Κυριακή 25 Σεπτεμβρίου 2016

Δύσκολη εφηβεία!!




Είχε σχολάσει νωρίς σήμερα και το κεφάλι της πήγαινε να σπάσει. Πονούσε και δεν ήταν ο πόνος τόσο που δεν άντεχε, όσο η ανησυχία  που ένοιωθε μέσα της να της τραγανίζει αργά την ψυχή, και να την κάνει να νοιώθει πως έχασε την άκρη του σπάγκου που οδηγούσε στην έξοδο του λαβύρινθου.

Το μητρικό της ένστικτο είχε μπει σε κατάσταση συναγερμού. Έφερε στο μυαλό της την εικόνα του γιου της. Τελευταία τον έβλεπε προβληματισμένο, και κλεισμένο λίγο στον εαυτό του. Αρχικά είχε σκεφτεί πως τα παιδιά και ειδικά τα αγόρια έχουν δύσκολη εφηβεία. Η συμπεριφορά του όμως γινόταν όλο και πιο απόμακρη. Τότε ήταν που την έπιασε ο πονοκέφαλος. Ήθελε χρόνο. Να μείνει  μόνη να σκεφτεί. Γι’ αυτό πήρε άδεια και έφυγε. Ο μικρός ήταν σχολείο. Γύρισε αποφασιστικά και πήγε στο δωμάτιο του. Μια πινακίδα στην πόρτα προειδοποιούσε πως ήταν απαγορευμένος ιδιωτικός χώρος. Δεν του είχε πει τίποτα όταν την είχε βάλει. Απλά είχε γελάσει.

Η μητρική καρδιά της έλεγε,  πως πρέπει να έχει εμπιστοσύνη στο παιδί της. Όμως η κοινωνία ήταν τόσο βρώμικη και ύπουλη. Έπρεπε να μάθει διακριτικά! Μπήκε στο άβατο του αγοριού, και κοίταξε γύρω της χωρίς να ξέρει τι ακριβώς ψάχνει. Τα ρούχα του πεταμένα άτσαλα πάνω στο κρεβάτι. Μηχανικά άνοιξε το συρτάρι του μεγάλου κομοδίνου, που πάνω του δέσποζε ένας Τζεντάι ξυπνητήρι. Οι κάλτσες του τακτοποιημένες στο ένα και στο άλλο τα εσώρουχα στοιβαγμένα το ένα πάνω στο άλλο. Η έρευνα δεν απέφερε καρπούς. Άνοιξε τον υπολογιστή του. Δεν ήταν κλειδωμένος με κωδικό. Αυτό ήταν καλό. Σήμαινε πως δεν είχε κάτι που ήθελε  να κρύψει. Κι όμως κάτι συνέβαινε. Το ένοιωθε έντονα.

 Στο σχόλασμα πήγε από το σχολείο του και ρώτησε τους καθηγητές για την απόδοσή του. Αυτό που έμαθε δεν της άρεσε καθόλου. Τελευταία το παιδί της έκανε παρέα με μια ομάδα παιδιών, που η φήμη τους ήταν η χειρότερη. Και επίσης δεν παρακολουθούσε τα μαθήματα με τόσο ζήλο.

Αποφάσισε να έχει μια ειλικρινή και γεμάτη αγάπη συζήτηση με τον γιο της, χωρίς να προσποιείται την ανέμελη, ούτε όμως τον αυστηρό κριτή του. Πάντα προσπαθούσε να είναι δίπλα στο παιδί της και να του διδάσκει την αμεσότητα και την ειλικρίνεια. Ο δρόμος της ειλικρίνειας ήταν πάντα η πρώτη της επιλογή, όταν αφορούσε το άτομο της και απαιτούσε και από τους άλλους το ίδιο.  

