Σάββατο 23 Ιανουαρίου 2016

Σε ένα σταθμό τρένου!


Ήταν ακόμα μια βροχερή μέρα. Την τελευταία εβδομάδα έβρεχε συνεχώς και τα πάντα ήταν νοτισμένα, και ποτισμένα υγρασία. Νόμιζες ότι δεν υπήρχε στεγνό μέρος πουθενά. Έτσι τουλάχιστον φαινόταν στο κορμί που καθόταν στην είσοδο μιας  πολυκατοικίας. Ένα ανθρώπινο κουφάρι, που ζητούσε προστασία από τους ουρανούς, που είχαν ανοίξει και πότιζαν ανελέητα τη γη. Τα κουρελιασμένα ρούχα του ήταν υγρά. Σε λίγο άνοιξε η πόρτα και κάποιος ένοικος βγήκε κρατώντας την ομπρέλα του στο χέρι. Είδε τον κουρελιασμένο άνδρα και άρχισε να τον επιπλήττει, γιατί καθόταν στην είσοδο. Απαγορευόταν στους ζητιάνους …του είπε!
Χωρίς να πει τίποτα, ο κουρελιασμένος άνδρας σηκώθηκε να φύγει με σκυμμένο κεφάλι,  παίρνοντας μαζί του και την  ένοχη συγκατάβασή του. Συγκριτικά μειονεκτούσε  έναντι του καλοντυμένου ενοίκου. Εκείνος είχε ένα σπίτι, είχε ρούχα, είχε φαγητό και τελικά είχε και ομπρέλα. Περπατώντας ,  ξεκίνησε να βρει αλλού καταφύγιο. Δεν του ήταν άγνωστη η σκληρότητα των ανθρώπων. Την είχε νιώσει στο πετσί του χιλιάδες φορές. Σιγά-σιγά είχε συνηθίσει να τον κοιτούν με αδιαφορία, καμιά φορά με φόβο,  ή να μη τον κοιτούν καθόλου. Είχε συνηθίσει να περνούν δίπλα του θεωρώντας τον, ένα  ακόμα πλακάκι του πεζοδρομίου.
Έφτασε στη πλατεία και κατευθύνθηκε στο σταθμό του τρένου. Υπήρχε πολύς κόσμος και κατόρθωσε και πέρασε στη πλατφόρμα χωρίς να τον προσέξουν. Έκατσε σε μια γωνιά και περίμενε. Σε λίγο έφτασε ένα τρένο και ο κόσμος συγκεντρώθηκε μπροστά στις πόρτες των βαγονιών. Ήταν ευκαιρία. Κατευθύνθηκε στο τέρμα της πλατφόρμας και κάθισε σε μια σκοτεινή γωνιά. Αν ήταν μετρό, δεν θα μπορούσε να μπει εύκολα, ..σκέφτηκε.

Καθισμένος στη γωνιά του, έσφιξε το βρώμικο πανωφόρι του ακαθορίστου ηλικίας, μήπως και μπορέσει να ζεσταθεί. Το πανωφόρι του….. στα νιάτα του ήταν όμορφο. Τώρα… ήταν απλά χρήσιμο και μοναδικό του απόκτημα. Ψέματα… Είχε κι άλλα υπάρχοντα! Ένα ζευγάρι παπούτσια τρύπια και κάλτσες, που σύντομα θα έκανε τη κηδεία τους. Μια μπλούζα παλιά και ένα παντελόνι που του έπεφτε λίγο άτσαλα στο αδυνατισμένο κορμί του.
Πάντως σήμερα είχε να φάει! Είχε στις τσέπες του μια ολόκληρη φραντζόλα ψωμί. Του την έδωσε αυτή η κοπέλα στο φούρνο. Ήταν χθεσινή βέβαια, αλλά τι πειράζει; Σάμπως είχε περιθώρια για πολυτέλειες; Στην κατάστασή του, αυτή η χθεσινή φραντζόλα ήταν πολύτιμος θησαυρός. Ένας θησαυρός που στα σκουπίδια που έψαχνε συχνά, δεν μπορούσε να βρει. Τώρα πια είχε γίνει και πιο αργός και τον προλάβαιναν άλλοι! Σπάνια έβρισκε κάτι για να το πουλήσει να πάρει ψωμί.

