Κυριακή 6 Δεκεμβρίου 2015

Χριστουγεννιάτικες αναμνήσεις!!

Όταν πλησιάζουν γιορτές, πάντα η διάθεση μου αλλάζει. Η ελπίδα έρχεται και μου χτυπά ξανά τη πόρτα. Η αδημονία του καινούργιου βρίσκεται σε μια γωνιά και μου γλυκαίνει τη ψυχή.
Όσο βρίσκομαι κάτω από τον πυρετό των ετοιμασιών,... να καθαρίσω το σπίτι, να στρώσω χαλιά, να στολίσω,.. το μυαλό είναι κενό. Έχω ζήσει μέχρι σήμερα αρκετά Χριστούγεννα.  Άλλα καλά και άλλα μέτρια. Κάποια στενάχωρα και άσχημα τα σπρώχνω στη λήθη για να ''ξορκίσω τη γρουσουζιά''. Φέτος, αποφασισμένη να διώξω τις κακές εικόνες που λίγο-πολύ όλοι μας βιώνουμε, στρώθηκα στη δουλειά με πείσμα και επιμονή.
Δε θέλω να σκύβω το κεφάλι. Με ρίχνει ψυχολογικά. Και μια ψυχική ανάταση τη χρειαζόμαστε όλοι. Το βραδάκι όμως που κάθομαι να ξεκουραστώ, οι αναμνήσεις πρωτοστατούν και με πηγαίνουν σε άλλες εποχές, προηγούμενες. Μία από αυτές με έκανε να γελάω μόνη μου για ώρα.


Το επόμενο βράδυ, μαζευτήκαμε με τις αδελφές μου δίπλα στο δέντρο. Και ενόσω μιλούσαμε, μου έρχεται ξαφνικά και τους λέω:
-Θυμάστε,...μια χρονιά...όταν ήμασταν μικρούλες, που στο σχολείο μας μάθαιναν για τα φυτά; Εκείνες αμέσως μου απάντησαν θετικά αφού όλες θυμόμασταν πολύ καθαρά αυτό που θα σας πω παρακάτω.

Όπως πολλοί το έχουμε κάνει, είχαμε βάλει φακές αρχικά σε ένα κουτί και είχαν βγάλει φυλλαράκια, και τα φροντίζαμε και καμαρώναμε όλοι τα βλαστάρια που μεγάλωναν με τις δικές μας ενέργειες, λες και ήταν τα μωρά μας.
Εγώ είχα επιλέξει να φυτέψω φασόλια σε μπαμπάκι. Τα είχα βάλει σε ένα πλαστικό κουτί, είχα στρώσει το μπαμπάκι καλά, και ανάμεσα τους είχα βάλει τα φασόλια. Πάντα φρόντιζα το μπαμπάκι να είναι υγρό. Πολύ γρήγορα βλάστησαν και άρχισαν να αναπτύσσονται.

Τα σχολεία δεν είχαν κλείσει θυμάμαι για τις γιορτές ακόμα, κι εμείς μετρούσαμε τις μέρες που θα καθόμασταν ξέγνοιαστα, θα παίζαμε, θα βλέπαμε τηλεόραση ελεύθερα, μια και οι γονείς μας, μας την απαγόρευαν όταν είχαμε μαθήματα, θα τρώγαμε γλυκάκια, και θα παίρναμε τα δώρα που θα έφερνε ο Άγιος Βασίλης.
Τα φασόλια τα είχα βάλει στο ραφάκι κάτω από την τηλεόραση, και όχι στο δωμάτιο μας ή στην κουζίνα, γιατί φοβόμουν μήπως μου τα πειράξει κανείς και μου τα χαλάσει.
Η τελευταία μέρα έφτασε και εμείς πετάξαμε στη ντουλάπα τις τσάντες για σχεδόν δεκαπέντε ημέρες.
Το βραδάκι καθίσαμε και οι τρεις να δούμε τις σειρές που έπαιζε τότε η τηλεόραση.
Παρότι μικρές στην ηλικία, μας άρεσε να βλέπουμε όλες τις σειρές τις ξένες, και να τις κουβεντιάζουμε μετά.
Έπαιζε τότε η τηλεόραση μια ασπρόμαυρη σειρά, μιλάμε για την εποχή του ''Φυγά'', του αυθεντικού, που παιζόταν σε συνέχειες,   κάποια που δεν θυμάμαι τον τίτλο της, αλλά η ιστορία είχε να κάνει με εξωγήινους. Οι εξωγήινοι είχαν έρθει στη γη, και με ανθρώπινη μορφή, προσπαθούσαν να εξαπλώσουν το είδος τους και να καταλάβουν τον πλανήτη. Το χαρακτηριστικό αναγνώρισης τους θυμάμαι, ήταν το μικρό δαχτυλάκι του χεριού, που δεν λύγιζε αλλά έμενε τεντωμένο.
Πάντως ο πρωταγωνιστής από εκεί τους αναγνώριζε και τους εξολόθρευε.
Εκείνο το βράδυ, με αγωνία η μία δίπλα στην άλλη, κρατιόμασταν από τα χέρια και περιμέναμε να δούμε τι θα γίνει. Βλέπουμε λοιπόν ένα μυστήριο τύπο, με μια βαλίτσα, να μπαίνει σε μια αποθήκη.
Κρατώντας την ανάσα μας, παρακολουθούμε να ανοίγει τη βαλίτσα και μέσα τι υπήρχε λέτε;...
Φασόλια!..Μάλιστα!.. μεγαλούτσικα φασόλια που τα φύτεψε σε γλάστρες και θα μεγάλωναν και θα έπαιρναν την ανθρώπινη μορφή. Έτσι εξαπλώνονταν οι εξωγήινοι στη γη..
Μεγάλη αγωνία μας έπιασε, αλλά το επεισόδιο τελείωσε και εμείς περιμέναμε την επόμενη συνέχεια με αδημονία. 
Η μητέρα μας, μας είπε να πάμε στα κρεβάτια μας, κι εμείς ετοιμαστήκαμε να πέσουμε για ύπνο.
Όταν πλέον είχαμε ξαπλώσει και οι τρεις, θυμήθηκα ότι δεν είχα ρίξει νερό στα φασόλια μου.
Σηκώθηκα και πήγα στη κουζίνα και γέμισα ένα ποτηράκι νερό.
Όπως πλησίαζα τα φυτούλια μου, μέσα στο ημίφως από το φωτάκι που άφηνε πάντα η μητέρα μου αναμμένο, είδα τα φασόλια που είχαν ανασηκώσει το μπαμπάκι, και ένοιωσα ξαφνικά να με λούζει κρύος ιδρώτας.

