Μια καρδερίνα πέταξε και κάθισε στο κλαδί του ψηλού δέντρου,
και τιτιβίζοντας άρχισε να πηδάει από κλαδί σε κλαδί δίνοντας ζωντάνια στο
φύλλωμα του.
Η Φαίη καθόταν ακίνητη στο παγκάκι του κήπου, κρατώντας λες
ακόμα και την ανάσα της για να μη το τρομάξει. Ήταν από τις λίγες τυχαίες
απολαύσεις που είχε που μοσχοβολούσαν ζωή!
Αυτό το παγκάκι φιλοξενούσε το σαρκίο της καθημερινά για
ώρες. Και αναφέρομαι σε σαρκίο, γιατί η ψυχή της είχε πετρώσει χρόνια πριν,
όταν η μοίρα της στέρησε το μοναδικό πράγμα που της έδινε σκοπό για να ζει, για
να απολαμβάνει, για να αισθάνεται.
Εδώ και τρία χρόνια, κάθε μέρα το ίδιο πρόγραμμα. Περίμενε
να ανοίξουν οι πύλες του απέναντι πάρκου, για να πάει να καθίσει στο αγαπημένο
της μέρος. Σ’ αυτό το παγκάκι, που ήταν συνδεδεμένο με σωρεία αναμνήσεων και
διαφόρων γεγονότων της ζωής της.
Σ’ αυτό το παγκάκι, το χωμένο ανάμεσα σε ψηλά δέντρα και
φουντωτούς καταπράσινους θάμνους, που πίσω τους ξεχώριζες τα αιχμηρά κάγκελα της όμορφης μάντρας του πάρκου, είχε
δώσει το πρώτο της φιλί, είχε ακούσει το πρώτο σ’ αγαπώ, είχε πει ναι στο
ξεκίνημα της καινούργιας ζωής, είχε αναγγείλει τον μελλοντικό ερχομό του
παιδιού της στον αγαπημένο της, και το είχε συντροφέψει στις πρώτες του βόλτες
με το καρότσι.
Επτά αγαπημένα χρόνια, γεμάτα από αυτές τις αναμνήσεις, κι
από πανέμορφη καθημερινότητα, γεμάτη στοργή, αγάπη, τρυφερές αλλά και στιγμές
με κέφι και χαρά.
Τι έγινε ξαφνικά; Πότε γύρισαν όλα ανάποδα; Ποιος έκλεισε
την πόρτα της ζωής που τους φώτιζε με το φως της μέσα σε μια στιγμή, αφήνοντας
τους στο πονεμένο σκοτάδι;
Ξαναφέρνει στο μυαλό της, την μαύρη εκείνη μέρα. Βγήκε από
το σπίτι της με το καρότσι και κατέβηκε τα σκαλιά. Ξαφνικά πρόσεξε πως το
τσαντάκι με το νερό, και τα απαραίτητα του
μωρού το άφησε στο τραπεζάκι του χολ. Έτρεξε πάνω πήρε το τσαντάκι και
έκλεισε την πόρτα. Μα όταν κατέβηκε κάτω,… το καρότσι… άδειο… το μωρό πουθενά!
Αυτόματα κοίταξε την πόρτα του κήπου μα ήταν κλειστή. Άρα το
μωρό δεν βγήκε έξω. Στέφανε… άρχισε να φωνάζει και να ψάχνει τριγύρω στον κήπο.
Έπειτα άνοιξε την αυλόπορτα και κοίταξε στον δρόμο. Ο ελάχιστος κόσμος την
κοιτούσε με φευγαλέα περιέργεια, αλλά κανείς δεν σταμάτησε.
Κόντεψε να πάθει ανακοπή! Άρχισε να φωνάζει το όνομα του
γιου της δυνατά, πότε στριγγλίζοντας και πότε κλαίγοντας! Έπεσε στα γόνατα! Στη
συνέχεια το μυαλό της πήγε στο τηλέφωνο. Πήρε τον άντρα της και με σβησμένη
φωνή που ίσα ακουγόταν, του είπε:
‘’Χάθηκε το παιδί! Έλα γρήγορα!’’