Κοιτούσε τον κόσμο, με παραιτημένο βλέμμα, ένα στάσιμο σημείο, στη ζωή που έτρεχε διαρκώς  χωρίς να περιμένει τους αργοπορημένους , μασουλώντας λίγο ψωμί.   Ένα μόνο ευχόταν. Να μην τον έπαιρνε κάποιος είδηση, και τον έδιωχναν κι από εκεί.
Δεν ήταν η πρώτη φορά που ερχόταν στο σταθμό. Του άρεσαν τα τρένα. Με τον ρυθμό που περνούσαν και με την γρήγορη επιβίβαση και αποβίβαση του κόσμου, όλοι φαίνονταν  να έχουν κάποιο σκοπό. Κάτι να κάνουν, ή κάτι να προλάβουν.  Τελείωσε το κομμάτι το ψωμί, και έμεινε να χαζεύει τριγύρω. Το μυαλό του γύρισε πίσω ξανά, για να του θυμίσει και να τον βασανίσει πάλι.

Κάποτε ήταν κι αυτός ένας από τον κόσμο που έτρεχε να μπει στο τρένο. Είχε σπίτι κι αυτός και δουλειά. Είχε χάσει τη γυναίκα του αλλά είχε παιδιά που είχαν κάνει δικές τους οικογένειες. Τους είχε πάρει τα σπίτια τους και τους είχε βοηθήσει να αποκτήσουν όσα χρειάζονταν στο ξεκίνημα της ζωής τους. Μέχρι και μετρητά τους έδωσε. Τα παιδιά του! Ο γιος του και η κόρη του! Πόσο λίγο τα ήξερε τελικά!
Όλα κυλούσαν κανονικά, μέχρι που άρχισαν να μην πηγαίνουν καλά οι δουλειές στο μαγαζί του. Άρχισαν τα χρέη να μαζεύονται και σε μια προσπάθεια να μην αυξηθούν οι οφειλές, πήρε την απόφαση το μαγαζάκι του να το κλείσει. Τότε ήταν που τα παιδιά του, του έριξαν την ιδέα να τους γράψει το εξοχικό  που είχε και ένα ακόμη οικόπεδο για να μη του τα φάνε τα χρέη και οι φόροι. Και το έκανε! Μη μπορώντας όμως να αποπληρώσει τις οφειλές του, αποφάσισε σαν ύστατη κίνηση,  να πουλήσει το σπίτι που έμενε.  Μόλις το ανακοίνωσε στα παιδιά του, εκείνα του είπαν….

-Κρίμα είναι, αλλά προκειμένου να μην υπάρχουν χρέη που μπορεί να βαρύνουν κι εμάς, καλύτερα  να το κάνεις..
-Μα το σκέφτομαι… Το  σπίτι μου;… Και πού θα μείνω;
-Σώπα  βρε  πατέρα… μα σε εμάς . Εδώ είμαστε εμείς.. Πότε σε μένα και πότε στη κόρη σου!...

Και το έκανε! Γλύτωσε από τα χρέη και μετακόμισε στο σπίτι του γιου του! Τον έβαλαν να κοιμηθεί στο σαλόνι, γιατί τα κορίτσια ήθελαν δικό τους δωμάτιο, και το ζευγάρι τη κρεβατοκάμαρά τους φυσικά! Και προσπάθησε να βρει μια δουλειά. Αλλά στην ηλικία του, δεν φαινόταν να τον χρειάζεται κανείς.

