Σελίδες

Κυριακή 1 Φεβρουαρίου 2015

Η ΖΩΗ ΜΟΥ ΣΕ ΕΝΑ ΑΛΜΠΟΥΜ!!

Δημοσιεύθηκε στο tovivlio.net 1/2/2015 θέμα εμπνευσμένο από την παρακάτω εικόνα:


 Το κουδούνι χτύπησε και πήγα αργά να ανοίξω. Ήξερα ποιος θα ήταν. Ο Βαγγέλης ερχόταν κάθε πρωί και πίναμε μαζί καφέ. Συνταξιούχοι βλέπεις και οι δύο. Ήταν το καθημερινό μου ραντεβού. Χρόνια φίλοι, συμμαθητές στο ίδιο σχολείο, Δημοτικό , Γυμνάσιο. Και έπειτα και οι δύο βγήκαμε στη βιοπάλη. Εκείνος άνοιξε ένα μπακάλικο, εγώ δούλεψα στο φούρνο του πατέρα μου.
Δε χαθήκαμε ποτέ. Παντρευτήκαμε, κάναμε παιδιά, εκείνος χώρισε και δεν ξαναπαντρέυτηκε, εγώ χήρεψα. Τα παιδιά μεγάλωσαν και έκαναν δικές τους οικογένειες. Τώρα μένει κι εκείνος μόνος, όπως μόνος μένω κι εγώ.
Έτσι το θέλαμε! Άλλο πράγμα βρε παιδί μου η ανεξαρτησία. Να είναι κάποιος αυτεξούσιος και να κάνει ότι θέλει!
Μπήκε μέσα και κάθισε με τον συνηθισμένο του κεφάτο τρόπο. Με την καλημέρα,.. μου λέει: ''Δεν μπορώ ρε Θανάση αν δεν πάρω τα χάπια μου το πρωί παρέα με σένα. Νομίζω ότι δεν επιδρούν στον οργανισμό μου''.
Γελάσαμε και οι δύο. Δεν απολαμβάναμε και πολλά πράγματα πλέον. Κανένα φαγάκι, ένα ποτηράκι κρασί που και που, ένα ταβλάκι και καλή παρέα.
Ακούμπησα στο τραπέζι τους καφέδες και λίγα κουλουράκια.
''Τι θάλεγες σήμερα βρε Βαγγέλη να μη παίξουμε το καθημερινό μας ταβλάκι;''
''Αν έχεις μια καλύτερη πρόταση, είμαι έτοιμος να την ακούσω''.
Ακούμπησα ένα κουτί πάνω στο τραπέζι. Τα μάτια του φίλου μου γέμισαν περιέργεια.
Άνοιξα το κουτί, λέγοντας: ''Καθάριζα ένα ντουλάπι και ανακάλυψα αυτό. Είναι γεμάτο φωτογραφίες''.
Το άδειασα στο τραπέζι και λες και γέμισε η ατμόσφαιρα εικόνες και φωνές και παρουσίες αλλοτινών εποχών και ξεχασμένων. Δεκάδες φωτογραφίες απλώνονταν μπροστά μας, κι εμείς αρχίσαμε να τις πιάνουμε μία-μία να τις κοιτάμε και να τις χωρίζουμε σε ντάνες.
Διάλεξα μία, που ήμουν με τη συγχωρεμένη τη γυναίκα μου στο γάμο μας. Υπήρχαν και κάποιες με τις κόρες μου μωρά. Βρήκα και μια που ήμουν στο στρατό. Καμάρωνα στητός. Ένα παληκαράκι με στολή, και το δίκωχο. Άλλο κεφάλαιο σημαντικό για εμάς τους άντρες. Ο στρατός!
''Θυμάσαι Βαγγέλη, πόσα καψόνια μας έκαναν σε μας τους καινούργιους; Αμούστακα παιδιά ακόμα, και βάζαμε τη στολή για τρία χρόνια. Υπηρετούσαμε σε απομακρυσμένες περιοχές της πατρίδας και σπάνια μπορούσαμε να επισκεφθούμε το σπίτι μας στις άδειες. Τώρα εννέα μήνες και πάλι βουνό τους φαίνεται!''
''Και κάνουν και τα πάντα για να υπηρετήσουν δίπλα στο σπίτι τους!'' ..λέει γελώντας ο Βαγγέλης.
Κούνησα το κεφάλι και αναστέναξα. Και για λίγο χαθήκαμε στις μέρες εκείνες που η μόνη μας χαρά, ήταν τα χύμα τσιγάρα που μας έστελνε κάποιος δικός μας, και στις μελιτζάνες μπλουμ, που από τη πείνα, μας φαίνονταν αμβροσία.
''Να κοίτα....εδώ είμαστε σε ένα ταβερνάκι που γνώρισα τη συγχωρεμένη τη γυναίκα μου. Να!.. τη βλέπεις αυτή τη ξανθιά που κάθεται απέναντι μου; Αυτή με ήθελε και το έδειχνε ξεκάθαρα, αλλά εμένα μου άρεσε καλύτερα η Όλγα, που είχε χαμηλωμένα τα μάτια και σκεφτόμουν πόσο γλυκειά ήταν αυτή ακριβώς η ντροπαλοσύνη της. Μετά έμαθα ότι τα μάτια τα είχε χαμηλωμένα για να μη δείξει τα νεύρα που την είχαν πιάσει με τη ξανθιά που μου έκανε τα γλυκά μάτια τόσο ξεδιάντροπα''..και έσκασα στα γέλια.
''Κοίτα κατακτήσεις ο Θανάσης!!.. Σκοτώνονταν οι γυναίκες για πάρτη σου, δηλαδή!!''
Γελάσαμε ακόμα πιο πολύ με αυτά του τα λόγια.