Ο Μίλτος δεν άργησε να φανεί, αλαφιασμένος με μια τρομαγμένη
έκφραση στο πρόσωπο του. Βρήκε τη γυναίκα του πεσμένη στα σκαλοπάτια του
σπιτιού με χαμένη έκφραση στο πρόσωπο της, πότε να κλαίει και πότε να έχει
εσωτερικούς σπασμούς.
Του είπε με τα χίλια ζόρια το τι έγινε. Ο Μίλτος πήρε αμέσως
την αστυνομία.
Η αστυνομία δεν άργησε να φανεί. Διακριτικά αλλά τάχιστα
άκουσαν τα γεγονότα και κράτησαν σημειώσεις για τα πάντα. Την ηλικία του, τα
ρούχα που φορούσε, και στο τέλος ζήτησαν φωτογραφία του μικρού πρόσφατη.
Ακολούθησαν φοβερές ημέρες αγωνίας. Η γειτονιά ανακρίθηκε
επιμελώς.
Κάποιος μαγαζάτορας που έβγαζε εμπορεύματα έξω από το μαγαζί
του, πρόσεξε μια γυναίκα με ένα μωρό αγκαλιά, αλλά δεν ήταν σε θέση να την
περιγράψει με ακρίβεια.
Δεν την πρόσεξε καλά, και δεν έδωσε την πρέπουσα σημασία.
Κανείς άλλος όμως δεν είδε ούτε ύποπτο σταματημένο αυτοκίνητο, ούτε κάποια
κίνηση που να του τραβήξει την προσοχή. Παντού τοίχος!
Σχηματίστηκε φάκελος της υπόθεσης, που όμως έμεινε στάσιμος
και ανοικτός χωρίς να οδηγήσουν οι έρευνες πουθενά. Τα ίχνη του μικρού Στέφανου
χάθηκαν προς άγνωστη κατεύθυνση. Οι δράστες δεν βρέθηκαν, και το μόνο που
θύμιζε την ύπαρξη του, ήταν οι φωτογραφίες του, τα παιχνίδια του και τα
ρουχαλάκια του στο δωμάτιο με την κούνια του, και ο μαρτυρικός πόνος στις
καρδιές των γονιών του.
Τον θύμιζαν ακόμα οι αναμνήσεις των πέντε χρόνων του και
μετά… κενό! Σκοτάδι!
Η Φαίη και ο Μίλτος στην αρχή έκλαιγαν αγκαλιά, σιγά- σιγά
όμως, ο καθένας χωνόταν σε διαφορετική γωνιά για να κλάψει. Ο Μίλτος
εξακολουθούσε να πηγαίνει στο γραφείο του, να εκδικάζει υποθέσεις για να
βρίσκουν το δίκιο τους οι πελάτες του, μόνο τον
εαυτό του δεν μπόρεσε να δώσει μάχη για να τον δικαιώσει. Είχε συνηθίσει
πια τα βλέμματα τα γεμάτα συμπόνια των γύρω του, των συναδέλφων, των γνωστών,
των φίλων και των συγγενών. Μυστηριωδώς το βλέμμα της γυναίκας του δεν άντεχε
να αντικρίσει. Ίσως βαθιά μέσα του της έριχνε φταίξιμο. Μα όταν την κοιτούσε
φευγαλέα, καταλάβαινε πως το ίδιο έκανε κι εκείνη για τον εαυτό της. Και σιγά
σιγά το ερωτευμένο και ευτυχισμένο ζευγάρι έγινε μια σκιά αυτού που ήταν
κάποτε.
Ήξερε την Φαίη ένα χρόνο πριν τον γάμο τους. Και έξι χρόνια
παντρεμένοι, ήταν αυτοκόλλητοι. Τα επόμενα τρία χρόνια αρκούσαν για να σβήσουν
τα πάντα και να γίνουν απλοί συγκάτοικοι στον πόνο. Τους έδεναν μόνο
αναμνήσεις, και μια ασθμαίνουσα ελπίδα. Ίσως να το είχαν διαλύσει, αν δεν
φοβόνταν πως η διάλυση θα έκλεινε και αυτήν την μικρή χαραμάδα φωτός να βρουν
το χαμένο παράδεισο τους.