Σε ένα μήνα, ο γιος του άρχισε να λέει ότι έπρεπε να πάει και στην κόρη του λίγο. Και σαν ένα έπιπλο που αλλάζει κάτοχο και σπίτι, βρέθηκε να κοιμάται στον καναπέ του σαλονιού της κόρης του. Εκείνη είχε ένα γιο που  μελετούσε το παιδί και έφερνε και κανένα φίλο που και που, να διαβάσουν ή να ακούσουν μουσική και ήθελαν το χώρο τους.
Στο μήνα πάνω, ο γαμπρός του άρχισε να λέει ορθά κοφτά, πόσο φοβερό είναι να έχει κάποιος παραπάνω στόματα να θρέψει.  Σταδιακά το έπιπλο  που λέγαμε, έγινε βαλίτσα, και μάλιστα μια βαλίτσα, που κανείς δεν ήθελε να έχει στην ιδιοκτησία του.
Το κλίμα και στα δύο σπίτια ήταν άσχημο και η ατμόσφαιρα φορτισμένη. Οπότε κάποια στιγμή άρχισαν να πέφτουν οι ιδέες, να επισκεφτεί και τα δικά του αδέλφια ο άμοιρος πατέρας και να μείνει και λίγο μαζί τους.
Όμως σε μια επαφή που είχε με τον αδελφό του ο δυστυχής, δεν είδε καμία προθυμία να τον μπάσει στο σπίτι του. Με την αδελφή του ούτε που σκέφτηκε να μιλήσει. Με τον γαμπρό του δεν τα πήγαινε ποτέ καλά.  Φανερά απογοητευμένος αποφάσισε να φύγει. Πήρε τα λίγα του πράγματα, την πληγωμένη του περηφάνια, την κουρελιασμένη του αξιοπρέπεια και την απέραντη πίκρα του, τα έβαλε σε μια βαλιτσούλα και έφυγε.

Γρήγορα ο άλλοτε νοικοκύρης, που ό, τι έφτιαξε το έδωσε στα παιδιά του, έγινε ένας ξεχασμένος γέρος ανάμεσα σε χιλιάδες άλλους, χτυπημένους από τη ζωή και περιφρονημένους από τους ανθρώπους, και που ο καθένας από αυτούς είχε και μια πονεμένη ή άθλια ιστορία να πει αν τον ρωτούσαν ή αν τη θυμόταν. Χαιρόταν  που η αγαπημένη του γυναίκα έφυγε νωρίς, και δεν ζούσε για  να δει αυτό τον ξεπεσμό. Μπορεί να φταίει που η μάνα έφυγε γρήγορα, μπορεί να φταίει που αυτός δούλευε πολύ ή που δεν είπε όχι ποτέ στα παιδιά του! Ποιος να ξέρει σε ποιο σημείο χάθηκε η σχέση γονιού-παιδί;
Δεν τον πονούσε τόσο που έχασε την περιουσία του! Τον πονούσε απέραντα, που για τα παιδιά του και τα εγγόνια του, μόνο η περιουσία και τα ακίνητα είχαν αξία. Έφυγε, και δεν τον αναζήτησαν πουθενά!  Δεν έβαλαν καν να τον ψάξουν! Γρήγορα η πίκρα του έγινε ένας ωκεανός  αδιαφορίας  για τη ζωή, που τον κυρίευσε ολόκληρο. Την πρώτη μέρα, του   έκλεψαν τη βαλίτσα του. Έμεινε μόνο με αυτά που φορούσε αυτή τη στιγμή. Και τη δεύτερη   σε ένα πάρκο, του πήραν το ρολόι του και τη βέρα του. Μα το σημαντικότερο αυτών, ήταν  πως πριν από αυτά, του έκλεψαν την ελπίδα, τα όνειρα, το δικαίωμα για ήρεμα γεράματα και τη ψευδαίσθηση πως η αγάπη που χάριζε τόσα χρόνια είχε ανταπόκριση.

 Άρχισε να πηγαίνει στα συσσίτια, πότε του Δήμου της πόλης και πότε στης εκκλησίας και  τα κουτσοκατάφερνε κάπως. Κι όταν πλησίαζαν γιορτές, ….τότε που οι πιο πολλοί θυμόντουσαν τον ρόλο του καλού Σαμαρείτη, τότε ήταν ωραίες μέρες!
Και τώρα   πλησίαζαν Χριστούγεννα, και ίσως να έτρωγε κάπου  λίγη σούπα, ή λίγο κοτόπουλο!
Ποιος ξέρει; Μόνο στον ύπνο ήταν στενάχωρα. Ο συνωστισμός μεγάλος! Αλλά τι να κάνει; Κι αυτό το μπάνιο, σιγά – σιγά το ξέχασε! Είχαν τόσο λίγα πράγματα νόημα τελικά στη ζωή!

Κρύωνε πολύ… και τα βρεγμένα του κουρέλια έκαναν το κρύο πιο έντονο.. Ωστόσο σε αυτό τον σταθμό του τρένου, που μηχανές και άνθρωποι έτρεχαν, μπορούσε να έχει μια στιγμή ησυχίας, για να κλείσει  λίγο τα κουρασμένα του μάτια.