Έτρεξα για βοήθεια στις αδελφές μου, κι εκείνες πετάχτηκαν από τα κρεβάτια τους, και στάθηκαν μαζί μου στην πόρτα. Κουρνιασμένες η μία δίπλα στην άλλη, βλέπαμε τρέμοντας τα φασόλια και το ανασηκωμένο μπαμπάκι, και τα μυαλουδάκια μας είχαν δώσει ήδη τη μορφή του εξωγήινου σε κάθε ένα τους. Η κάθε μία από εμάς, παρότρυνε την άλλη να δείξει θάρρος, μέχρι που οι αδελφές μου πρόσεξαν ότι το μικρό δαχτυλάκι του χεριού μου που κρατούσε το ποτηράκι, ήταν τεντωμένο.
Αμέσως έμπηξαν τις φωνές και κοιτώντας με ύποπτα, απομακρύνθηκαν λίγο από μένα.
Οι γονείς μας ξύπνησαν, τα φώτα άναψαν, το λογύδριο για το ότι τέρμα δεν ξαναβλέπουμε σειρές που δεν είναι για παιδιά το ξανακούσαμε, η εξωγήινη έγινε ξανά γήινη αδελφή, και τα φασόλια πήραν ξανά τη μορφή τους.
Με μεγάλη προσπάθεια θυμάμαι και με ένα σωρό υποσχέσεις ότι δεν θα το ξανακάνουμε μας άφησαν να ξαναδούμε στην τηλεόραση τις σειρές που παίζονταν
Από τότε όμως η ανάμνηση της βραδιάς, μας φέρνει έως και σήμερα γέλια και δάκρυα στα μάτια. Δεν θυμόμαστε τον τίτλο, δεν θυμόμαστε πώς τελείωσε, αλλά δεν ξεχάσαμε ποτέ το επεισόδιο με τη βαλίτσα με τα φασόλια και το φύτεμα στην αποθήκη.
Κάτι τέτοια παιδικά παθήματα, σε δένουν με όμορφα παιδικά χρόνια, παιδική αφέλεια, και ξεκαρδιστικά αγαπημένα επεισόδια. 
Και αλήθεια, ...τα θυμάμαι πάντα με γλύκα, μου φτιάχνουν πάντα τη διάθεση, και δεν τα αλλάζω με τίποτα!!

Τρίτη 14 Ιουλίου 2015

ΑΡΑΧΝΙΑΣΜΕΝΟ.....''ΧΘΕΣ''.....!

Δημοσιεύθηκε στο tovivlio.net 13/7/2015 θέμα εμπνευσμένο από την παρακάτω εικόνα:






Στα χέρια της κρατούσε το ανοικτό γράμμα της μητέρας της. Ήταν το ύστατο αντίο, η εκμυστήρευση, που δεν είχε τολμήσει να γίνει πρόσωπο με πρόσωπο.   Διάβαζε σαν χαμένη το κομμάτι χαρτιού που κρατούσε, ξανά και ξανά. Και προσπαθούσε να καταλάβει. Γιατί να νοιώσει... ήταν αδύνατο. Είχε μουδιάσει πριν από πολλή ώρα. Η μητέρα της άφησε την τελευταία της  πνοή πριν από δύο μέρες και της έλεγε σε αυτή τη σελίδα, πως ένα μικρό κλειδάκι, άνοιγε τη πόρτα σε μια μεγάλη αλήθεια; Ο πατέρας της είχε πεθάνει χρόνια πριν. Και αυτό το γράμμα  της έλεγε πως θρηνούσε έναν άγνωστο; Έναν ξένο;
Το βλέμμα της έπεσε στο κλειδί  πάνω στο πληκτρολόγιο. Άνοιγε ένα κουτί που φύλαγε η μητέρα της στη ντουλάπα της. Δεν είχε δώσει ποτέ σημασία στο τι μπορεί να περιείχε το κουτί. Τώρα μάθαινε. Το όνομα και τα στοιχεία του αληθινού της πατέρα, του αυτουργού  της ύπαρξης της. Το ξαναείπε δυνατά μήπως και ο ήχος της φωνής της την ξυπνούσε από το σοκ. Μα όλη η ζωή της ήταν ένα ντεκόρ; Άρχισε να παίζει το κλειδί στα δάχτυλα της αλλά δεν αποφάσιζε να το βάλει στη κλειδαριά. Ήθελε; Δεν ήξερε...
Ω! Ας έπαιρνε κάποιος αυτό το μεγάλο ερωτηματικό που είχε γεμίσει το κεφάλι της και είχε αδειάσει τη καρδιά της!
Εικόνες από τα παιδικά της χρόνια, της ήρθαν στο μυαλό. Ποτέ δεν θα υποψιαζόταν ότι αυτός που ήταν λίγο δεσποτικός αλλά και αρκετά τρυφερός, δεν ήταν πραγματικός της πατέρας. Και εκείνος το ήξερε! Άραγε τι της στέρησε αυτή η γνώση; Ο πραγματικός της πατέρας,  απέρριψε τη μητέρα της γιατί ήταν ‘’κατώτερή’’ του, και τίποτα  δεν τον εμπόδισε να την αφήσει με ένα παιδί. Κι αυτό το παιδί; Τόσα χρόνια δεν ένοιωσε την περιέργεια να μάθει, πώς μεγαλώνει, τι άνθρωπος έγινε, πώς είναι;  Σίγουρα δεν θα ενδιαφερόταν, γιατί αλλιώς, με κάποιον τρόπο θα τον είχε συναντήσει. Μήπως είχε πεθάνει;
Έβαλε το κλειδί στην κλειδαριά και στο άνοιγμα του κουτιού φάνηκαν  πολλές σελίδες  χαρτί. Με πραγματική δίψα να μάθει την αλήθεια, άρχισε να διαβάζει τις λέξεις που έρχονταν να γκρεμίσουν γερές μνήμες, και πεποιθήσεις που τελικά ήταν από άχυρο που έπεσε στο πρώτο φύσημα. Λέξεις, που είχε γράψει μια γυναίκα που αγάπησε, προδόθηκε, πόνεσε και συμβιβάστηκε. Ο πραγματικός της πατέρας ήταν γόνος εύπορης οικογένειας.
Στο μυαλό της ήρθε ξανά,  η εικόνα των δικών της παιδικών  χρόνων που δεν πείνασαν, αλλά μετρούσαν τα πάντα για να τα βγάζουν πέρα. Με πόσους μόχθους τη μεγάλωσαν οι γονείς της. Ήταν φίλοι, της έγραφε..και  πάντα ένοιωθαν τρυφερότητα ο ένας για τον άλλον. Εκείνος δεν θα γνώριζε τη πατρότητα ποτέ, και όταν βρέθηκε η μητέρα της παρατημένη και έγκυος, κατέφυγε σε αυτόν για να πει τον πόνο της. Κι εκείνος χωρίς να διστάσει της πρότεινε γάμο, και να αναγνωρίσει το παιδί για δικό του. Άραγε, όταν η μητέρα της αγκάλιαζε αυτόν, να σκεφτόταν   τον άλλον; Και ο άλλος όταν έμαθε ότι παντρεύτηκε, να ένοιωσε καθόλου πόνο; Μήπως αναγκάστηκε, να φερθεί σαν ένας βρώμικος δειλός; Όχι! Παρακάτω το γράμμα έγραφε, πως όταν ζήτησε να τον δει για να του δώσει μια τελευταία ευκαιρία, ούτε καν ήρθε στο τηλέφωνο.
Διάβαζε και τα είχε χαμένα. Ήταν μια οικονομολόγος, που πάντα όλα τα σύγκρινε με το θεώρημα, όταν δύο πράγματα είναι ίσα με κάποιο τρίτο, είναι ίσα και μεταξύ τους. Πάντα με τη λογική. Και τώρα που ο συναισθηματικός της κόσμος είχε γίνει σαν την Πομπηία μετά την έκρηξη του Βεζούβιου, τώρα είχε ξεχάσει και την ερμηνεία της λέξης '' λογική''. Εδώ δεν είχε μέτρο σύγκρισης. Γι' αυτήν όλα φάνταζαν πρωτόγνωρα. Τη μεγάλωσαν λέει με στοργή και αγάπη. Και δεν μετάνιωνε καθόλου για τον άνθρωπο που ονόμασε πατέρα της κόρης της. Κι εκείνος ποτέ δεν θεώρησε ότι το παιδί  δεν ήταν δικό του. Ήταν ένας κύριος που δεν το κουβέντιασε ποτέ ξανά.
Τη μόρφωσε, τη προστάτευσε, της είπε ιστορίες, έκατσε με τη μητέρα της στο προσκεφάλι της όταν ήταν άρρωστη. Μοιράστηκε βουβά μαζί της το πρώτο της καρδιοχτύπι. Δεν του το είπε ποτέ, όμως το κατάλαβε μόνος του και κατανόησε. Πώς θα το έκανε αυτό κάποιος αν δεν ένοιωθε αγάπη; Μόνο η αγάπη προσφέρει κατανόηση.