Στο μεταξύ εκείνος το έριξε όλο και πιο πολύ στην
εργασιοθεραπεία, και η Φαίη στις καθημερινές βόλτες στο πάρκο. Ευτυχώς είχαν
πάρει μια κοπέλα που τους καθάριζε και τους μαγείρευε. Το μόνο δωμάτιο που δεν
επιτρεπόταν να αγγίξει ήταν το δωμάτιο του μικρού Στέφανου.
Μια σκέψη ήταν κοινή και στους δύο. Το να πεθάνει το παιδί
σου, επειδή είχε ένα ατύχημα, ή αρρώστια είναι
μεγάλος πόνος. Το να ξέρεις πως το παιδί σου βρίσκεται σε κάποιο σημείο
αυτού του κόσμου αλλά δεν ξέρεις πού, πως αναπνέει κάπου μακριά σου και ίσως
βασανίζεται, κι εσύ δεν μπορείς να τρέξεις κοντά του, να το φροντίσεις, να το
περιθάλψεις, να το παρηγορήσεις, να το κανακέψεις, να το κάνεις να νιώσει
ασφάλεια και θαλπωρή, σε τρελαίνει. Και με όλη τη δύναμη της ψυχής σου
καταριέσαι αυτούς που δεν έχουν συνείδηση και ανθρωπιά, που σου στέρησαν χωρίς
δεύτερη σκέψη τη ζωή, που πήραν ένα αθώο πλάσμα για άγνωστους σκοπούς, να
σαπίσουν, να γνωρίσουν τα χειρότερα δεινά και την πιο βασανιστική τιμωρία που
μπορεί να υπάρχει.
Και μετά ξεσπάς σε λυγμούς και σκέφτεσαι ‘’Θεέ μου θα το
ξαναδώ άραγε; Να είναι καλά; Να το προσέχουν τουλάχιστον; Να ζει;’’
Η σημερινή μέρα είχε άπνοια. Σε δύο μήνες τελείωνε ο χρόνος αυτός,
για να έρθει άλλος ένας αδιάφορος.
Αυτά σκεφτόταν η Φαίη και οι σκέψεις της ακολουθούσαν έναν
αλλοπρόσαλλο ρυθμό. Από την ταχύτητα του λαγού στη βραδύτητα της χελώνας και
έπειτα στη στασιμότητα του βάλτου.
Ξαφνικά αισθάνθηκε κάποιος να την παρατηρεί. Γύρισε το
κεφάλι της και αντίκρισε ένα ζευγάρι παιδικά μάτια να την κοιτούν με φανερή
παιδική περιέργεια.
Έμειναν να κοιτάζονται αρκετά λεπτά. Το αγόρι ήταν ντυμένο
με φτωχά ρούχα που σίγουρα δεν ήταν δικά του μια και κρέμονταν άχαρα πάνω στο
μικρόσωμο κορμί του. Ήταν επίσης φανερό πως ένα καλό πλύσιμο το χρειαζόταν.
Πρέπει να ήταν γύρω στα έξι όπως το υπολόγιζε. Για πρώτη φορά κάτι από τον έξω
κόσμο την άγγιξε και της προκάλεσε μια αντίδραση. Του έδειξε το παγκάκι δίπλα
της καλώντας το να καθίσει.
Εκείνο μετά από ένα δισταγμό την πλησίασε και έκατσε δίπλα
της.
-Πεινάς; Τον ρώτησε…
Κούνησε το κεφαλάκι του καταφατικά. Του έτεινε το χέρι της
για να της δώσει το δικό του.
Έβαλε το χεράκι του στη χούφτα της και σηκώθηκαν μαζί.
-Πού είναι οι γονείς σου;
-Δεν έχω γονείς.
Τον πήρε και τον οδήγησε στο σπίτι. Του έπλυνε τα χέρια και
το πρόσωπο και τον έβαλε να καθίσει στο τραπέζι, λέγοντας στην κοπέλα να του βάλει να φάει ότι ήθελε.
