Το
είδωλό μου, λεγόταν Συνείδηση…
Ο
Ζήνων παραπατώντας, μπήκε αργά στο δωμάτιο. Τον είδε να στέκεται με το
μελετημένα ατημέλητο μαλλί του, το
ξεσκισμένο του τζιν, και γυμνός από τη μέση και πάνω, μπροστά στο παράθυρο ζωγραφίζοντας
σιωπηλές μαύρες φιγούρες σκοταδιού αφιερωμένες
στη νύχτα, που άπλωνε τα αδηφάγα
πλοκάμια της.
Εκείνος
απόψε γύρισε μόνος. Τελευταία γινόταν συχνά αυτό. Η φιλενάδα του άντεχε
όλο και λιγότερο τα καπρίτσια του και τον άφησε ελεύθερο υπηρεσίας. Ελεύθερο υπηρεσίας!
Κάγχασε ειρωνικά με τη σκέψη του, και γέμισε ένα ποτήρι ουίσκι, που ήπιε
μονορούφι.
Ποτέ
δεν είχε αισθανθεί δυσφορία. Κι όμως απόψε, κάτι του έσφιγγε το στήθος. Κάτι
ακαθόριστο που δεν είχε ξανανιώσει. Έβγαλε αργά τα ρούχα του, και γυμνός, στάθηκε
κι αυτός στο παράθυρο.
-
Θυμάσαι; Τον ρώτησε απλά; Κάποτε απέξω από αυτό το παράθυρο έβλεπες να στέκεσαι σε ένα
σταυροδρόμι, και άκουγες δύο φωνές που σε καλούσαν. Η μια φωνή σου έλεγε πως έπειτα από
κόπους και μόχθο θα έφτανες ίσως σε ένα στόχο. Στον στόχο που έχουν όλοι οι φτωχοί.
Να αποκτήσουν κάτι περισσότερο από τους γονείς τους. Μα καμία ελπίδα για το
σάλτο. Για τη μεγάλη μετάβαση από το Τίποτα στο Κάτι. Ήσουν πάντα αδήμων! Ήσουν πάντα ένα μεγάλο
Θέλω! Ένα μεγάλο Τώρα! Κι έπειτα,… το τραγούδι της λάγνας φωνής στα αυτιά σου.
Της φωνής που λάμπει! Που υπόσχεται! Μπορείς να τα έχεις όλα στα πόδια σου! Δικά
σου! Τον κόσμο ολόκληρο!
Ο
Ζήνων έσκυψε και πήρε από την εσωτερική τσέπη του σακακιού του μια φωτογραφία.
Την ίδια αυτή φωτογραφία που του πέταξαν απόψε στη μούρη, σαν τελεία και παύλα
μαζί. Άπλωσε το χέρι κρατώντας την, και η μισόγυμνη φιγούρα με το τζιν και το
στυλιζαρισμένο μαλλί, έδωσε ένα σάλτο και έγινε ένα μαζί της.
Κρατώντας
την φωτογραφία στο χέρι, ολόγυμνος πάντα, στάθηκε μπροστά στον καθρέφτη. Άπλωσε
το χέρι και τη σφήνωσε στην κορνίζα του πάνω. Κοίταξε ώρα πολλή το
είδωλο του, σαν κριτής σε διαγωνισμό μοντέλων, σαν ζωγράφος που μελετά τη
λεπτομέρεια πριν την αποτυπώσει στον καμβά.
Εξακολουθούσε
στα τριάντα οκτώ του, να είναι όμορφος. Όμως κάτι, που είχε τη χροιά σάπιου,
άρχισε να σταλάζει πύον και να του λεκιάζει την ωραία θωριά του.
Το
βλέμμα του έπεσε πάλι στη φωτογραφία. Αναπόφευκτα έκανε συγκρίσεις.
Εκεί, ετών 19! Γεμάτος από μείγμα σιχασιάς για τη μιζέρια, και δίψας για γλέντι και
για ζωή. Μα τόσο όμορφος! Με τόση δύναμη! Μπορούσε με ένα χαμόγελο λοξό, με ένα
λάγνο βλέμμα όλο υποσχέσεις και πρόθυμη υπακοή, να ανοίξει τη μεγάλη πόρτα
χωρίς καν να πιάσει το πόμολο. Και μετά, χλιδή, λάμψη, χρήμα! Χρυσός! Όχι
μπρούντζος!