Χρειαζόταν να αναπνεύσει αέρα, και πήρε τα κλειδιά της και τη τσάντα της, στην οποία έχωσε βιαστικά, τις σελίδες τσαλακώνοντας τες. Πήρε   τηλέφωνο τον προϊστάμενο της και του είπε πως για οικογενειακούς λόγους έπρεπε να λείψει δύο μέρες. Έβαλε λίγα πράγματα σε ένα βαλιτσάκι, και έκλεισε πίσω της την πόρτα του σπιτιού.  Μπήκε στο αυτοκίνητο της και έκατσε να κοιτάζει το τιμόνι σκεφτική. Τα μάτια της στράφηκαν πάλι στη τσάντα. Έβγαλε το χαρτί και το ξαναδιάβασε. Έβαλε μπροστά τη μηχανή και ξεκίνησε. Ήξερε που ήθελε να πάει.
Ήταν ένα όμορφο απόγευμα και σε λίγες ώρες θα ερχόταν ένα ακόμα πιο όμορφο σούρουπο.
Ο προορισμός της ήταν άλλη πόλη, έξω από την Αθήνα. Ήταν η πόλη των γονιών της. Έστριψε σε κάποιους δρόμους και αντίκρισε μια σειρά από μονοκατοικίες με βεράντες και κήπους.     Σταμάτησε αργά, απέναντι σε ένα από αυτά. Έσβησε τη μηχανή και περίμενε.
Παρατήρησε τριγύρω, και πρόσεξε μια γυναίκα μέσης ηλικίας, και δύο νεότερες να κάθονται στη βεράντα. Ένα πιτσιρίκι έπαιζε στον κήπο. Η πόρτα άνοιξε και ήρθε να προστεθεί στη συντροφιά και ένας άντρας  γύρω στα εξήντα. Να ήταν αυτός άραγε; Μόλις τον αντίκρισε το μικρό έτρεξε στην αγκαλιά του. Οι γυναίκες του χαμογέλασαν και κάτι είπαν γελώντας.
Ήταν φανερό ότι στην παρέα επικρατούσε μια ευχάριστη οικογενειακή ατμόσφαιρα. Κατέβηκε και πήγε στα κάγκελα. Ο άντρας την πλησίασε.
-Με συγχωρείτε ….είστε ο κύριος Γεωργίου; Ρώτησε… λέγοντας ένα άσχετο όνομα.
-Όχι λέγομαι Μπελικέρδης. 
-Α.. μήπως ξέρετε αν μένει εδώ κοντά κάποιος ονόματι Γεωργίου;
-Όχι δεν γνωρίζω να μένει κάποιος με αυτό το όνομα τριγύρω.
-Μήπως γνωρίζουν κάτι οι κυρίες; Όχι απάντησε αυτός ούτε η γυναίκα του ,ούτε οι κόρες του γνωρίζουν κάποιον με αυτό το όνομα. Τον ευχαρίστησε και γύρισε να φύγει.
Ήθελε εκείνη την ώρα να σταματήσει, να γυρίσει πίσω και να πετάξει τη βόμβα της . Να του πει δυνατά να την ακούσουν όλοι. Ξέρεις ποια είμαι; Είμαι η κόρη σου. Το παιδί που είχε στην κοιλιά της η γυναίκα που παράτησες τόσο άνανδρα. Τι ακριβώς δίδαξες στα δικά σου παιδιά; Τους δίδαξες να είναι ακέραια, περήφανα και αξιοπρεπή σαν και σένα; Τους είπες ποτέ, ότι έχτισες τη ζωή σου με τα υλικά των ζωών που γκρέμιζες;   Ότι η δική σου παλιανθρωπιά θα μπορούσε να είχε καταστρέψει αρκετά άλλα άτομα, αν δεν βρισκόταν κάποιος , πιο άνδρας, πιο άνθρωπος, πιο αξιοπρεπής και πιο περήφανος; Ένας άνδρας που με περισσή καλοσύνη γιάτρεψε τις πληγές που άφησες και διέλυσε με τη μεγαλοσύνη του όλη τη μαύρη ομίχλη που σκόρπισες, γεμίζοντας με φως τη ζωή των θυμάτων σου;
Με αυτές τις σκέψεις σταμάτησε σαν μαρμαρωμένη. Μόλις τότε κατάλαβε την αλήθεια. Ποιος ήταν αυτός; Ένα τίποτα. Που πέρασε από τη ζωή της μητέρας της τυχαία. Από κακές συγκυρίες.
Άλλος ήταν αυτός που την έκανε αυτό που ήταν σήμερα. Ένα άτομο χωρίς ελλείψεις, ισορροπημένο, περήφανο και αξιοπρεπές. Άλλοι φρόντισαν να δημιουργήσουν ένα άτομο του αύριο με καλοσύνη και αγάπη στη καρδιά του. Η μητέρα της και αυτός που δεν έβαλε τη μαγιά για να γεννηθεί, αλλά έβαλε ολόκληρο τον εαυτό του και τη ζωή του για να την κάνει να ανθίσει σωστά.  Μόνο αγάπη και ευγνωμοσύνη πρέπει να νοιώθει για τους ανθρώπους που τη μεγάλωσαν.
Πήρε το δρόμο του γυρισμού και δεν σταμάτησε παρά μόνο όταν έφτασε στο σπίτι της. Έκανε ένα μπάνιο να διώξει η δροσιά του νερού τη κούραση και να ξεπλύνει όλες τις προηγούμενες μαύρες σκέψεις, και πρωί πια ξαναμπήκε στο αυτοκίνητο της.
Κρατώντας μια μεγάλη αγκαλιά λουλούδια, πέρασε το κατώφλι του νεκροταφείου. Στάθηκε μπροστά σε δύο τάφους. Του πατέρα της και της μητέρας της. Έβαλε με τρυφερότητα τα μισά λουλούδια στον ένα τάφο και τα μισά στον άλλον.
-Γεια σου μαμά,… γεια σου μπαμπά. Ήρθε η κόρη σας να σας δει και να σας ευχαριστήσει. Είμαι χαρούμενη μαμά για σένα και περήφανη. Γιατί μου είπες την αλήθεια και  γιατί μου έδωσες τον πατέρα που έπρεπε και χρειαζόμουν. Κι εσένα μπαμπά μου γλυκέ, σου χρωστάω ένα μεγαλύτερο ευχαριστώ. Γιατί με προφύλαξες από  όλα τα μελανά σημεία της  ζωή μου, και με βοήθησες να γίνω το ώριμο άτομο του σήμερα. Να μην ανησυχείτε για το τι μου προκάλεσε η αλήθεια που έμαθα. Κατάλαβα  ακόμα και μετά το θάνατό σας,   ότι η αγάπη, και οι σωστές αρχές είναι σημαντικότερες από τα γονίδια και την ταυτότητα. Τελικά δεν ήταν αχυρένια τα θεμέλια της ζωής μου. Τα χτίσατε με γρανίτη.  Και έμαθα  ότι ακόμα και μέσα από τα λάθη, έχουμε τη δυνατότητα με σωστές επιλογές να δημιουργήσουμε κάτι σωστό και μεγαλειώδες, και όσα μου μάθατε θα τα κληροδοτήσω στα δικά μου παιδιά, να είστε σίγουροι.