Έκατσε στη διπλανή καρέκλα και τον παρακολουθούσε να τρώει με λαιμαργία τα
μακαρόνια με το κρέας που είχε μπροστά του.
Συγχρόνως έπινε και ένα ποτήρι γάλα. Είχε γερή όρεξη. Όταν
τελικά χόρτασε την πείνα του, τον ρώτησε το όνομα του. Της είπε πως τον λένε
Αλέξη και πως ήταν οκτώ ετών. Τον ρώτησε τι έκανε στο πάρκο, αλλά δεν της
απάντησε.
Τον πήγε στο σαλόνι κι εκείνος βολεύτηκε στην πολυθρόνα. Σε
λίγο είχε κουλουριαστεί και κοιμόταν. Τον σκέπασε με ένα κουβερτάκι, και κάθισε
στον καναπέ παρατηρώντας τον.
Εκεί τους βρήκε ο Μίλτος όταν γύρισε. Την γυναίκα του στον
καναπέ και ένα άγνωστο παιδί να κοιμάται στην πολυθρόνα του σαλονιού του.
-Τον βρήκα στο πάρκο. Θέλω να μάθω τα πάντα γι’ αυτόν. Τον
λένε Αλέξη και είναι οκτώ χρονών χωρίς γονείς.
Ο άντρας της τα έχασε. Τόσο μεγάλη φράση είχε καιρό να
ακούσει από το στόμα της γυναίκας του.
Πρέπει να του πάρω κάποιο ρούχο, πριν κλείσουν τα μαγαζιά.
Αυτά που φοράει είναι ακατάλληλα και βρώμικα. Βγήκε από το σπίτι παίρνοντας
μαζί της και το ένα παπούτσι του Αλέξη, και τώρα ήταν η σειρά του Μίλτου να
παρατηρεί τον μικρό επισκέπτη τους.
Έπειτα από ώρα, γύρισε φορτωμένη σακούλες με ψώνια.
-Πώς ξέρουμε ποιος είναι; Αν τον ψάχνουν; Αν είναι από καμία
συμμορία; Πρέπει να κάνουμε μια σχετική έρευνα να βρούμε τους δικούς του ή
όποιον άλλον έχει.
Ο Αλέξης ξύπνησε και η Φαίη τον πήρε τρυφερά από το χέρι,
και τον οδήγησε στο μπάνιο. Τον έπλυνε με περισσή φροντίδα, ενώ συγχρόνως του
μιλούσε. Εκείνος με μια παράξενη εμπιστοσύνη αφέθηκε στα χέρια της, λες και η
παιδική του διαίσθηση του έλεγε πόση ανάγκη είχε αυτή η γυναίκα να βγάλει από
μέσα της την τρυφερότητα και φροντίδα που για καιρό δεν είχε αποδέκτη.
Τον σκούπισε, τον έντυσε με τα καινούργια ρούχα και τον
άφησε να παίξει με κάποια παιχνίδια και να δει τηλεόραση.
Το βραδάκι όταν κάθισαν στο τραπέζι μπόρεσαν να μάθουν πως ο
Αλέξης ήταν ένα παιδί που το έσκασε από μια οικογένεια που τον είχε πάρει σαν
ανάδοχη από ορφανοτροφείο.
Έκτοτε κρυβόταν στο πάρκο, και κοιμόταν όταν το πάρκο
κλείδωνε πάνω σε κάποιο παγκάκι. Κάποιες φορές έμενε νηστικό, και κάποιες άλλες
ζήταγε ελεημοσύνη και εξοικονομούσε κάποιο κουλούρι για να κοροϊδέψει την πείνα
του.
Κατέβασαν τα κάγκελα στο κρεβατάκι του Στέφανου, και το
δωμάτιο απέκτησε μετά από καιρό, φιλοξενούμενο.
