου του... δια να μην ήθελε τον λανθάσει κανένας από τους πτωχούς και αναχωρήσει, χωρίς να λάβει τα αναγκαία".
Στο αρχοντικό του Γάσπαρη είχε φιλοξενηθεί ο Γάλλος ποιητής Λαμαρτίνος, όταν είχε επισκεφθεί την Ελλάδα το 1832. Ο ίδιος περιγράφει την άφιξη και φιλοξενία του στο σπίτι του Γάσπαρη, ως εξής: "Αφού περπατήσαμε κανένα τέταρτο ανάμεσα σε σκηνές ερήμωσης και σωρούς από γκρεμισμένους τοίχους και στέγες, φτάσαμε στην ταπεινή κατοικία του κ. Γάσπαρη, υπαλλήλου στο ελληνικό προξενείο της Αθήνας. Του είχα στείλει το πρωί μία συστατική επιστολή που με έθετε υπό την ευγενική του προστασία... Ο κ. Γάσπαρης μας δέχτηκε... μία από τις θυγατέρες του, όμορφη και χαριτωμένη Αθηναία, πρότυπο της κληρονομικής ομορφιάς των γυναικών του τόπου της, μας σέρβιρε, πρόθυμη και καταδεχτική, δροσερή πορτοκαλάδα μέσα σε πήλινα κανάτια με αρχαία σχήματα".
Σήμερα βρίσκεται ακόμα στην ιδιοκτησία της οικογένειας και συγκεκριμένα στον εξ'αγχιστείας απόγονο αυτής, Στρατή Στρατήγη, πρώην βουλευτή και δικηγόρο.


Το Αρχοντικό Δεκόζη Βούρου βρίσκεται εκεί που λειτουργεί σήμερα το "Μουσείο της Πόλεως των Αθηνών" στην Οδό Παπαρρηγοπούλου αριθ. 7 στην Πλατεία Κλαυθμώνος. Το αρχοντικό αυτό ανήκε στο μεγαλέμπορο από τη Χίο Σταμάτιο Δεκόζη Βούρο (Χίος 1792 - Αθήνα 1881), του οποίου ο πατέρας Κοζής Βούρος σκοτώθηκε από τους Τούρκους κατά τις φοβερές σφαγές της Χίου το 1822.
Ο Σταμάτιος Δεκόζης Βούρος, φυγάδας από τη Χίο, εγκαταστάθηκε πρώτα στη Βιέννη και αργότερα στην Κωνσταντινούπολη, συνεχίζοντας τις εμπορικές δραστηριότητες του πατέρα του. Μετά την απελευθέρωση της Ελλάδος, ο Βούρος αποφασίζει να επιστρέψει στην πατρίδα του. Από το 1832 έφυγε από την Κωνσταντινούπολη, όπου διέμενε και εγκαταστάθηκε μόνιμα στην Αθήνα, ιδρύοντας τραπεζικό οίκο και ασχολούμενος με οικονομικές επιχειρήσεις.
Στην Αθήνα, πρωταρχικό μέλημα του Βούρου ήταν η οικοδόμηση του σπιτιού του. Εκείνη την εποχή το οικιστικό σχέδιο της Αθήνας ήταν τελείως αδιαμόρφωτο. Πολύ σύντομα όμως η πόλη θα αλλάξει μορφή και η ανοικοδόμηση της ερειπωμένης πόλης θα ξεκινήσει με αρχοντικά και σπίτια που άρχισαν να χτίζουν Ευρωπαίοι και Έλληνες ομογενείς που επέστρεφαν στην ελεύθερη Ελλάδα. Στα 1834 αρχίζει και η διάνοιξη της οδού Σταδίου.
Το αρχοντικό Δεκόζη Βούρου είναι από τα πρώτα σπίτια που χτίστηκαν στην Αθήνα στα 1833/34. Τα σχέδια του αρχοντικού εκπονήθηκαν από τους Γερμανούς αρχιτέκτονες Λύντερς (G. Lueders) και Χόφερ (J. Hoffer) και αποτελεί ένα από τα πρώτα δείγματα της κλασικιστικής αρχιτεκτονικής στην Ελλάδα. Η περιοχή της πλατείας Κλαυθμώνος, όπου χτίστηκε το αρχοντικό, ήταν τότε τελείως ασχημάτιστη. Το αρχοντικό, όταν περατώθηκε η κατασκευή του, ήταν το πιο αξιόλογο κτίσμα που υπήρχε στην κατεστραμμένη πόλη.
Το αρχοντικό του Δεκόζη Βούρου είναι ένα απλό διώροφο κτίριο με όλα τα τυπικά χαρακτηριστικά της κλασικιστικής αθηναϊκής κατασκευής. Εξωτερικά έχει κεραμωτή στέγη, μια μαρμάρινη βάση και το μπαλκόνι με τα λεπτοδουλεμένα φουρούσια.