Και τώρα, 38! Μια ζωή γεμάτη απολαύσεις! Μια ζωή που άλλοι δέκα φορές να πέθαιναν και δέκα να γεννιόνταν, δεν θα τη γνώριζαν. Και να είχε τώρα αυτό το συναπάντημα με τον αδελφό του! Γιατί κουβάλαγε τη φωτογραφία του έφηβου Ζήνωνα μαζί του;
Μα για να του πει τη φράση που του είπε:
-Τι
κρίμα που σε συναντώ μετά από τόσα χρόνια! Απόψε κάνουμε φιλανθρωπικό έργο! Γι’
αυτό και θα σου κάνω ένα καλό. Έβγαλε τη φωτογραφία και του την πέταξε στα
χέρια. Να δες! Πώς ήσουν και ποιος ήσουν! Και ίσως οι αναμνήσεις και το ταξίδι
προς τα πίσω σε βοηθήσουν.
‘’Αυτό
το φιλανθρωπικό γκαλά έφταιγε’’ μονολόγησε. ‘’Αν δεν είχα πάει δεν θα είχα
άσχημα συναπαντήματα’’.
Στο
φιλανθρωπικό γκαλά που πήγε με τη
φιλενάδα του απόψε, ανάμεσα στην αφρόκρεμα συνάντησε και μια εικόνα αχνή του παρελθόντος, που το είχε ξεχάσει. Ο αδελφός του και η γυναίκα του ήταν από τους διοργανωτές
της βραδιάς. Μα μόλις τον αντίκρισαν, η ψυχρή και περιφρονητική τους
συμπεριφορά, του προκάλεσε σοκ.
-Δύσκολη
εποχή για πρίγκιπες. Άκουσε μια φωνή τόσο έντονη, που ο ήχος αντανακλούσε από
τους τοίχους στο κεφάλι του, και ξανά στους τοίχους, γεμίζοντας με λόγια που
λέγονταν και με λόγια που απειλούσαν να ειπωθούν, τον τεράστιο χώρο του
δωματίου.
Το χέρι που κρατούσε το ποτήρι, έμεινε μετέωρο για λίγο, και μετά με ύφος σαν να παράκουσε, το ξαναγέμισε , συντροφεύοντας το αλκοόλ με ένα από τα χάπια, που υπόσχονται στις μπερδεμένες ψυχές, ονειρικές διεξόδους. Ήταν το δεύτερο απόψε. Στάθηκε πάλι μπροστά στον καθρέφτη. Ένα όμορφο πρόσωπο, σίγουρα! Μα κάπου του φάνηκε ανέκφραστο, με ένα χνάρι ασχήμιας, σαν ρωγμή στην τέλεια σμιλεμένη του θωριά. Έκανε μεταβολή, άδειασε πάλι το ποτήρι του, και ετοίμασε μια πρέζα κόκας, για να νοιώσει καλύτερα. Όλα,... εισφορά της πολυτελούς ζωής, που είχε μάθει να ζει.
-Ξέρεις
τι σε πείραξε απόψε; ψιθύρισε πάλι η
φωνή, σαδιστικά. Τι περίμενες; Αγκαλιές, και χαρά; Σαν να μην έχει
μεσολαβήσει τίποτα; Περίμενες θαυμασμό μήπως;
-Τι
έπαθες ; φώναξε γυρίζοντας στον καθρέφτη. Εγώ δεν
έχω κανέναν ανάγκη. Πάντα τα βόλευα. Είμαι ωραίος, είμαι περιζήτητος, είπε και
ήπιε εις υγείαν του ειδώλου του.
-Όμως
είσαι τριάντα οκτώ
χρόνων. Δεν είναι και τόσο ρόδινος πια ο δρόμος σου, ακούστηκε πάλι η
φωνή από τον καθρέφτη. Ξέρεις βαθιά μέσα σου, πως λιγοστεύει η αξία του εμπορεύματος που
πουλάς. Υπάρχουν αντίζηλοι νεότεροι και
ομορφότεροι από σένα.
Γούρλωσε
τα μάτια του και κοίταξε ξανά τον καθρέφτη.
-Ποιος
… είσαι; Τι θέλεις… από… μένα; τραύλισε φοβισμένα.
-Δεν
με ξέρεις; Κι όμως, εσύ με κάλεσες! Με λένε Συνείδηση! Αυτή, που πρέπει να έχει
κάποιος, για να λέγεται Άνθρωπος!
-Δεν
σε κάλεσα.
-Παραδέξου!