Έμεινε εκεί μιλώντας τους μέχρι το απόγευμα. Έπειτα χαμογελαστή πήγε στο αυτοκίνητο της και κάνοντας απλά μια στάση στον κάδο σκουπιδιών, έσκισε και πέταξε τα χαρτιά με το όνομα κάποιου ξένου. Κάποιου ασήμαντου, που δεν είχε θέση στη ζωή της, γιατί απλά.. έτσι  το επέλεξε!

Κυριακή 1 Φεβρουαρίου 2015

Η ΖΩΗ ΜΟΥ ΣΕ ΕΝΑ ΑΛΜΠΟΥΜ!!

Δημοσιεύθηκε στο tovivlio.net 1/2/2015 θέμα εμπνευσμένο από την παρακάτω εικόνα:


 Το κουδούνι χτύπησε και πήγα αργά να ανοίξω. Ήξερα ποιος θα ήταν. Ο Βαγγέλης ερχόταν κάθε πρωί και πίναμε μαζί καφέ. Συνταξιούχοι βλέπεις και οι δύο. Ήταν το καθημερινό μου ραντεβού. Χρόνια φίλοι, συμμαθητές στο ίδιο σχολείο, Δημοτικό , Γυμνάσιο. Και έπειτα και οι δύο βγήκαμε στη βιοπάλη. Εκείνος άνοιξε ένα μπακάλικο, εγώ δούλεψα στο φούρνο του πατέρα μου.
Δε χαθήκαμε ποτέ. Παντρευτήκαμε, κάναμε παιδιά, εκείνος χώρισε και δεν ξαναπαντρέυτηκε, εγώ χήρεψα. Τα παιδιά μεγάλωσαν και έκαναν δικές τους οικογένειες. Τώρα μένει κι εκείνος μόνος, όπως μόνος μένω κι εγώ.
Έτσι το θέλαμε! Άλλο πράγμα βρε παιδί μου η ανεξαρτησία. Να είναι κάποιος αυτεξούσιος και να κάνει ότι θέλει!
Μπήκε μέσα και κάθισε με τον συνηθισμένο του κεφάτο τρόπο. Με την καλημέρα,.. μου λέει: ''Δεν μπορώ ρε Θανάση αν δεν πάρω τα χάπια μου το πρωί παρέα με σένα. Νομίζω ότι δεν επιδρούν στον οργανισμό μου''.
Γελάσαμε και οι δύο. Δεν απολαμβάναμε και πολλά πράγματα πλέον. Κανένα φαγάκι, ένα ποτηράκι κρασί που και που, ένα ταβλάκι και καλή παρέα.
Ακούμπησα στο τραπέζι τους καφέδες και λίγα κουλουράκια.
''Τι θάλεγες σήμερα βρε Βαγγέλη να μη παίξουμε το καθημερινό μας ταβλάκι;''
''Αν έχεις μια καλύτερη πρόταση, είμαι έτοιμος να την ακούσω''.
Ακούμπησα ένα κουτί πάνω στο τραπέζι. Τα μάτια του φίλου μου γέμισαν περιέργεια.
Άνοιξα το κουτί, λέγοντας: ''Καθάριζα ένα ντουλάπι και ανακάλυψα αυτό. Είναι γεμάτο φωτογραφίες''.
Το άδειασα στο τραπέζι και λες και γέμισε η ατμόσφαιρα εικόνες και φωνές και παρουσίες αλλοτινών εποχών και ξεχασμένων. Δεκάδες φωτογραφίες απλώνονταν μπροστά μας, κι εμείς αρχίσαμε να τις πιάνουμε μία-μία να τις κοιτάμε και να τις χωρίζουμε σε ντάνες.
Διάλεξα μία, που ήμουν με τη συγχωρεμένη τη γυναίκα μου στο γάμο μας. Υπήρχαν και κάποιες με τις κόρες μου μωρά. Βρήκα και μια που ήμουν στο στρατό. Καμάρωνα στητός. Ένα παληκαράκι με στολή, και το δίκωχο. Άλλο κεφάλαιο σημαντικό για εμάς τους άντρες. Ο στρατός!
''Θυμάσαι Βαγγέλη, πόσα καψόνια μας έκαναν σε μας τους καινούργιους; Αμούστακα παιδιά ακόμα, και βάζαμε τη στολή για τρία χρόνια. Υπηρετούσαμε σε απομακρυσμένες περιοχές της πατρίδας και σπάνια μπορούσαμε να επισκεφθούμε το σπίτι μας στις άδειες. Τώρα εννέα μήνες και πάλι βουνό τους φαίνεται!''
''Και κάνουν και τα πάντα για να υπηρετήσουν δίπλα στο σπίτι τους!'' ..λέει γελώντας ο Βαγγέλης.
Κούνησα το κεφάλι και αναστέναξα. Και για λίγο χαθήκαμε στις μέρες εκείνες που η μόνη μας χαρά, ήταν τα χύμα τσιγάρα που μας έστελνε κάποιος δικός μας, και στις μελιτζάνες μπλουμ, που από τη πείνα, μας φαίνονταν αμβροσία.
''Να κοίτα....εδώ είμαστε σε ένα ταβερνάκι που γνώρισα τη συγχωρεμένη τη γυναίκα μου. Να!.. τη βλέπεις αυτή τη ξανθιά που κάθεται απέναντι μου; Αυτή με ήθελε και το έδειχνε ξεκάθαρα, αλλά εμένα μου άρεσε καλύτερα η Όλγα, που είχε χαμηλωμένα τα μάτια και σκεφτόμουν πόσο γλυκειά ήταν αυτή ακριβώς η ντροπαλοσύνη της. Μετά έμαθα ότι τα μάτια τα είχε χαμηλωμένα για να μη δείξει τα νεύρα που την είχαν πιάσει με τη ξανθιά που μου έκανε τα γλυκά μάτια τόσο ξεδιάντροπα''..και έσκασα στα γέλια.
''Κοίτα κατακτήσεις ο Θανάσης!!.. Σκοτώνονταν οι γυναίκες για πάρτη σου, δηλαδή!!''
Γελάσαμε ακόμα πιο πολύ με αυτά του τα λόγια.
Γρήγορα είχαμε φτιάξει ένα άλμπουμ με φωτογραφίες των γονιών μου και δικές μου, από την νεανική μου ηλικία. Φτιάξαμε και ένα δεύτερο, γεμάτο με φωτογραφίες από στιγμιότυπα της έγγαμης ζωής μου.
Στο τρίτο βάλαμε φωτογραφίες της νεότερης γενιάς. Παιδιά και εγγόνια.
Πέρασε γρήγορα η ώρα και ο Βαγγέλης σηκώθηκε να φύγει. Παρότι του είπα να καθήσει να φάμε μαζί, εκείνος αρνήθηκε. Θα τα λέγαμε το επόμενο πρωί, συμφωνήσαμε. Καφεδάκι πάλι, και τα πρωινά χαπάκια, ανάμεσα στις κλασσικές μας ζαριές.
Μεσημέριασε πια, και αισθάνθηκα λίγο πεινασμένος. Έβαλα να ζεστάνω το φαγητό που είχα φτιάξει από χθες. Κοτοπουλάκι και σουπίτσα...ιδανικό μενού για τα άτομα της τρίτης ηλικίας, σκέφτηκα με μια κοροιδευτική διάθεση.
Ωστόσο ένοιωθα μια μελαγχολία μέσα μου, και δεν έφαγα τελικά. Όλες αυτές οι εικόνες, από τα περασμένα χρόνια που είχα ζήσει, τόνισαν το κενό μέσα μου, που τον τελευταίο χρόνο το έσπρωχνα στην άκρη του μυαλού, επιμένοντας να το αγνοώ σκόπιμα. Και κοίτα τώρα που μερικές φωτογραφίες ήρθαν να το κάνουν να υψώσει το ανάστημά του.
Πήρα πάλι στα χέρια μου το άλμπουμ με τις εικόνες της οικογενειακής μου ζωής. Αυτό με συγκίνησε περισσότερο. Εγώ και η γυναίκα μου σε στιγμές χαράς και τρυφερότητας. Φωτογραφίες που έδειχναν τα βλαστάρια μου σε όλες τις φάσεις της ζωής τους. Μία που ήταν ντυμένες μασκαράδες. Νεράιδα η μία,... πριγκίπισσα η άλλη. Και κάποια άλλη, που κρατούσαν μια σάκα μεγαλύτερη από το μπόι τους. Και φορούσαν τη μπλε ποδιά, με το άσπρο γιακαδάκι, και τα ματάκια τους όλο απορία κοιτούσαν το φακό, κι αναρωτιόντουσαν για τον κόσμο που με δειλά βήματα άρχιζαν να γνωρίζουν.
Όλη μου τη ζωή αυτή η γυναίκα και αυτά τα παιδιά ήταν ο σκοπός και η έγνοια μου. Με όλα τα σκαμπανεβάσματα και τις χαρές που έχει ο γάμος και η οικογένεια. Και τώρα η γυναίκα μου βιάστηκε να φύγει, κι εγώ έμεινα μόνος. Τα παιδιά μεγάλωσαν και έκαναν δική τους οικογένεια. Έκαναν δικά τους παιδιά και παλεύουν τη ζωή. Ανεξαρτησία...σκέφτηκα! Ποιον κοροιδεύω;.. Θάθελα να γύριζε ο χρόνος πίσω. Αν μπορούσα να γυρίσω τη κλεψύδρα και να βάλω τους κόκκους της άμμου πίσω, αναρωτιέμαι αν θα έκανα κάτι διαφορετικό. Σκέφτομαι όμως ότι όχι! Δεν θα άλλαζα καμία στιγμή από αυτές που έζησα. Καλές και άσχημες. Όλες ήταν πολύτιμες. Μόνο που τα παιδιά μου μου λείπουν. Πόσο θα ήθελα να τα δω.
Όλη την ώρα το χέρι μου, χάιδευε μηχανικά τα άλμπουμ. Με τρυφερότητα κιόλας, θα μπορούσες να πεις, άγγιζα τις φωτογραφίες. Ήταν η ζωή μου εκεί μέσα! Τα γέλια μου, τα κλάματά μου, οι αγωνίες μου, οι αγώνες μου. Ήταν οι άνθρωποι μου, κομμάτια της ψυχής μου που τα έζησα, και τώρα μένουν οι μνήμες τους ζωντανές στην καρδιά και στο μυαλό μου.
Ξαφνικά άκουσα αυτοκίνητο να σταματά, και φασαρία και χαρούμενες φωνές και βήματα στο κεφαλόσκαλο. Έτρεξα στη πόρτα και την άνοιξα. Είδα τις κόρες μου να έρχονται γελαστές και φορτωμένες πράγματα, φωνάζοντας από μακριά.
''Γεια σου μπαμπά μου! Μας έλειψες και ήρθαμε να σε δούμε''. Πήραν τα λόγια που ήμουν έτοιμος να τους πω, από το στόμα μου.
Το χαμόγελο μου νόμιζα ότι θα μου άφηνε μόνιμο σημάδι. Άνοιξα την αγκαλιά μου για τα εγγόνια μου κι έπειτα για τις κόρες μου.
Και τότε είπα μέσα μου έντονα. Όχι κλάψες γέρο μου, ο σκοπός του ανθρώπου είναι τα παιδιά του. Η επόμενη γενιά, η συνέχεια του. Σε όλη σου τη ζωή δούλεψες, αγωνίστηκες, κουράστηκες, και τώρα μπορείς να ξαποστάσεις και να απολαύσεις τη ζεστασιά των αγαπημένων σου.