Κι ονειρεύτηκε! Ονειρεύτηκε  ένα ζεστό σπιτικό με λαμπρή Χριστουγεννιάτικη φορεσιά, τη ζεστή αγκαλιά της αγαπημένης του γυναίκας, δύο μικρές  παιδικές φωνούλες  ενθουσιασμένες από τα δώρα που τους έφερε ο Άγιος Βασίλης. Και ένα τραπέζι με πεντανόστιμα φαγητά, πολλή αγάπη και πολλά όνειρα που περίμεναν να αποκτήσουν μορφή, με τη δουλειά τους και την επιμονή  τους.  Το κουδούνι της πόρτας χτύπησε, και όταν άνοιξε, ήταν ένας γέρος.  Άγνωστος μα περίεργα οικείος. Τον πήρε από το χέρι και του είπε…
-Πάμε….

Γύρισε και κοίταξε την οικογένεια του, και το σπίτι του. Κάπου του φάνηκε ότι άκουσε   τον ήχο ενός τρένου που περνούσε, και έκανε να γυρίσει προς τον ήχο. Μα το χέρι του που κρατούσε ο γέρος τον γέμισε ανακούφιση και ηρεμία. Τον γέμισε εμπιστοσύνη  και τον ακολούθησε χωρίς ερωτήσεις. Εξάλλου ό,τι ήταν να του απαντηθεί στη ζωή, του είχε απαντηθεί πια. Απορίες άλλες δεν είχε! Ούτε κάτι άλλο να επιθυμεί να γνωρίσει.  Ακολούθησε το γέρο με το γαλήνιο χαμόγελο, χωρίς δεύτερη σκέψη, χωρίς τύψη, χωρίς πόνο ή αγωνία! Το μόνο που έμεινε πίσω του, ήταν ένα κουλουριασμένο ανθρώπινο κουρέλι της ζωής και των ανθρώπων που κοιμόταν τον τελευταίο του ύπνο,  στην πλατφόρμα ενός σταθμού τρένων. 

Δημοσιεύθηκε στο tovivlio.net  μια ιστορία εμπνευσμένη από την εικόνα που συνοδεύει το κείμενο και γραμμένη για το ''μια εικόνα χίλιες λέξεις''.

Δευτέρα 18 Ιανουαρίου 2016

Του Γενάρη θύμησες αλλοτινές...!


Μπήκε το 2016! Πόσα χρόνια μετράω!... και να λείπουν αυτοί που περιμένουν να πω, πόσα μετράω. Μπορώ μόνο να πω, ότι είναι τόσα, ώστε να σταματήσω να μετράω με αριθμούς.
Λέω απλά,... πόσα χρόνια μετράω... και σταματώ εκεί. Εκείνα ξέρουν πόσα είναι,.... κι εγώ απλά.... τα ξεχνώ. Ας θυμούνται μόνα τους. Εγώ αρκούμαι να θυμάμαι άλλα.
Κάτι από αυτά τα άλλα, θα μοιραστώ μαζί σας απόψε.

Ήταν Γενάρης, και σκεφτόμουν ότι ο επόμενος μήνας, είναι ο μήνας των γενεθλίων μου.
Ήθελα κάτι να κάνω. Έτσι για αλλαγή. Πάντα τα γενέθλιά μου έπεφταν απόκριες. Μπορούσα να κάνω ένα συνδυασμό. Άρχισα να το σκέφτομαι. Και μετά από πολλή σκέψη, που κράτησε ίσα με πέντε ολόκληρα λεπτά, αποφάσισα να κάνω πάρτι!
Η δόλια η οικογένειά μου, αναγκάστηκε να μπει στη φρενίτιδα και να πάρει μέρος. Πώς αλλιώς; Το επόμενο κιόλας πρωί, είχα επικοινωνήσει με το μαγαζί που ψώνιζα και που δεν υπάρχει σήμερα, όπως και πολλά άλλα, και τους ζήτησα το απόγευμα που θα περνούσα να μου είχαν ό,τι διακοσμητικό αποκριάτικο είχαν.
Μα από το Γενάρη;.... με ρώτησαν.
Ναι!.. τους απάντησα. Γιατί όταν οργανώνω κάτι το ξεκινώ πάντα ένα μήνα πριν. Δεν ήμουν ποτέ της τελευταίας στιγμής. Το ότι ήμουν της αστραπιαίας απόφασης, ήταν διαφορετικό.
Αποφάσιζα αστραπιαία, αλλά προετοίμαζα σχολαστικά! Τέτοια οργάνωση!

