Σαν γκρίζα
μέρα που οι στάλες της βροχής
είναι υγρό προπέτασμα στην κουρασμένη μου
ματιά,
κι η μαύρη
καταχνιά παραφυλά
σαν τον
εχθρό στις παιδικές αράδες του παραμυθιού,
σαν μια
κουρελιασμένη μαριονέτα
που
παροπλίστηκε απ’ τη πολλή τη χρήση πια,
κοιτάζω τη
παλέτα της ζωής.
Άχρωμη και
άτονη
και στις
γωνιές της φαγωμένη από βιώματα που μόνο πόνο προκαλούν
κείτεται σε μια γωνιά, η δόλια η ψυχή μου.
Απόκαμα απ’
το γκρίζο χρώμα πια.
Και τότε σαν
μια αχνή αχτίδα που χαροπαλεύει,
έρχεται από
κάπου μακριά,
θαμμένο και χαμένο στη θυρίδα του ανήλεου
χρόνου,
μια θύμηση.
Σαν νότες τραγουδιού, διστακτικές και σιγανές,
με της επίμονης προσπάθειας να ζωντανέψουν
καρτερούν,
το γκρίζο το μουντό να σπάσουν,
να το σκορπίσουν μέσα σε ουράνιου τόξου
λαμπερές πτυχές.
Δυο παιδικά χεράκια και μια αγκαλιά, χαμόγελο στα χείλη μου
γεννούν κι αμέσως άσπρο χρώμα φωτεινό σαν τα λευκά τα περιστέρια, καλύπτουν της
θλίψης τη θωριά.
Κι έπειτα, θύμηση
χαμόγελου, αγάπης και έρωτα έκφραση,
γεμίζουν με
κόκκινες γραμμές και ροζ όπου με το άσπρο μου σιμώνουν.
Της θάλασσας
το λίκνισμα μου έρχεται στο νου,
μια όμορφη ημέρα ενός καλοκαιριού,
και το
καθάριο μπλε μαζί με το γαλάζιο του ουρανού,
γεμίζουν με
ζαφείρια άχρωμες γωνιές.
Μια φρέσκια
αύρα σαρώνει τη ψυχή
και αμέσως κάποιος σπόρος που η νάρκη τον
κρατούσε κοιμισμένο
βλασταίνει και ανθίζει.
Με χρώμα
πράσινο βαθύ
και με το γόνιμο καφέ της γης γεμίζει τώρα το
κενό.
Κι όλα μαζί
φωτίζονται και λάμπουν
από αχτίδες κίτρινες σαν ήλιος ζωογόνος.
Ξάφνου
γεννιούνται πινελιές λιλά, πορτοκαλί
σαν τα
λουλούδια του αγρού, άδολα, ανεπιτήδευτα μα απόδειξη ύπαρξης ζωής .
Γρήγορα,
αποφασιστικά, ξεθάβω κάθε σπιθαμή χαράς,
κάθε
ανάμνηση γλυκιά
με θαλπωρής
και με αγάπης φορεσιά να ντύσω
ό,τι απόμεινε από το παλιό, θλιμμένο γκρίζο.
Αυτή ήταν η συμμετοχή στο ''13ο Συμπόσιο Ποίησης '' της Αριστέας μας που για μια ακόμα φορά διοργάνωσε με επιτυχία και μας έδωσε την ευκαιρία να απολαύσουμε υπέροχες εμπνεύσεις φίλων.