Αγκάλιασα με χαρά τους σκοπούς της ζωής μου, και έκλεισα μαλακά πίσω μας την πόρτα.  

Σάββατο 17 Ιανουαρίου 2015

ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ!!



Η ιστορία που αναρτήθηκε χθες, δημοσιεύθηκε στον ιστότοπο, tovivlio.net

Είναι ένας δικτυακός χώρος, βήμα έκφρασης καλλιτεχνικής για όποιον το επιθυμεί. Η δημιουργία αυτού του βήματος οφείλεται σε έναν υποστηρικτή και λάτρη της τέχνης και της λογοτεχνίας τον Κώστα Θερμογιάννη. Παρακάτω βάζω λίγα λόγια για το ''μια εικόνα χίλιες λέξεις'', έτσι ακριβώς όπως αναφέρονται στο ''tovivlio.net''.





''Χιλιοειπωμένη αυτή η φράση μα και τόσο ακριβής. Μια εικόνα μπορεί να κρύβει μέσα της χίλιες -ίσως κι ακόμα- περισσότερες λέξεις! Υπάρχουν εικόνες που ο θεατής μπορεί να τις κοιτάξει αδιάφορα, να τις προσπεράσει χωρίς κανένα ενδιαφέρον, είναι όμως και κάποιες που μέσα τους κρύβουν μεγάλη δυναμική, κρατούν φυλακισμένα εντός τους αισθήματα δυνατά. Τούτα ακριβώς είναι που ζητάμε να βγουν προς τα έξω, να περάσουν μέσα από τη ματιά του θεατή στο μυαλό του κι από εκεί στο χαρτί, να γίνουν ιστορία, να γίνουν χίλιες λέξεις......

Ο δικτυακός τόπος τοβιβλίο.net προσκαλεί αλλά και προκαλεί συνάμα, όποιον το επιθυμεί να γράψει μια ή περισσότερες ιστορίες ή ποιήματα βασισμένα στις εικόνες .....''


Ένα ευχαριστώ στον δημιουργό του υπέροχου αυτού δικτυακού χώρου, που αξίζει να επισκεφθείτε.
Όλες οι πληροφορίες και οι όροι βρίσκονται στο σάιτ που θα σας κατατοπίσει.
Η ιστορία μου είναι γραμμένη με αφορμή τη φωτογραφία που έχω αναρτήσει μια και το ''Μια εικόνα χίλιες λέξεις'' βασίζεται σε εικόνες που δίνει το σάιτ όπως αναφέρεται παραπάνω.
Θέλω να ευχαριστήσω ξανά τον Θερμογιάννη Κώστα που μου έδωσε αυτήν την ευκαιρία.
Ελπίζω να περάσατε καλά διαβάζοντας το διήγημα μου!