Το απόγευμα λοιπόν μετά τη δουλειά, πέρασα από το μαγαζί, και μου αράδιασαν τα πάντα μπροστά μου. Φανάρια, φρούτα, καμπάνες, όλα περίτεχνα φτιαγμένα από χαρτί που είναι κλειστό και όταν το ανοίγεις κάνει σχέδια σαν να είναι πλεγμένο. Γιρλάντες και κορδέλες έξω από τις συνηθισμένες και φυσικά, πήρα απ' όλα. Και δεν ξέχασα το χαρτοπόλεμο, ούτε τα φσσ φσσ.... που τα φυσάς και ανοίγει ένα μακρινάρι, με στόχο το πρόσωπο του άλλου.
 Τα έφερα σπίτι, και κάθισα με τις αδελφές μου να φτιάξουμε το μενού με περίσκεψη.

Πριν από αυτό όμως, έφτιαξα τη λίστα των καλεσμένων. Ο αριθμός τους έφτασε αισίως τα 45 άτομα. Όμως δεν ήταν δυνατό να χωρέσουμε όλοι, γι' αυτό και αποφάσισα να μεταφέρουμε τα έπιπλα σε ένα δωμάτιο. Αφήσαμε μόνο ένα καναπέ στο βάθος για να κάθονται οι κουρασμένοι, και σκόρπια καθίσματα εδώ κι εκεί. Μικρά τραπεζάκια σφηνωμένα σε γωνιές. Δουλειά με ''φούντες''! Τακτοποιήσαμε και το χώρο του μπουφέ.
Θα πρέπει να πω, πως το ευτύχημα ήταν πως δεν είχα πάρει όλα τα έπιπλα μου ακόμα. Κι έτσι μπορούσε να βολευτεί η κατάσταση. Ωστόσο το σπίτι ήδη έμοιαζε με βομβαρδισμένο.

Και ξαφνικά.... ο χρόνος σταμάτησε! Καλά,.. εγώ αποφάσισα να κάνω πάρτι. Επέλεξα και τους καλεσμένους, τα φαγητά, τα διακοσμητικά. Αλλά πώς θα χορεύαμε; Αφού δεν είχα ούτε κασετόφωνο. Κι έλεγα μέσα μου συνεχώς,… πως κάτι μου ξεφεύγει ....κάτι μου ξεφεύγει..., αλλά,.. δεν πήγαινε το μυαλό μου!
Τελείωσε! Είπα ότι θα κάνω πάρτι και θα έκανα πάρτι. Την άλλη μέρα το πρωί, έδρασα πάλι σαν τον σίφουνα. Πέρασα από το μαγαζί ενός γνωστού, και απλούστατα, πήρα ένα στερεοφωνικό με γραμμάτια. Πήρα ένα στερεοφωνικό με ενισχυτή και ηχεία, που ούτε αυτό υπάρχει σήμερα.

Παρήγγειλα και κασέτες ειδικά για το πάρτι. Μοντέρνοι χοροί, γνωστές επιτυχίες ντίσκο και slow, όλα με ρυθμό που ξεσηκώνει,  αλλά και κομμάτια  χορευτικά όλων των ειδών,  όπως τουίστ, μάμπο, μποσανόβα, τσάρλεστον, ακόμα και γιάνγκα και χάλι γκάλι.