Το απόγευμα που γύρισε από τα αγγλικά, τον φώναξε στην κουζίνα. Έκλεισε την πόρτα και τον ρώτησε ευθέως αν τον απασχολεί κάτι. Η απάντηση ήταν ένα μασημένο τίποτα και δυο μάτια που απέφευγαν τα δικά της.   
Του είπε για την επίσκεψη της στους καθηγητές του και για όσα έμαθε. Και πόσο της έκανε εντύπωση η επιλογή της παρέας του, ενόσω ήξερε πως ο γιος της αντιπαθούσε τέτοια άτομα. Τότε ο μικρός  αποφάσισε να μιλήσει.  Της είπε για μια ομάδα παιδιών που δεν άφηναν κανένα μαθητή ήσυχο. Και μέχρι πρότινος και εκείνον. Τον ενοχλούσαν και τον χλεύαζαν. Οπότε κι αυτός σκέφτηκε πως για να μην είναι εχθρός τους, πρέπει να είναι φίλος τους. Τότε κανείς δεν θα τον πείραζε γιατί θα είχε την προστασία τους και θα ήταν ήσυχος.
Η μητέρα του δεν μιλούσε, τον άφησε   να τα βγάλει όλα από μέσα του.  Και έπειτα ο γιος της  ομολόγησε πως ναι μεν τον αποδέχτηκαν, αλλά έπρεπε να πληρώσει κάποιο αντίτιμο γι’ αυτήν την αποδοχή κι αυτό δεν του άρεσε. Όπως για παράδειγμα να αποδεχτεί τις παρενοχλήσεις σε άλλους συμμαθητές του. Και προχθές σε κάποιο μαγαζί, τον προέτρεπαν να κλέψει   κάποιο μικροαντικείμενο για να μην είναι  ξενέρωτος και δειλός.  Όλα αυτά τον ενοχλούσαν, αλλά φοβόταν.  Δεν ήξερε τι να κάνει.

 Η μητέρα του είπε,  πως ο φόβος δεν είναι η ορθή επιλογή στη ζωή. Αν υποχωρήσεις στο φόβο μια φορά, τότε αυτό θα κάνεις για πάντα.   Δεν είναι δυνατόν να νοιώσεις σεβασμό για κάτι που δεν εγκρίνεις, και θα πάψεις να σέβεσαι τον εαυτό σου αν οι επιλογές σου δεν είναι αυτές που ταιριάζουν στο χαρακτήρα σου, τα πρέπει σου και τα θέλω σου.
Νομίζω πως βιάστηκες να ενδώσεις σε άτομα ασήμαντα. Αν στη θέση σου ήταν ο κολλητός σου φίλος, ο αδελφός σου, ή κάποιος που αγαπάς πολύ και ζητούσε τη συμβουλή σου, τι θα του έλεγες; Ο μικρός την κοίταξε σοβαρά και της είπε πως θα του έλεγε να το παλέψει. Αλλά πώς;

Σε αυτές τις περιπτώσεις ζητάμε βοήθεια από μεγαλύτερα άτομα. Πρώτα από τους γονείς μας. Κι έπειτα μαζί τους, από τους καθηγητές μας. Ποτέ όμως μόνοι μας. Η ένωση κάνει τη δύναμη. Δεν νομίζεις πως πρέπει να μιλήσουμε στον πατέρα σου   και σίγουρα θα μπορέσουμε να σκεφτούμε έναν τρόπο ασφαλή να λύσουμε το πρόβλημα;   Ο φόβος βαραίνει τη ψυχή και θολώνει τη σκέψη.

Έτσι μίλησαν στον πατέρα και εκείνος αμέσως επικοινώνησε με τον κολλητό του φίλο και γείτονα που ήταν αστυνομικός.  Στη συνέχεια συναντήθηκαν με τους γονείς όλων των παιδιών που παρενοχλούνταν και ενημέρωσαν   το σχολείο που  επιλήφθηκε του θέματος. Ήρθε και κάποιος ψυχολόγος από ότι έμαθαν.  Κι έτσι  με τη στήριξη των γονιών, των καθηγητών και του νόμου, μπόρεσαν να φέρουν τη λύση στο πρόβλημα και να προστατέψουν τους πιο αδύναμους.


Έπειτα από λίγο καιρό ο γιος της άλλαξε την ταμπέλα έξω από την πόρτα του. Όταν η μητέρα τη διάβασε χαμογέλασε πλατιά.
 Η ταμπέλα έγραφε¨: ‘’ Ο φόβος δεν είναι η ορθή επιλογή!’’    


Αυτή ήταν η συμμετοχή μου στο family stories της Αριστέας