Παρασκευή 16 Ιανουαρίου 2015

ΣΤΟ ΔΡΟΜΟ ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΕΞΙΛΕΩΣΗ

Μια ιστορία δημοσιευμένη στο 




Κάθομαι στο παράθυρο μου και κοιτάζω τον έρημο δρόμο. Νοιώθω μια προσμονή μέσα μου. Ξέρω ότι σε λίγο θα φανεί. Είναι η ώρα του!
Ακούω από μακριά τον θόρυβο της εξάτμισης. Έρχεται...σκέφτομαι...Κοιτάζω με αδημονία την στροφή του δρόμου. Και ξαφνικά, τον βλέπω...
Έρχεται με ταχύτητα και καταπίνει τον δρόμο άπληστα. Δεν αργεί να περάσει μπροστά από το παράθυρο μου. Ασυναίσθητα σηκώνω δειλά το χέρι και τον χαιρετώ. Δεν νομίζω να με είδε. Εξάλλου τόσο καιρό δεν δείχνει να με βλέπει... Εγώ όμως τον βλέπω πάντα! Νοιώθω κάτι έντονο να με τραβάει σε αυτόν, παρότι δεν τον ξέρω καθόλου. Σε ένα μέρος μικρό σαν το χωριό μας, όλοι ξέρουμε τα πάντα για τους άλλους. Συχνά τα συζητάμε, γι'αυτόν δεν έχουμε μάθει όμως τίποτα. Κανείς δεν μπόρεσε να σπάσει το κέλυφος που τον καλύπτει. Κάνω σκέψεις γι'αυτόν αλλά τις κρατάω μυστικές από όλους, το ίδιο και τους πόθους μου. Δεν είναι από τα μέρη μας. Ήρθε έξι μήνες πριν και νοίκιασε ένα σπίτι. Ζωγραφίζει και είναι κλεισμένος στον εαυτό του. Δεν μιλάει με πολλούς πέρα από τα τυπικά, αλλά έξι μήνες τώρα, κάθε μέρα, την ίδια ώρα καβαλάει τη μοτοσυκλέτα του και ξεχύνεται στον έρημο δρόμο. Μου αρέσει τόσο! Και τι δε θάδινα για μια λέξη του,... για μια ματιά του έστω.... Η γυναίκα του δάσκαλου , που είναι και φίλη μου, είπε μια μέρα ότι κάποια ερωτική απογοήτευση θα τον έφερε στα μέρη μας. Κάναμε κάποιες εικασίες, για το τι είδους γυναίκα θα πρόδιδε έναν τόσο τέλειο άντρα, και μέσα μου ένοιωσα τρυφερότητα για την ραγισμένη καρδιά του. Ήδη είχα αποφανθεί ότι πρέπει να ήταν ευαίσθητος και προδομένος, αλλιώς γιατί να ήταν τόσο μόνος; Αυτός είναι άντρας σκέφτηκα, όχι σαν τον Χρήστο. Καλό παιδί δε λέω, και νοικοκύρης, εργατικός όπως λένε όλοι. Και επιπλέον με θέλει.. Αλλά είναι ένα απλό παιδί του χωριού. Ενώ αυτός.... Αχ!!....
Τα χιλιόμετρα περνούσαν το ένα μετά το άλλο. Τίποτα δεν ακουγόταν παρά μόνο ο θόρυβος της μηχανής και των φρένων όπως έπαιρνε τις στροφές. Εδώ και έξι μήνες κάθε απόγευμα, ανέβαινε σε αυτήν τη μηχανή, φορούσε το κράνος του και ξεχυνόταν στο δρόμο που οδηγούσε στο μεγάλο βράχο. Εκεί κατέβαινε, άναβε τσιγάρο και καθόταν να αγναντέψει τον ορίζοντα, με βαριά καρδιά και βαριές σκέψεις. Κάθε μέρα το ίδιο. Ήρθε σε αυτό το μέρος, για να ξεχάσει και να τον ξεχάσουν. Το δεύτερο ήταν το ευκολότερο. Δεν του άξιζε να τον θυμούνται... Γιατί να ξεχάσει εκείνος, ήταν τόσο δύσκολο! Κάθε πρωί ζωγράφιζε σαν τρελός, αλλά εδώ και αρκετό καιρό δεν μπορούσε να καταλαγιάσει την οργή που ένοιωθε μέσα του, και την απέραντη αηδία του για την καταστροφή εκείνης... για τον εαυτό του που.....Έξι μήνες και ο πόνος δεν είχε μειωθεί στο ελάχιστο! Τώρα τελευταία του περνούσαν και παράξενες σκέψεις από το μυαλό. Είχε αρχίσει να τον απασχολεί αυτη η Υπέρτατη Δύναμη που λέγεται Θεός. Γέλασε μόνος του με αυτή τη σκέψη... Πραγματικά ήταν για γέλια, αν πάρεις υπόψη σου πόσο κορόιδευε στο παρελθόν τα πάντα τα περί θρησκείας, πίστης και γενικά ό,τι θεϊκό. Θεϊκή θεωρούσε μόνο τη τέχνη του, σαν τον ένα και μοναδικό τρόπο έκφρασης που άξιζε πραγματικά. Στο μυαλό του έρχονταν ξανά και ξανά τα γεγονότα που συνέβησαν έξι μήνες πριν. Η μια εικόνα διαδεχόταν την άλλη καθημερινά και με μαθηματική ακρίβεια. Αν δεν ήταν τόσο φιλόδοξος.... Αν δεν ήταν τόσο εγωιστής..... Αν δεν το έριχνε στο ποτό με την πρώτη απογοήτευση.... Αν ...Αν....
Η αλήθεια ήταν μία! Αν δεν ήταν τόσο, μα τόσο,.. δειλός......Ναι! Ήταν ένας δειλός.... Είχε τη ζωγραφική του και θεωρούσε ότι τίποτα δεν είχε σημασία, πέρα από το ταλέντο του. Περίμενε να κάνει την πρώτη του έκθεση. Κάποιος με μια μικρή γκαλερί του είχε υποσχεθεί γι'αυτό.