Τι ωραία που ήταν! Κάθε απόγευμα μαζευόμασταν για να συγυρίσουμε, κι αντί γι' αυτό, το στήναμε στο χορό. Μη νομίζετε,.. κάναμε και δουλειά. Φτιάξαμε τις προσκλήσεις και μέσα βάλαμε και μια σελίδα πρόσθετη με κανόνες. Όλοι οι προσκεκλημένοι έπρεπε να έρθουν με μάσκες και να μη μιλούν με άλλους ώστε να μην αναγνωρισθούν πριν τις δώδεκα τα μεσάνυχτα, που η οικοδέσποινα θα προσπαθούσε να μαντέψει ποιος κρύβεται πίσω από κάθε μάσκα. Κανείς δεν επιτρεπόταν να έρθει με κανονικά ρούχα. Είχαμε και βραβείο για την καλύτερη στολή, που θα έβγαινε με ψηφοφορία των καλεσμένων κάποια ορισμένη στιγμή. Φτιάξαμε και κασέτα με έναν πρόλογο της οικοδέσποινας, αφού ούτε εγώ θα μιλούσα. Το πάρτι θα γινόταν την προηγούμενη ημέρα των γενεθλίων, ώστε μετά τις δώδεκα να γιορτάσουμε τα γενέθλια , με χειροποίητη σπιτική τούρτα. Φτιάξαμε γι’ αυτό το σκοπό, όταν ήρθε η ώρα, μια υπέροχη τούρτα, που το σχέδιό της, ήταν μία σαλιάρα...

  Για την ώρα της ανάπαυλας, δημιουργήσαμε ένα παιχνίδι με αινίγματα, που οι παραπλανητικοί γρίφοι τους, παρέπεμπαν σε απαντήσεις που δεν πήγαινε το μυαλό, και αντιπροσώπευαν διάφορα αντικείμενα χιουμοριστικά. Για παράδειγμα, μπορεί να έλεγε… στα φύλλα του ξεχνιέσαι και νοιώθεις ανακούφιση,.. και η απάντηση να ήταν ένα χαρτί υγείας. Σε αυτό το παιχνίδι, θα πρέπει να πω, ότι έπεσε πολύ γέλιο.

Το αποκορύφωμα ήταν όταν προμηθεύτηκα και προβολείς χρωματιστούς και φωτορυθμικό, ώστε με τη μουσική να αναβοσβήνουν τα φώτα τους. Μία υπέροχη ιδιωτική ντισκοτέκ!
Όλα μελετημένα και φτιαγμένα με μεράκι και πολλή δουλειά. Και τα πάντα θα κυλούσαν υπέροχα. Μέχρι το πρωί της ημέρας του πάρτι.

Ανοίγουμε τα παράθυρά μας, και τι να δούμε; Όλα κάτασπρα! Είχε χιονίσει τη νύχτα, και τα πάντα είχαν σκεπαστεί από το τόσο υπέροχο χιόνι, που όμως δεν ήταν επιθυμητό εκείνη την ημέρα. Πώς θα έρχονταν οι καλεσμένοι, που έμεναν μακριά ; Και ήταν αρκετοί.  Άρχισαν τα τηλέφωνα και οι ανησυχίες! Η καρδιά μου χτυπούσε ξέφρενα, και η αγωνία μου έσπαγε τζάμια!


 Από το μεσημέρι , είχαμε αρχίσει να ετοιμάζουμε τις στολές που θα φορούσαμε, ώστε να μη ξεχάσουμε κάτι. Νωρίς το απόγευμα, ξέσπασε και ο πρώτος καβγάς. Είχαμε πάρει τόσο ζεστά τις ετοιμασίες, και είχαμε μπει όλοι τόσο πολύ στο ‘’πετσί του ρόλου’’ που θα παίζαμε, ώστε ο γαμπρός μου, τσακώθηκε με την γυναίκα του… για το μανό με το οποίο του έβαφε τα νύχια.
Διαφώνησαν για το χρώμα. Το φαντάζεστε; Αργότερα ρίξαμε πολύ γέλιο, με αυτές τις λεπτομέρειες.

Τελικά όλοι οι καλεσμένοι κατέβαλαν προσπάθειες και ήρθαν. Παραβρέθηκαν 42 άτομα από τα 45, ελαχιστότατη η αριθμητική απώλεια!  Μάλιστα κάποιοι που έμεναν πιο βόρεια, έλιωσαν με μάνικες το πάγο από τις πόρτες των αυτοκινήτων για να τα χρησιμοποιήσουν ώστε να φτάσουν στο προορισμό τους. Οι προσπάθειες όλων τρανταχτές. 

