ΑΝΑΓΚΑΣΤΙΚΗ ΠΡΟΣΓΕΙΩΣΗ
Τα βήματα σου ξεμακραίνουν, το τρίξιμο της πόρτας τα
καλύπτει.
Σαν μουσική υπόκρουση σε θρίλερ,
Σαν μια κραυγή αγωνίας στο σκοτάδι.
Μια εισπνοή, μια εκπνοή, και άδειασε ο χώρος.
Κι εσύ εξαφανίστηκες, σε μια ριπή ανέμου.
Εξαϋλώθηκες ευθύς σαν νάχες να κοντράρεις
τη γρηγοράδα του φωτός, να πάρεις τα πρωτεία.
Κι εγώ, στην άδεια κάμαρα έμεινα μοναχή μου,
παρέα με τον αντίλαλο λέξεων ειπωμένων,
και το απαλό τρεμούλιασμα εικόνων πριν χαθούνε.
Έφυγες !
Έσβησαν όλες οι χαρές,
τα χρώματα σβηστήκαν.
Τα γέλια όλα ξεθώριασαν, γίναν πόνου γκριμάτσες.
Όλα με εγκατέλειψαν , συντρόφια στο φευγιό σου.
Κι έμεινε η αγάπη να
θρηνεί χαμένα μεγαλεία.
Τα ματωμένα χνάρια της, δήλωναν πως υπήρξες.
Στο μπαμπακένιο σύννεφο σε τράβηξα και είπα.
Εδώ είν’ η απαλή μας η
φωλιά, μακριά από τις κακίες,
Του κόσμου τις μικρότητες, το ψέμα, την ασχήμια.
Στου ουράνιου τόξου τα ριζά, σ’ ανταύγειες χρωμάτων,
Εμείς θα χρυσαλίζουμε, θα πίνουμε το νέκταρ.
Σου δόθηκα.
Να γδύνω άρχισα δειλά, σε σένα τη ψυχή μου,
μένοντας εντελώς γυμνή σπονδή στον έρωτα σου.
Και γίναμε ένα νόμισα.
Πώς λάθεψε η καρδιά μου;
Μα τίποτα δεν είν’ πιο ύπουλο, όσο η μηχανορράφα πλάνη.
Πολύτιμο σε ένοιωθα, κομμάτι της καρδιάς μου,
Μα γοητεία έπαψες να νοιώθεις πια για μένα.
Κι εγώ δεν το κατάλαβα, πως έγινες σαν ξένος,
που έστρεψε το βλέμμα του σε άλλους πόθους λάγνους.
Έπειτα με αρνήθηκες, βγήκες απ’ την ζωή μου.
Το σύννεφο διαλύθηκε,
η θλίψη με ρουφάει.
Έπεσα τότε στο κενό σαν όρνεο που ορμάει,
λες αίφνης αποφάσισα τα αιθέρια να κερδίσω.
Στο έδαφος κατέληξα, μια άμορφη κουκκίδα.
Ένας κακάσχημος λεκές σ’ αρμονικό τοπίο.
Κι ύστερα βούλιαξα ξανά, με σκέπασαν πελάγη.
Και όταν άγγιξα βυθό, μου σώθηκε ο αέρας.
Χίλια κομμάτια έγινα, ένα με τα κοράλλια.
Με το μυαλό μου αδειανό ψάχνω ν’ αρπάξω κάτι, να στηριχτώ
για να μπορώ, απλά να επιζήσω.
Πού έσφαλλα; Τι έκανα και έχασα τα πάντα;
Τα σύννεφα διαλύθηκαν, κι η άδολη ψυχή μου γεμάτη αγάπη που
πονά
δαρμένη, ματωμένη,
σέρνεται ένα με τη γη σκεπάζεται με λάσπη.
Κι ο ήλιος ήρθε κι έπεσε απάνω στο κορμί μου.
Τη λάσπη εστέγνωσε ευθύς, την έκανε κομμάτια. Κι έπειτα ήρθε
ο άνεμος με γέμισε αέρα, φούσκωσε τα πνευμόνια μου,
με επέστρεψε στον
κόσμο.
Σηκώθηκα, και σκούπισα τα δάκρια που τρέχαν.
Έφερα γύρω τη ματιά, κοίταξα στον καθρέφτη.
Το είδωλο που
αντίκρισα δεν θύμιζε εμένα.
Θύμιζε κάποια πιο σοφή. Κάποια πιο πικραμένη.
Μα πιο αποφασιστική, σαν σήκωσε το βλέμμα!
Το είδωλο χαιρέτησε το σύννεφο για πάντα.
Το άφησε ελεύθερο να
πάρει το στρατί του.
Κι εκείνο θα έμενε στη
γη. Ανάμεσα σ’ ανθρώπους.
Κάποιοι ίσως να το
νοιάζονταν, κάποιοι θα αδιαφορούσαν.
Κι ίσως μια μέρα να βρεθεί το άλλο το μισό του.
Ο ΕΑΥΤΟΣ ΜΟΥ
Στον καθρέφτη την εικόνα μου κοιτάζω
Με την
σκέψη, το παρόν μου ανιχνεύω
Μα εκείνη με
επιμονή μεγάλη,
συνεχώς στο
παρελθόν μου με γυρίζει.
Ολοζώντανη
εικόνα ξεπροβάλλει
σαν παιδούλα
τη μορφή μου αντικρίζω.
Συμβουλές
από παντού αποθηκεύω
ως εφόδια
για της ζήσης τον αγώνα.
‘’Πάντα
πρέπει να φοβάσαι όσους θέλουν να σε
βλάψουν
Μα ένας
θάναι ο μεγάλος επικίνδυνος εχθρός σου’’
Αυτό συνεχώς
μου λένε χωρίς να διευκρινίζουν
Κι εγώ να
αναρωτιέμαι.
‘’Πώς
γνωρίζεις τον εχθρό σου πριν ακόμα να σε βλάψει;
Μήπως θάχει
ένα σημάδι, ή συγκεκριμένο τρόπο;’’
Έγινα αρεστή
σε όλους. Ήρεμη, καλή, πειθήνια.
και σαν
ένοιωσα αγάπη, γύμνωσα και το κορμί μου.
Μα η ψυχή
μου φοβισμένη , που ποτέ δεν ανοιγόταν.
για τον
πιθανό εχθρό της έμενε ταμπουρωμένη.
Σαν νερό τα
χρόνια φεύγαν, και δεσμώτης το καθήκον
τη ζωή μου
κυριαρχούσε.
Για όνειρα,
ελπίδες, θέλω, στον εαυτό μου δεν μιλούσα.
Δεν το
τόλμησα ποτέ μου κάτι που επιθυμούσα, να παλέψω
Να κερδίσω ή
να το διεκδικήσω.
Μα όλοι όμως
μ’ αγαπούσαν, ήμουν το συμπλήρωμα τους,
ο ουραγός
τους, ο οπαδός τους και συχνά ένα αποκούμπι
για κάθε
ξεσπάθωμα τους.
Μπροστά τώρα
στον καθρέφτη, και με την ψυχή πνιγμένη
Ένα φως με
κατακλύζει και διαύγεια μου χαρίζει.
Το είδωλο
μου έτσι θωρώντας, βρήκα πλέον τον εχθρό
μου
Και άλλος
κανείς δεν είναι παρά μόνο ο εαυτός μου.
Αυτές ήταν οι συμμετοχές μου στο 18ο Συμπόσιο Ποίησης του blog ''η ζωή είναι ωραία'' και ευχαριστώ πάρα πολύ για την υπέροχη φιλοξενία την οικοδέσποινα του Αριστέα!