Ήταν ακόμα μια βροχερή μέρα. Την τελευταία εβδομάδα έβρεχε
συνεχώς και τα πάντα ήταν νοτισμένα, και ποτισμένα υγρασία. Νόμιζες ότι δεν
υπήρχε στεγνό μέρος πουθενά. Έτσι τουλάχιστον φαινόταν στο κορμί που καθόταν
στην είσοδο μιας πολυκατοικίας. Ένα
ανθρώπινο κουφάρι, που ζητούσε προστασία από τους ουρανούς, που είχαν ανοίξει
και πότιζαν ανελέητα τη γη. Τα κουρελιασμένα ρούχα του ήταν υγρά. Σε λίγο
άνοιξε η πόρτα και κάποιος ένοικος βγήκε κρατώντας την ομπρέλα του στο χέρι.
Είδε τον κουρελιασμένο άνδρα και άρχισε να τον επιπλήττει, γιατί καθόταν στην
είσοδο. Απαγορευόταν στους ζητιάνους …του είπε!
Χωρίς να πει τίποτα, ο κουρελιασμένος άνδρας σηκώθηκε να
φύγει με σκυμμένο κεφάλι, παίρνοντας
μαζί του και την ένοχη συγκατάβασή του. Συγκριτικά
μειονεκτούσε έναντι του καλοντυμένου
ενοίκου. Εκείνος είχε ένα σπίτι, είχε ρούχα, είχε φαγητό και τελικά είχε και
ομπρέλα. Περπατώντας , ξεκίνησε να βρει
αλλού καταφύγιο. Δεν του ήταν άγνωστη η σκληρότητα των ανθρώπων. Την είχε
νιώσει στο πετσί του χιλιάδες φορές. Σιγά-σιγά είχε συνηθίσει να τον κοιτούν με
αδιαφορία, καμιά φορά με φόβο, ή να μη
τον κοιτούν καθόλου. Είχε συνηθίσει να περνούν δίπλα του θεωρώντας τον,
ένα ακόμα πλακάκι του πεζοδρομίου.
Έφτασε στη πλατεία και κατευθύνθηκε στο σταθμό του τρένου.
Υπήρχε πολύς κόσμος και κατόρθωσε και πέρασε στη πλατφόρμα χωρίς να τον
προσέξουν. Έκατσε σε μια γωνιά και περίμενε. Σε λίγο έφτασε ένα τρένο και ο
κόσμος συγκεντρώθηκε μπροστά στις πόρτες των βαγονιών. Ήταν ευκαιρία.
Κατευθύνθηκε στο τέρμα της πλατφόρμας και κάθισε σε μια σκοτεινή γωνιά. Αν ήταν
μετρό, δεν θα μπορούσε να μπει εύκολα, ..σκέφτηκε.
Καθισμένος στη γωνιά του, έσφιξε το βρώμικο πανωφόρι του
ακαθορίστου ηλικίας, μήπως και μπορέσει να ζεσταθεί. Το πανωφόρι του….. στα
νιάτα του ήταν όμορφο. Τώρα… ήταν απλά χρήσιμο και μοναδικό του απόκτημα.
Ψέματα… Είχε κι άλλα υπάρχοντα! Ένα ζευγάρι παπούτσια τρύπια και κάλτσες, που
σύντομα θα έκανε τη κηδεία τους. Μια μπλούζα παλιά και ένα παντελόνι που του
έπεφτε λίγο άτσαλα στο αδυνατισμένο κορμί του.
Πάντως σήμερα είχε να φάει! Είχε στις τσέπες του μια
ολόκληρη φραντζόλα ψωμί. Του την έδωσε αυτή η κοπέλα στο φούρνο. Ήταν χθεσινή
βέβαια, αλλά τι πειράζει; Σάμπως είχε περιθώρια για πολυτέλειες; Στην κατάστασή
του, αυτή η χθεσινή φραντζόλα ήταν πολύτιμος θησαυρός. Ένας θησαυρός που στα
σκουπίδια που έψαχνε συχνά, δεν μπορούσε να βρει. Τώρα πια είχε γίνει και πιο
αργός και τον προλάβαιναν άλλοι! Σπάνια έβρισκε κάτι για να το πουλήσει να
πάρει ψωμί.
Κοιτούσε τον κόσμο, με παραιτημένο βλέμμα, ένα στάσιμο
σημείο, στη ζωή που έτρεχε διαρκώς χωρίς
να περιμένει τους αργοπορημένους , μασουλώντας λίγο ψωμί. Ένα
μόνο ευχόταν. Να μην τον έπαιρνε κάποιος είδηση, και τον έδιωχναν κι από εκεί.
Δεν ήταν η πρώτη φορά που ερχόταν στο σταθμό. Του άρεσαν τα
τρένα. Με τον ρυθμό που περνούσαν και με την γρήγορη επιβίβαση και αποβίβαση
του κόσμου, όλοι φαίνονταν να έχουν
κάποιο σκοπό. Κάτι να κάνουν, ή κάτι να προλάβουν. Τελείωσε το κομμάτι το ψωμί, και έμεινε να
χαζεύει τριγύρω. Το μυαλό του γύρισε πίσω ξανά, για να του θυμίσει και να τον
βασανίσει πάλι.