Την άλλη μέρα ο
Μίλτος επιδόθηκε στην έρευνα, με μια φωτογραφία που είχε τραβήξει με το κινητό
του τον Αλέξη την ώρα που κοιμόταν. Πήγε στην αστυνομία, ερεύνησε κοντινά
ορφανοτροφεία, επισκέφτηκε υπηρεσίες και με γνωριμίες που είχε, λάδωσε την αργή
κρατική μηχανή για να μαζέψει πληροφορίες για τον μικρό.
Μέσα σε μια εβδομάδα είχε μάθει τα πάντα, ενώ είχε αρχίσει
να αποκτά ζωή και ενδιαφέρον το σκοτεινό τους σπίτι από την παιδική παρουσία.
Οι γονείς του Αλέξη είχαν πεθάνει σε ατύχημα. Συγγενείς
άλλοι δεν υπήρχαν συνεπώς η μοίρα του μικρού ήταν το ορφανοτροφείο. Από εκεί
τον πήρε κάποια ανάδοχη οικογένεια, που όμως η συμπεριφορά τους όπως
αποδείχθηκε δεν ήταν η ενδεδειγμένη.
Ο μικρός το έσκασε, και η οικογένεια το ανέφερε μόνο λίγο
πριν τον επόμενο έλεγχο. Ο Μίλτος με την Φαίη άρχισαν χωρίς να το καλοσκεφτούν
να κοιτάζονται ξανά στα μάτια, να ανταλλάσσουν σκέψεις μιας δανεικής καθημερινότητας,
που όμως φανερά επιθυμούσαν να την κάνουν δική τους ξανά. Και ο μικρός Αλέξης ξεδίπλωνε την παιδική του
αθωότητα, τόσο απλά και τόσο αγνά, που έμοιαζε λες και ζούσε από πάντα μαζί
τους.
Κατόρθωσαν να γίνουν η επόμενη ανάδοχη οικογένεια που θα τον
κρατούσε προσωρινά, μέχρι να εγκριθεί ή να απορριφθεί η αίτηση τους για νόμιμη
υιοθεσία. Κι εκείνος όταν ρωτήθηκε απάντησε αυθόρμητα πως ένιωθε όμορφα με τον
Μίλτο και τη Φαίη και πως δεν ήθελε να φύγει από εκεί.
Οι μέρες ακολουθούσαν η μία την άλλη. Τα Χριστούγεννα
πλησίαζαν και αποφάσισαν να στολίσουν και το σπίτι για χάρη του μικρού Αλέξη.
Μέχρι δάσκαλο κανόνισαν για να μπορέσει να καλύψει τα κενά και να φροντίσει να
φτάσει σχετικά τα άλλα συνομήλικα παιδιά. Ωστόσο δεν τον άφηναν πουθενά μόνο
του, κι ενώ στην αρχή δεν απαντούσαν στις χιλιάδες παιδικές ερωτήσεις του, σε
ποιον ανήκαν τα παιχνίδια και το δωμάτιο του, ή ποιο ήταν το παιδί στην
φωτογραφία, σταδιακά έμαθε την ιστορία του μικρού Στέφανου, που πλέον του
έμοιαζε λες και ήταν ο αδελφός του ο χαμένος. Οι δύο γονείς ήταν αχώριστοι με
τον μικρό Αλέξη, και πλησίαζαν όλο και πιο πολύ ο ένας τον άλλον.
Τις ημέρες των γιορτών, βγήκαν και οι τρεις για ψώνια,
επισκέφθηκαν συγγενείς, μοίρασαν γλυκά και δώρα, και βοήθησαν άτομα που είχαν
ανάγκη. Την Παραμονή αποφάσισαν να πάνε εκκλησία. Κι εκεί κατά τη διάρκεια της
λειτουργίας, με ενωμένα χέρια, συνειδητοποίησαν το δώρο του Θεού, την απάντηση στις
εκκλήσεις τους, έστειλαν την αγάπη τους και τις προσευχές τους στο χαμένο
Στέφανο και έσφιξαν στις χούφτες τους το χεράκι του Αλέξη. Η αγάπη έχει πολλούς
τρόπους έκφρασης. Και η σωτηρία κρύβεται σε κάθε γωνιά, αρκεί να είσαι ανοικτός
να τη δεις και να μη της κλείσεις την πόρτα.