Εγχάρακτη επιγραφή στην είσοδο του Μουσείου της Πόλεως των Αθηνών, Πλατεία Κλαυθμώνος
Στα 1836, ο βασιλιάς Όθων, επιστρέφοντας από το Μόναχο μετά το γάμο του με την Αμαλία, χρησιμοποίησε ως προσωρινή κατοικία τη "Μεγάλη Οικία" Βούρου στην τότε οδό Νομισματοκοπείου και ήδη Παπαρρηγοπούλου αριθ. 7 και τη διπλανή οικία του Γ. Αφθονίδη (που δεν υπάρχει σήμερα), συνδέοντας μεταξύ τους με στοά τα δύο αυτά αρχοντικά. Ο Όθων και η Αμαλία έμειναν σ' αυτό το "Παλιό Παλάτι", όπως το αποκαλούσαν αργότερα οι Αθηναίοι, από το 1836 μέχρι το 1843. Διαμόρφωσαν μάλιστα και ένα κήπο μπροστά στο παλάτι, από τον οποίο προήλθε ο σημερινός κήπος της Πλατείας Κλαυθμώνος.
Η βασιλική αυτή κατοικία μεταφέρθηκε το 1843 στο νεόχτιστο τότε κτίριο των Ανακτόρων, έργο του Γερμανού αρχιτέκτονα Φρειδερίκου Γκαίρτνερ (Friedrich Gaertner), όπου στεγάζεται σήμερα η Βουλή των Ελλήνων.
Το 1859, ο Σταμάτιος Δεκόζης Βούρος έχτισε δίπλα στο σπίτι του, στον αριθ. 5 της οδού Παπαρρηγοπούλου, ένα δεύτερο αρχοντικό, για κατοικία του γιου του Κωνσταντίνου Βούρου, σε σχέδια του αρχιτέκτονα Γεράσιμου Μεταξά, που σώζεται μέχρι σήμερα.
Σήμερα, το αρχοντικό του Δεκόζη Βούρου στεγάζει από το 1980 το "Μουσείο της Πόλεως των Αθηνών", που ίδρυσε ο Λάμπρος Ευταξίας, δισέγγονος του Σταματίου Δεκόζη Βούρου.