Ήταν τόσο σίγουρος, ότι μόλις ο κόσμος έβλεπε τους πίνακες του, θα γινόταν γρήγορα διάσημος! Ήταν τόσο σίγουρος, για την αποδοχή του κόσμου. Και τίποτα άλλο δεν σκεφτόταν, ούτε αυτή την δόλια τη Κατερίνα, που περίμενε υπομονετικά μια γλυκιά του λέξη, μια στιγμή, που θα της αφιέρωνε κάθε του σκέψη και ματιά. Την Κατερίνα που τον λάτρευε, τον ενθάρρυνε πάντα, και που αποτελούσε τον καταλύτη ανάμεσα σε αυτόν και την αρνητικότητα του πατέρα του. Ο πατέρας του ποτέ δεν πίστευε στη τέχνη του.
Και ήρθε η ημέρα της έκθεσης, που τόσο περίμενε...Όμως το αποτέλεσμα έκανε τη σιγουριά του συντρίμια..Πλήρης αδιαφορία για τους πίνακες του.. Και κάποιες κριτικές μίλησαν για μέτριο ταλέντο και μέτρια τεχνική...Κι αντί να δει την πραγματικότητα...θεώρησε ότι όλοι τον αντιπαλεύονταν.
Ναι! Γιατί να το κρύψει πια; Από τον θιγμένο εγωισμό του που αρνιόταν να παραδεχθεί την ήττα, ξέσπαγε σε όσους τον αγαπούσαν, και γύρεψε στο ποτό, την παρηγοριά που έπρεπε να αναζητήσει στην αγκαλιά της μοναδικής γυναίκας, που θυσίαζε τα πάντα για χάρη του. Τη γυναίκα που περίμενε υπομονετικά, να έρθει η σειρά της στη σκέψη του και στα αισθήματα του!!
Κι έπειτα, στον καβγά που έγινε, εκείνος μεθυσμένος ξανά, της είπε λόγια βαριά. Κι όταν σηκώθηκε να φύγει με τη μηχανή, πάλι αυτή έτρεξε και επέμεινε να μην τον αφήσει μόνο του. Δεν έπρεπε να της επιτρέψει να ανέβει στη μηχανή μαζί του... Ύστερα, μια στροφή, ένας λάθος χειρισμός, τα αντανακλαστικά ανύπαρκτα από το ποτό....και το κακό έγινε! Και μήπως αυτός,.. ο μοναδικός υπαίτιος,... έπαθε τίποτα;... Αμυχές!....Εκείνη όμως;... Δεν κατόρθωσαν να της σώσουν το μάτι...Και η υπέροχη ομορφιά της χάθηκε...Αυτή η ομορφιά που τον είχε τραβήξει κοντά της...
Θυμήθηκε όταν μπήκε στο δωμάτιο του νοσοκομείου, το χλωμό τραυματισμένο της πρόσωπο, με το καλυμμένο μάτι, τον ανατρίχιασε. Τον έπιασε τάση φυγής, και χωρίς κουβέντα το έβαλε στα πόδια...
-Περίμενε μια κουβέντα μου, ένα χαμόγελο, μια συγγνώμη... Εγώ δεν άντεξα...Πήρα τη μηχανή κι έφυγα...Κι ακόμα φεύγω....Ένας δειλός....αυτό είμαι ...δειλός και άχρηστος....
Άκουσε για πρώτη φορά τη φωνή του να λέει δυνατά, στην ερημιά γύρω του, το όνομα της ερημιάς μέσα του. Δειλία...., αυτή που τον εμπόδισε να σταθεί δίπλα σε εκείνη που αγαπούσε. Δειλία...αυτή που τον εμπόδισε να χειριστεί την ήττα του!!
Αλαζονεία.... που πίστευε ότι ο εαυτός του ήταν ανώτερος από τους άλλους!
Τώρα που στεκόταν νηφάλιος και μηδαμινός μπροστά στην απεραντοσύνη, η ομίχλη καθάριζε και άρχισε να καταλαβαίνει.., να νοιώθει.., ότι τον τράβηξε η εξωτερική ομορφιά της Κατερίνας, αλλά ο εσωτετικός της πλούτος, ήταν αυτός που τον κατέκτησε πραγματικά. Αυτή η μοναδικότητα της πραγματικής αγάπης, που ξέρει μόνο να δίνει και να περιμένει. Ο εγωισμός του όμως τον εμπόδισε να αντιληφθεί, ότι ζούσε τριγυρισμένος από αγάπη, που πρώτα την ποδοπάτησε και μετά την εγκατέλειψε...
Κάτι έπρεπε να κάνει....Δεν αξίζει μια ζωή τέτοια...σκέφτηκε..
Ο άνθρωπος δείχνει τον χαρακτήρα του στις δυσκολίες! Κι εκείνος τι έδειξε ότι ήταν.... Ένας δειλός, αχάριστος, ατομιστής..Μισώντας όλο και πιο πολύ τον εαυτό του, μεγάλωνε η αγάπη του για το ψυχικό μεγαλείο της Κατερίνας! Και για να τον αγαπήσει εκείνη κάτι καλό θα πρέπει να υπήρχε μέσα του...
Έπρεπε να γυρίσει...Έπρεπε να ταπεινώσει τον εαυτό του μπροστά της...να κλάψει...να της εκφράσει την αγάπη του και να ζητήσει τη συγγνώμη της! Την είχε τόσο ανάγκη!!
Έμεινε εκεί να κοιτάζει τον ήλιο που άρχιζε να ανατέλλει. Στο πρώτο φως, όλα του φάνηκαν πιο όμορφα, πιο γαλήνια και πιο ελπιδοφόρα... Ναι! Η καινούργια μέρα του φώτισε μέσα του την ανάγκη για καινούργια σελίδα...Φτάνει πια!!! Ακόμα και γονατιστός θα της ζητήσω να με δεχτεί κοντά της και να με συγχωρήσει!! Θα της δείχνω κάθε μέρα την αγάπη μου χωρίς σταματημό.
Χωρίς να χάνει πια καθόλου χρόνο, ανέβηκε στη μηχανή και πήρε το δρόμο της επιστροφής προς εκείνη, ελπίζοντας να μην είναι αργά. Κι έτσι όμως να ήταν, θα πάλευε. Γι αυτην και για τον εαυτό του θα άξιζε να παλέψει, για να ξανακερδίσει την θέση του δίπλα της!

Ανέβηκε στη μηχανή και πήρε το δρόμο προς την εξιλέωση, και την αληθινή αγάπη, αποφασισμένος, να αγκαλιάσει την Κατερίνα και τη ζωή σφιχτά. Να αγκαλιάσει την ευτυχία!!