Τους υποδέχθηκε ένα σπίτι με διάπλατη την πόρτα. Με την ανιψιά μου ντυμένη καμαριέρα, να τους καλωσορίζει και να τους οδηγεί στο σαλόνι. Η μουσική έπαιζε, οι ένοικοι μου είχαν πει ότι δεν θα είχαν κανένα πρόβλημα, και μάλιστα κάποιοι, πεθαμένοι πια, είχαν συμπληρώσει πως κάθε ζωντάνια είναι επιθυμητή. Μαζεύονταν λοιπόν οι καλεσμένοι, και άρχιζαν να γλεντούν τηρώντας τους κανόνες στο έπακρον. Το αξιοσημείωτο είναι, ότι τα ζευγάρια ήρθαν χώρια για να μη τους γνωρίσω.
Πρώτη κατέφθασε μια μπαλαρίνα, που μπήκε κάνοντας πιρουέτα. Δεν ήταν και η καλύτερη, αλλά με έκανε να σπάω το κεφάλι μου να βρω ποιος κρυβόταν κάτω από τη στολή και τη μάσκα. Άλλος πέταξε τα παπούτσια του με ταχύτητα, ώστε να μη προλάβει να δει κανείς ότι ήταν αντρικά, και φόρεσε ψηλοτάκουνα παπούτσια με τη φτέρνα έξω.
Άλλος είχε ντυθεί Ρασπούτιν, άλλος Κοσκωτάς, άλλος Ντόμινο, άλλος ποδοσφαιριστής, άλλος γιατρός, άλλος καλόγρια και όλες οι στολές ανεξαρτήτως φύλλου. Κάποιος Διογένης και μας σκόρπιζε φως με το φανάρι του. Άλλος ντουζιέρα και άλλος ζόμπι. Το ζευγάρι που είχε ντυθεί ζόμπι, είχε κάνει τόσο τέλειο μακιγιάζ, που παρότι έμεναν κοντά, δεν τους πήρε κανένα ταξί. Όλα ελάττωναν ταχύτητα αλλά έφευγαν σβέλτα χωρίς να τους πάρουν. Και κάποιος πονηρός δικός μου, μου είχε δείξει ότι θα φορέσει μία στολή, και ήρθε ντυμένος με διαφορετική, για να με μπερδέψει. Και θυμάμαι το μακιγιάζ του τραυματία, που ήταν φανταστικό, ώστε όλοι πιστέψαμε πως είχε χτυπήσει και από αυτό εμπνεύστηκε τη στολή του. Την ώρα της αποκάλυψης, δεν το συζητώ. Έπεσε τέτοιο γέλιο, γιατί όλοι είχαν βαλθεί να με δυσκολέψουν.

 Πολλά τα λάθη, και έναν μασκαρά δεν μπόρεσα παρ όλες τις προσπάθειες,  τελικά να βρω.
Έναν σκυφτό καμπούρη καλόγερο, που έκρυβε μια πανύψηλη φίλη μου, που όλη την ώρα καθόταν σκυφτή, για να μην την καταλάβω από το ύψος. Αν είναι δυνατόν! Και με δυσκόλεψε κι εκείνος ο έκφυλος γέρος, με το ξεκούμπωτο παντελόνι, που κυνηγούσε ό,τι φαινόταν θηλυκό, με τα σάλια να του τρέχουν. Και ήταν η αδελφή μου!


Αν εξαιρέσουμε το χιόνι, που έπαιξε κι αυτό το ρόλο του, το γέλιο, το φαΐ, ο χορός, το κέφι, ο χαρτοπόλεμος που για ένα χρόνο μετά ακόμα ξεπρόβαλε λίγος από κάποια χαραμάδα του πατώματος, οι κορδέλες, το τραγούδι και η ζωντάνια, έρεαν άφθονα.

Διασκεδάσαμε μέχρι πρωίας, και σήμερα μετά τόσα χρόνια που είναι μια ζωντανή ανάμνηση,  αναρωτιέμαι ένα πράγμα μόνο.

Είχαμε μεράκι, ήμασταν πιο νέοι, είχαμε ψυχή, είχαμε διάθεση για κέφι, για παρέα, για γέλιο, για ξεγνοιασιά! Είχαμε ζωή!!
Σε ποια στροφή του δρόμου, τα χάσαμε σχεδόν όλα… μαζί με τα νιάτα -πράγμα αναπόφευκτο- … και το κέφι και το γέλιο και τη ξεγνοιασιά, και έγιναν κι αυτά,… μαζί με τις στιγμές,.. υπέροχες θύμισες αλλοτινές;