Το Μέγαρο της Δούκισσας της Πλακεντίας (γνωστό και με το όνομα βίλα Ιλίσια) βρίσκεται επί της λεωφόρου Βασιλίσσης Σοφίας  22 στην Αθήνα. Εκεί στεγάζεται σήμερα το Βυζαντινό και Χριστιανικό Μουσείο Αθηνών.
Η Σοφία ντε Μαρμπουά, πιο γνωστή σήμερα σαν Δούκισσα της Πλακεντίας, (Sophie de Marbois, Duchesse de Plaisance) γεννήθηκε στη Φιλαδέλφεια των ΗΠΑ  το 1785. Είχε παντρευτεί τον Σαρλ Λεμπρέν, δούκα της Πλακεντίας (Plaisance), από τον οποίο απέκτησε τον τίτλο της δούκισσας.
Στα πρώτα χρόνια της διαμονής της στην Αθήνα, το πρώτο σπίτι, όπου εγκαταστάθηκε η Δούκισσα, ήταν στην οδό Πειραιώς, στο ύψος της τότε πλατείας Λουδοβίκου, κοντά στο σημερινό Μεταξουργείο. Στο σπίτι αυτό ζούσε η Δούκισσα με το ταριχευμένο πτώμα της μοναχοκόρης της Ελίζας, που είχε πεθάνει σ' ένα ταξίδι τους στη Βηρυτό. Ένα βράδυ του Δεκεμβρίου του 1847, εκδηλώθηκε μεγάλη πυρκαγιά στο αρχοντικό και η μολύβδινη λάρνακα, όπου διατηρούσε η Δούκισσα το λείψανο της νεκρής κόρης της, αποτεφρώθηκε.
Ένα χρόνο μετά την καταστροφή του σπιτιού της οδού Πειραιώς, το  1848, η Δούκισσα της Πλακεντίας αναθέτει στο διάσημο αρχιτέκτονα της οθωνικής εποχής και στενό φίλο της Σταμάτιο Κλεάνθη  (1802 - 1862) την ανέγερση του μεγάρου της στην τότε οδό Κηφισίας (και σήμερα λεωφόρο Βασιλίσσης Σοφίας), που η Δούκισσα το ονόμασε "Βίλα Ιλίσια" (Villa Ilissia), γιατί γειτόνευε με τον Ιλισσό, με θέα προς το αττικό λεκανοπέδιο και τις κορυφές του Λυκαβηττού.
Το Μέγαρο αυτό της Δούκισσας, ένα από τα πιο σημαντικά αρχιτεκτονήματα της εποχής του Όθωνος, αποτελεί ένα από τα εξοχότερα έργα τέχνης του Κλεάνθη. Στο μέγαρο κατοίκησε η Δούκισσα της Πλακεντίας μέχρι το θάνατό της, το Μάιο του 1854. Έχει ταφεί σε αρχαιοπρεπή τάφο σε σχήμα ναΐσκου, σε σχέδια του Σταμάτη Κλεάνθη, σε μικρή απόσταση από το μοναστήρι της Πεντέλης.



Η Οικία Λέλας Καραγιάννη βρίσκεται στη συμβολή των οδών Λέλας Καραγιάννη αριθ. 1 και Σταυροπούλου στην Αθήνα, κοντά στην Πλατεία Αμερικής.
Η Λέλα Καραγιάννη, γεννημένη στη Λίμνη Ευβοίας το 1898, υπήρξε αγωνίστρια της Εθνικής Αντίστασης και αρχηγός της αντιναζιστικής οργάνωσης "Μπουμπουλίνα". Το αρχηγείο της ήταν στο διώροφο αυτό σπίτι της, όπου κατοικούσε με το σύζυγό της (που είχε φαρμακείο στην οδό Πατησίων, αλλά ήταν κι αυτός μέλος της οργάνωσης) και τα επτά παιδιά της.
Τον Ιούλιο το 1944, η Λέλα Καραγιάννη συνελήφθη από την Γκεστάπο μαζί με τα πέντε από τα παιδιά της, βασανίστηκε στα μπουντρούμια των Ες-Ες στην οδό Μέρλιν, μεταφέρθηκε στο στρατόπεδο συγκέντρωσης Χαϊδαρίου  Αττικής και τελικά, άκαμπτη στις ανακρίσεις και τα βασανιστήρια, εκτελέστηκε από τους Γερμανούς κατακτητές, μαζί με άλλους 27 αγωνιστές της Αντίστασης, στις 8 Σεπτεμβρίου 1944 στο 'Αλσος Χαϊδαρίου, κοντά στη μονή Δαφνίου, ένα μήνα περίπου πριν από την Απελευθέρωση. Το 1947 η Ακαδημία Αθηνών της απένειμε το Βραβείο Αρετής και Αυτοθυσίας.
Η Οικία Λέλας Καραγιάννη, κατασκευή του 1923, ανήκει στην ιδιοκτησία του Δήμου Αθηναίων και έχει κηρυχθεί από το 1995 ιστορικό διατηρητέο μνημείο που χρειάζεται ειδική προστασία, ως "αξιόλογο δείγμα κτιρίου της ύστερης εκλεκτικιστικής περιόδου".
Μια μαρμάρινη αναμνηστική πλάκα είναι τοποθετημένη (1987) από το Δήμο Αθηναίων στην πρόσοψη της οικίας, η οποία αναγράφει:

Αναμνηστική πλάκα στην oικία της Λέλας Καραγιάννη
"Σ' αυτό το σπίτι έζησε και το χρησιμοποίησε σαν αρχηγείο της η ηρωίδα της Κατοχής Λέλα Καραγιάννη, "Μπουμπουλίνα". Εκτελέστηκε στις 8.9.1944. Τιμής Ένεκεν, ο Δήμος Αθηναίων, 8-9-1987".
Μια μαρμάρινη προτομή της Λέλας Καραγιάννη, έργο της γλύπτριας Λουκίας Γεωργαντή (1919-2001), υπάρχει στον πεζόδρομο της οδού Τοσίτσα, ανάμεσα στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο και το Πολυτεχνείο Αθηνών. Τα αποκαλυπτήρια της προτομής έγιναν επί δημαρχίας Αγγ. Τσουκαλά από την πριγκίπισσα Ειρήνη της Ελλάδος στις 9 Ιουνίου 1963.



Η Οικία Μαρίας Κάλλας βρίσκεται στην πολυκατοικία της οδού Πατησίων αριθ. 61 στην Αθήνα. Η Μαρία Κάλλας, διεθνούς φήμης Ελληνίδα υψίφωνος, γεννήθηκε στις 2 Δεκεμβρίου του  1923 στη Νέα Υόρκη από Έλληνες γονείς, που είχαν μεταναστεύσει στις ΗΠΑ.
Το 1937, μετά το χωρισμό των γονέων της, η Μαρία Κάλλας ήρθε στην Αθήνα και έμεινε με τη μητέρα της και τη μεγαλύτερη αδελφή της Υακίνθη (που βρισκόταν ήδη στην Ελλάδα) στο σπίτι της οδού Πατησίων μέχρι το 1945, οπότε έφυγε ξανά για τη Νέα Υόρκη.
Η επιβλητική Πολυκατοικία Παπαλεονάρδου, όπου έζησε τα νεανικά της χρόνια η Μαρία Κάλλας, οικοδομήθηκε γύρω στο 1925, με μορφολογικές επιρροές του ευρωπαϊκού ρυθμού Αρ Νουβό (γερμ. Jugendstil) της εποχής εκείνης, σε σχέδια του αρχιτέκτονα καθηγητή του ΕΜΠ  Κωνσταντίνου Κιτσίκη (1893 - 1969).
Η Οικία Μαρίας Κάλλας έχει χαρακτηρισθεί από το 1989, επί υπουργίας Μελίνας Μερκούρη, ως διατηρητέο ιστορικό και αρχιτεκτονικό μνημείο των νεότερων χρόνων. Το κτίριο ανήκει στην ιδιοκτησία του Ναυτικού Απομαχικού Ταμείου (ΝΑΤ) από το 1950. Έγινε μελέτη ανακατασκευής, αλλά το ΝΑΤ δήλωσε έλλειψη κονδυλίων για την εφαρμογή της και έκτοτε έχει εγκαταλειφθεί. Τα τελευταία χρόνια καταλήφθηκε από αντιεξουσιαστές.
Στην πρόσοψη της πολυκατοικίας υπήρχε αναμνηστική πλάκα, η οποία έχει αφαιρεθεί σήμερα, όπου αναγραφόταν: «Στο σπίτι αυτό έζησε η Μαρία Κάλλας. Υπουργείο Πολιτισμού 1987».

Από Βικιπαίδεια






4 σχόλια:

  1. Yπέροχο ιστορικό ταξίδι!! Και πόσα ακόμη δεν έχουν γκρεμιστεί τα χρόνια της ''ανάπτυξης'' της Αθήνας που γέμισε με τα απαίσια κτίριά της!!!
    Καλημέρα

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Καλησπέρα Ελπίδα-άννα!
    Είδες πόσα πράγματα υπάρχουν στη πόλη μας, με τη πλούσια ιστορία της;;
    Και βρίσκω κι άλλα πολλά
    Να είσαι καλά καλό σου βράδυ

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. Thank you sim only deals for your beautiful comments!
    To have a nice weekend!

    ΑπάντησηΔιαγραφή