Η Συνοικία των Θεών
Πώς λάμπουνε στον ήλιο τα κιονόκρανα
και πώς ασπάζονται οι κίονες τα
ουράνια
και από κάτω πώς γυαλίζουν τα
πλακόστρωτα
και τα σοκάκια γεμάτα αρχαία
περηφάνια;
Παλιά αρχοντικά με αετώματα
και παραθύρια στολισμένα με γεράνια.
Κι ενώ μετρώ τα σκαλοπάτια
κατεβαίνοντας
μία λατέρνα με γεμίζει με ζωντάνια.
Οι νότες γύρω μου συνωμοτούν κι
αρχίζουνε,
ν’ ανοίγουν πύλες που οδηγούν στο
παρελθόν,
το σκηνικό τριγύρω να ξεφτίζουνε,
κι από τα μάτια μου να σβήνουν το
παρόν.
Τα γνώριμα τα μονοπάτια καλοδέχεται,
ο διψασμένος νους μου με απληστία
κι αρχίζει να καλύπτει με τ’ αχνάρια
του
παλαιότερα ίχνη, στων Θεών τη Συνοικία.
Γεμίζει ο τόπος μακριά φορέματα,
ομπρέλες και καπέλα με φτερά,
κι αμέσως ο αγέρας μοσχοβόλησε
από τα ανθισμένα γιασεμιά.
Περίτεχνες και γραφικές αυλόπορτες
σκιάζονται από τις βουκαμβίλιες,
και τα κλαδιά τους όπως πλέκονται
φτάνουν ως τις κλεισμένες γρίλιες.
Ξοπίσω τους οι κόρες κρύβονται
τα βράδια, να ακούσουν τις καντάδες,
που τραγουδούν με πάθος για έρωτες,
κρυφά από τους αφεντάδες.
Και το πρωί οι ψυχοκόρες που
βολτάρουνε
τις στάμνες με νερό για να γεμίσουν,
τα ραβασάκια δίνουν των κυράδων τους
σε νέους, που ποθούν να κατακτήσουν.
Κουτσομπολιό και κόντρες πνεύματος
γύρω από ξύλινα τραπέζια,
ενώ στου Φιλοπάππου γίνονται
κρυφά σμιξίματα, με μάρτυρες τα αστέρια.
Και από απέναντι φωτίζει η Ακρόπολη
και η άπλετη αρχοντιά του Παρθενώνα,
φτιάχνοντας έτσι ο Θεός ο Έρωτας,
σπάνιο κρασί υπέροχου αμπελώνα.
Κι ενώ μετρώ τα σκαλοπάτια
κατεβαίνοντας,
έπαψε της λατέρνας ο ωραίος ήχος.
Χάθηκαν οι ευωδιές και τα αρώματα,
με έζωσε το ανώνυμο το πλήθος.
Άφησα τη μαγεία αυτή ξοπίσω μου
και έναν μικρό αναστεναγμό μου,
για να γενώ πάλι ένας κρίκος της
στην αλυσίδα αυτού του κόσμου.
Αυτή ήταν η συμμετοχή μου στο 19ο Συμπόσιο ποίησης που οργάνωσε και φιλοξένησε η Αριστέα του ''Η ζωή είναι ωραία''.