Κάποτε ήταν κι αυτός ένας από τον κόσμο που έτρεχε να μπει
στο τρένο. Είχε σπίτι κι αυτός και δουλειά. Είχε χάσει τη γυναίκα του αλλά είχε
παιδιά που είχαν κάνει δικές τους οικογένειες. Τους είχε πάρει τα σπίτια τους
και τους είχε βοηθήσει να αποκτήσουν όσα χρειάζονταν στο ξεκίνημα της ζωής
τους. Μέχρι και μετρητά τους έδωσε. Τα παιδιά του! Ο γιος του και η κόρη του!
Πόσο λίγο τα ήξερε τελικά!
Όλα κυλούσαν κανονικά, μέχρι που άρχισαν να μην πηγαίνουν
καλά οι δουλειές στο μαγαζί του. Άρχισαν τα χρέη να μαζεύονται και σε μια
προσπάθεια να μην αυξηθούν οι οφειλές, πήρε την απόφαση το μαγαζάκι του να το
κλείσει. Τότε ήταν που τα παιδιά του, του έριξαν την ιδέα να τους γράψει το
εξοχικό που είχε και ένα ακόμη οικόπεδο για
να μη του τα φάνε τα χρέη και οι φόροι. Και το έκανε! Μη μπορώντας όμως να
αποπληρώσει τις οφειλές του, αποφάσισε σαν ύστατη κίνηση, να πουλήσει το σπίτι που έμενε. Μόλις το ανακοίνωσε στα παιδιά του, εκείνα του
είπαν….
-Κρίμα είναι, αλλά προκειμένου να μην υπάρχουν χρέη που
μπορεί να βαρύνουν κι εμάς, καλύτερα να
το κάνεις..
-Μα το σκέφτομαι… Το σπίτι μου;… Και πού θα μείνω;
-Σώπα βρε πατέρα… μα σε εμάς . Εδώ είμαστε εμείς.. Πότε
σε μένα και πότε στη κόρη σου!...
Και το έκανε! Γλύτωσε από τα χρέη και μετακόμισε στο σπίτι
του γιου του! Τον έβαλαν να κοιμηθεί στο σαλόνι, γιατί τα κορίτσια ήθελαν δικό
τους δωμάτιο, και το ζευγάρι τη κρεβατοκάμαρά τους φυσικά! Και προσπάθησε να
βρει μια δουλειά. Αλλά στην ηλικία του, δεν φαινόταν να τον χρειάζεται κανείς.
Σε ένα μήνα, ο γιος του άρχισε να λέει ότι έπρεπε να πάει
και στην κόρη του λίγο. Και σαν ένα έπιπλο που αλλάζει κάτοχο και σπίτι,
βρέθηκε να κοιμάται στον καναπέ του σαλονιού της κόρης του. Εκείνη είχε ένα γιο
που μελετούσε το παιδί και έφερνε και
κανένα φίλο που και που, να διαβάσουν ή να ακούσουν μουσική και ήθελαν το χώρο
τους.
Στο μήνα πάνω, ο γαμπρός του άρχισε να λέει ορθά κοφτά, πόσο
φοβερό είναι να έχει κάποιος παραπάνω στόματα να θρέψει. Σταδιακά το έπιπλο που λέγαμε, έγινε βαλίτσα, και μάλιστα μια
βαλίτσα, που κανείς δεν ήθελε να έχει στην ιδιοκτησία του.
Το κλίμα και στα δύο σπίτια ήταν άσχημο και η ατμόσφαιρα
φορτισμένη. Οπότε κάποια στιγμή άρχισαν να πέφτουν οι ιδέες, να επισκεφτεί και
τα δικά του αδέλφια ο άμοιρος πατέρας και να μείνει και λίγο μαζί τους.
Όμως σε μια επαφή που είχε με τον αδελφό του ο δυστυχής, δεν
είδε καμία προθυμία να τον μπάσει στο σπίτι του. Με την αδελφή του ούτε που
σκέφτηκε να μιλήσει. Με τον γαμπρό του δεν τα πήγαινε ποτέ καλά. Φανερά απογοητευμένος αποφάσισε να φύγει. Πήρε
τα λίγα του πράγματα, την πληγωμένη του περηφάνια, την κουρελιασμένη του
αξιοπρέπεια και την απέραντη πίκρα του, τα έβαλε σε μια βαλιτσούλα και έφυγε.
Γρήγορα ο άλλοτε νοικοκύρης, που ό, τι έφτιαξε το έδωσε στα
παιδιά του, έγινε ένας ξεχασμένος γέρος ανάμεσα σε χιλιάδες άλλους, χτυπημένους
από τη ζωή και περιφρονημένους από τους ανθρώπους, και που ο καθένας από αυτούς
είχε και μια πονεμένη ή άθλια ιστορία να πει αν τον ρωτούσαν ή αν τη θυμόταν.
