Κυριακή 2 Απριλίου 2017

Ακροβατώ!



Ακροβατώ!
Στο χείλος της Αβύσσου, στο όριο
της θλίψης και της μοναξιάς ακροβατώ!

Η ξεγνοιασιά ξεχάστηκε και ρίχτηκε στη λήθη
όταν το δάχτυλο χαφιέ την έστησε στον τοίχο
σ’ ένα μπουντρούμι ανήλιαγο με βρύα στο σοβά του.

Τότε ήταν που κιότεψα, που έσβησε η πνοή μου.
 Το δάκρυ αυλάκι χάραξε και μοιάζει με ρυτίδα
που έπειτα πήρε όνομα, Συνήθεια θαρρώ τη λένε!

Ο ουρανός σκοτείνιασε κι η μόνιμη μαυρίλα
εκύρτωσε τα χείλη μου ξέχασα πώς γελάνε
Ζωγράφισα χαμόγελο με χρώμα και πινέλο
σαν ένας κλόουν άνεργος που έμεινε στο ράφι
γιατί τ’ αστεία του ήταν   γνωστά και χιλιοειπωμένα.

Κι ήταν κουφάρια γύρω μου που μοιάζαν να κινούνταν
σαν κάποιος να’ χε τις κλωστές και να τους οδηγούσε.
Στη λήθη πήγαν κι εποχές με όνειρα αράδα
Μα ήταν πύργοι χάρτινοι, ή ήταν χτισμένοι απ’ άμμο
που κάποια πόδια άπονα τους γκρέμισαν τα τείχη
και μοιάζουν να’ ναι λείψανα σε πόλη φαντασμάτων.

Και σκέφτηκα πως δεν μπορεί
Κάτι θε να υπάρχει. Να αρπαχτώ σαν ναυαγός και εξαρχής
να ζήσω.
Και τότε, αφουγκράστηκα ν’ ακούσω τον παλμό μου.
 Άκουσα ήχο τόσο αχνό, σαν μικρουλάκι  χτύπο.
 Ένοιωσα ένα σκίρτημα, μια φούντωση μια φλόγα
που σαν φωτάκι φώτισε την σκουριασμένη μνήμη.

Πώς μπόρεσα και ξέχασα τη δύναμη της νιότης
τη θαλπωρή και ζεστασιά όσων αγαπημένων
το τρυφερό το άγγιγμα που η αγάπη το προσφέρει
της θάλασσας την μυρωδιά τη γεύση της αλμύρας
του ουρανού το γαλανό και την ορμή του αγέρα
Κάθε πουλιού κελάηδισμα την ευωδιά των ρόδων
Την πίστη του μικρού παιδιού, το γέλιο του, το χάδι.
Των άστρων το ξεπλάνεμα των κάμπων το χορτάρι
Το πέταγμα του αετού στ’ απάτητα τα όρη.

 Όλο αυτό είναι Ζωή και όσοι το μολύνουν
σκορπώντας πίκρες και καημούς έχοντας δόλιους στόχους
στα Τάρταρα να πέσουνε στον Άδη να χαθούνε.

                --------------@@@@@@@@@@@@----------------

Αυτή ήταν η συμμετοχή μου στο 15ο Συμπόσιο Ποίησης της Αριστέας.