Γρήγορα είχαμε φτιάξει ένα άλμπουμ με φωτογραφίες των γονιών μου και δικές μου, από την νεανική μου ηλικία. Φτιάξαμε και ένα δεύτερο, γεμάτο με φωτογραφίες από στιγμιότυπα της έγγαμης ζωής μου.
Στο τρίτο βάλαμε φωτογραφίες της νεότερης γενιάς. Παιδιά και εγγόνια.
Πέρασε γρήγορα η ώρα και ο Βαγγέλης σηκώθηκε να φύγει. Παρότι του είπα να καθήσει να φάμε μαζί, εκείνος αρνήθηκε. Θα τα λέγαμε το επόμενο πρωί, συμφωνήσαμε. Καφεδάκι πάλι, και τα πρωινά χαπάκια, ανάμεσα στις κλασσικές μας ζαριές.
Μεσημέριασε πια, και αισθάνθηκα λίγο πεινασμένος. Έβαλα να ζεστάνω το φαγητό που είχα φτιάξει από χθες. Κοτοπουλάκι και σουπίτσα...ιδανικό μενού για τα άτομα της τρίτης ηλικίας, σκέφτηκα με μια κοροιδευτική διάθεση.
Ωστόσο ένοιωθα μια μελαγχολία μέσα μου, και δεν έφαγα τελικά. Όλες αυτές οι εικόνες, από τα περασμένα χρόνια που είχα ζήσει, τόνισαν το κενό μέσα μου, που τον τελευταίο χρόνο το έσπρωχνα στην άκρη του μυαλού, επιμένοντας να το αγνοώ σκόπιμα. Και κοίτα τώρα που μερικές φωτογραφίες ήρθαν να το κάνουν να υψώσει το ανάστημά του.
Πήρα πάλι στα χέρια μου το άλμπουμ με τις εικόνες της οικογενειακής μου ζωής. Αυτό με συγκίνησε περισσότερο. Εγώ και η γυναίκα μου σε στιγμές χαράς και τρυφερότητας. Φωτογραφίες που έδειχναν τα βλαστάρια μου σε όλες τις φάσεις της ζωής τους. Μία που ήταν ντυμένες μασκαράδες. Νεράιδα η μία,... πριγκίπισσα η άλλη. Και κάποια άλλη, που κρατούσαν μια σάκα μεγαλύτερη από το μπόι τους. Και φορούσαν τη μπλε ποδιά, με το άσπρο γιακαδάκι, και τα ματάκια τους όλο απορία κοιτούσαν το φακό, κι αναρωτιόντουσαν για τον κόσμο που με δειλά βήματα άρχιζαν να γνωρίζουν.
Όλη μου τη ζωή αυτή η γυναίκα και αυτά τα παιδιά ήταν ο σκοπός και η έγνοια μου. Με όλα τα σκαμπανεβάσματα και τις χαρές που έχει ο γάμος και η οικογένεια. Και τώρα η γυναίκα μου βιάστηκε να φύγει, κι εγώ έμεινα μόνος. Τα παιδιά μεγάλωσαν και έκαναν δική τους οικογένεια. Έκαναν δικά τους παιδιά και παλεύουν τη ζωή. Ανεξαρτησία...σκέφτηκα! Ποιον κοροιδεύω;.. Θάθελα να γύριζε ο χρόνος πίσω. Αν μπορούσα να γυρίσω τη κλεψύδρα και να βάλω τους κόκκους της άμμου πίσω, αναρωτιέμαι αν θα έκανα κάτι διαφορετικό. Σκέφτομαι όμως ότι όχι! Δεν θα άλλαζα καμία στιγμή από αυτές που έζησα. Καλές και άσχημες. Όλες ήταν πολύτιμες. Μόνο που τα παιδιά μου μου λείπουν. Πόσο θα ήθελα να τα δω.
Όλη την ώρα το χέρι μου, χάιδευε μηχανικά τα άλμπουμ. Με τρυφερότητα κιόλας, θα μπορούσες να πεις, άγγιζα τις φωτογραφίες. Ήταν η ζωή μου εκεί μέσα! Τα γέλια μου, τα κλάματά μου, οι αγωνίες μου, οι αγώνες μου. Ήταν οι άνθρωποι μου, κομμάτια της ψυχής μου που τα έζησα, και τώρα μένουν οι μνήμες τους ζωντανές στην καρδιά και στο μυαλό μου.
Ξαφνικά άκουσα αυτοκίνητο να σταματά, και φασαρία και χαρούμενες φωνές και βήματα στο κεφαλόσκαλο. Έτρεξα στη πόρτα και την άνοιξα. Είδα τις κόρες μου να έρχονται γελαστές και φορτωμένες πράγματα, φωνάζοντας από μακριά.
''Γεια σου μπαμπά μου! Μας έλειψες και ήρθαμε να σε δούμε''. Πήραν τα λόγια που ήμουν έτοιμος να τους πω, από το στόμα μου.
Το χαμόγελο μου νόμιζα ότι θα μου άφηνε μόνιμο σημάδι. Άνοιξα την αγκαλιά μου για τα εγγόνια μου κι έπειτα για τις κόρες μου.
Και τότε είπα μέσα μου έντονα. Όχι κλάψες γέρο μου, ο σκοπός του ανθρώπου είναι τα παιδιά του. Η επόμενη γενιά, η συνέχεια του. Σε όλη σου τη ζωή δούλεψες, αγωνίστηκες, κουράστηκες, και τώρα μπορείς να ξαποστάσεις και να απολαύσεις τη ζεστασιά των αγαπημένων σου.

Αγκάλιασα με χαρά τους σκοπούς της ζωής μου, και έκλεισα μαλακά πίσω μας την πόρτα.