Χαιρόταν που η αγαπημένη του γυναίκα
έφυγε νωρίς, και δεν ζούσε για να δει
αυτό τον ξεπεσμό. Μπορεί να φταίει που η μάνα έφυγε γρήγορα, μπορεί να φταίει
που αυτός δούλευε πολύ ή που δεν είπε όχι ποτέ στα παιδιά του! Ποιος να ξέρει
σε ποιο σημείο χάθηκε η σχέση γονιού-παιδί;
Δεν τον πονούσε τόσο που έχασε την περιουσία του! Τον
πονούσε απέραντα, που για τα παιδιά του και τα εγγόνια του, μόνο η περιουσία
και τα ακίνητα είχαν αξία. Έφυγε, και δεν τον αναζήτησαν πουθενά! Δεν έβαλαν καν να τον ψάξουν! Γρήγορα η πίκρα
του έγινε ένας ωκεανός αδιαφορίας για τη ζωή, που τον κυρίευσε ολόκληρο. Την
πρώτη μέρα, του έκλεψαν τη βαλίτσα του. Έμεινε μόνο με αυτά
που φορούσε αυτή τη στιγμή. Και τη δεύτερη σε ένα
πάρκο, του πήραν το ρολόι του και τη βέρα του. Μα το σημαντικότερο αυτών,
ήταν πως πριν από αυτά, του έκλεψαν την
ελπίδα, τα όνειρα, το δικαίωμα για ήρεμα γεράματα και τη ψευδαίσθηση πως η
αγάπη που χάριζε τόσα χρόνια είχε ανταπόκριση.
Άρχισε να πηγαίνει
στα συσσίτια, πότε του Δήμου της πόλης και πότε στης εκκλησίας και τα κουτσοκατάφερνε κάπως. Κι όταν πλησίαζαν
γιορτές, ….τότε που οι πιο πολλοί θυμόντουσαν τον ρόλο του καλού Σαμαρείτη,
τότε ήταν ωραίες μέρες!
Και τώρα πλησίαζαν Χριστούγεννα, και ίσως να έτρωγε
κάπου λίγη σούπα, ή λίγο κοτόπουλο!
Ποιος ξέρει; Μόνο στον ύπνο ήταν στενάχωρα. Ο συνωστισμός
μεγάλος! Αλλά τι να κάνει; Κι αυτό το μπάνιο, σιγά – σιγά το ξέχασε! Είχαν τόσο
λίγα πράγματα νόημα τελικά στη ζωή!
Κρύωνε πολύ… και τα βρεγμένα του κουρέλια έκαναν το κρύο πιο
έντονο.. Ωστόσο σε αυτό τον σταθμό του τρένου, που μηχανές και άνθρωποι
έτρεχαν, μπορούσε να έχει μια στιγμή ησυχίας, για να κλείσει λίγο τα κουρασμένα του μάτια.
Κι ονειρεύτηκε! Ονειρεύτηκε ένα ζεστό σπιτικό με λαμπρή Χριστουγεννιάτικη
φορεσιά, τη ζεστή αγκαλιά της αγαπημένης του γυναίκας, δύο μικρές παιδικές φωνούλες ενθουσιασμένες από τα δώρα που τους έφερε ο
Άγιος Βασίλης. Και ένα τραπέζι με πεντανόστιμα φαγητά, πολλή αγάπη και πολλά
όνειρα που περίμεναν να αποκτήσουν μορφή, με τη δουλειά τους και την επιμονή τους.
Το κουδούνι της πόρτας χτύπησε, και όταν άνοιξε, ήταν ένας γέρος. Άγνωστος μα περίεργα οικείος. Τον πήρε από το
χέρι και του είπε…
-Πάμε….
Γύρισε και κοίταξε την οικογένεια του, και το σπίτι του. Κάπου
του φάνηκε ότι άκουσε τον ήχο ενός
τρένου που περνούσε, και έκανε να γυρίσει προς τον ήχο. Μα το χέρι του που
κρατούσε ο γέρος τον γέμισε ανακούφιση και ηρεμία. Τον γέμισε εμπιστοσύνη και τον ακολούθησε χωρίς ερωτήσεις. Εξάλλου ό,τι
ήταν να του απαντηθεί στη ζωή, του είχε απαντηθεί πια. Απορίες άλλες δεν είχε!
Ούτε κάτι άλλο να επιθυμεί να γνωρίσει.
Ακολούθησε το γέρο με το γαλήνιο χαμόγελο, χωρίς δεύτερη σκέψη, χωρίς
τύψη, χωρίς πόνο ή αγωνία! Το μόνο που έμεινε πίσω του, ήταν ένα κουλουριασμένο
ανθρώπινο κουρέλι της ζωής και των ανθρώπων που κοιμόταν τον τελευταίο του
ύπνο, στην πλατφόρμα ενός σταθμού
τρένων.
Δημοσιεύθηκε στο tovivlio.net μια ιστορία εμπνευσμένη από την εικόνα που συνοδεύει το κείμενο και γραμμένη για το ''μια εικόνα χίλιες λέξεις''.