Η εικόνα του αδελφού σου και της
γυναίκας του, γεμάτοι αγάπη και
ευτυχία, στρίφτηκε σαν φθονερό μαχαίρι,
μέσα στη ψυχή σου. Είδες σ’ αυτούς, που
αφιέρωσαν τη ζωή τους στη φροντίδα άρρωστων παιδιών, έναν πλούτο, που όλοι θαύμαζαν, και που δεν είσαι
άξιος να αποκτήσεις ποτέ. Παραδέξου! Δίπλα στο ζευγάρι που έλαμπε από την αγάπη
που πρόσφεραν απλόχερα στους γύρω τους,
εσύ και η ηλικιωμένη ερωμένη σου,
μοιάζατε με άσχημες καρικατούρες σατιρικού σκίτσου. Σαν παράσιτα, σε χωράφι με πολύτιμη σοδιά.
-Δεν
είναι αλήθεια.
-Μα…
ήθελα να είμαι ανεξάρτητος, είπε ο
Ζήνων.
-Δεν
ξέρεις καν, τι σημαίνει ανεξαρτησία. Ήσουν πάντα εξαρτημένος από τα χρήματα των
άλλων και απ’ τα πάθη σου. Είχες μια γοητεία άγουρη, που περίμενε να ανθίσει, όταν
υπέκυψες στο φλερτ της πλούσιας κυρίας,
σαν λιχουδιά που θα ευχαριστούσε
τις αισθήσεις της. Το δέλεαρ; Όμορφα ρούχα, πλούσια, αναίμακτη ζωή. Χωρίς τύψη, έκλεισες οριστικά πίσω σου την πατρική πόρτα,
και άνοιξες αυτήν, της οχληρής και άσκοπης
ζωής. Άραγε τους θυμάσαι καθόλου τους δύστυχους γονείς σου; Τον πόνο που
φώλιασες εσύ με τις επιλογές σου, μόνιμα στα μάτια τους και στην καρδιά τους;
-Μα
αν η ζωή, σου δώσει την ευκαιρία να ζήσεις στα πλούτη, δεν έχει σημασία το
μονοπάτι, αρκεί να μην είσαι ασήμαντος και φτωχός. Αυτοί ήταν γενιές πίσω. Τι
ήξεραν από τον σύγχρονο κόσμο; Ήθελαν να παλεύω όλη μου τη ζωή για να ζω στα
γεράματα με μια σύνταξη της πείνας; Μα τα ψίχουλα, δεν σου μαθαίνουν τη ζωή.
-Δεν
ζήλεψες καθόλου την οικογένεια του αδελφού σου, τη σχέση με έναν άνθρωπο που
δένεις τη ζωή μαζί του, με αγάπη, αφοσίωση, γαλήνη; Κι όταν τα προβλήματα
έρχονται φυσιολογικά στη ζωή να κρατιέσαι από το χέρι, και να τα αντιμετωπίζεις
με αυτόν τον σύντροφο από κοινού; Δεν ζήλεψες, το ότι έκαναν παιδιά, που έχουν
να τους διδάξουν πολλά, και πολλά να τους κληροδοτήσουν ώστε να μείνουν
πραγματικά στη ζωή σαν άνθρωποι με αξία; Δεν έχεις σκεφτεί πόσο όμορφο θα ήταν
να τα είχες κι εσύ αυτά;
-Τι
να ζηλέψω; Ούρλιαξε στη φωνή ο Ζήνων. Ευθύνες είναι όλα αυτά, κι όχι ανεμελιά!
Γεράματα πρόωρα είναι αυτά, κι όχι ζωή! Δεσμά είναι όλα αυτά, κι όχι πέταγμα
ελεύθερο στους αιθέρες!
-
Πόσο πλανάσαι λοιπόν! Το μονοπάτι, είναι που δίνει την αξία στον Άνθρωπο! Δεν
αισθάνθηκες ντροπή, που ζούσες με τα χρήματα άλλου; Που τα κουτσομπολιά, σε μαρκάρισαν
σαν ζιγκολό; Δεν ένοιωσες ποτέ την χαρά
της δημιουργίας, ούτε νοιάστηκες για τους διπλανούς σου. Έκανες καριέρα, στο να
μοιράζεις αβροφροσύνες, καταναλώνοντας
σαμπάνια, σερβιρισμένη σε κρυστάλλινα ποτήρια. Και έγινες αυθεντία, στο να είσαι ευχάριστος σε θηλυκά, νωχελικά βολεμένα, στο μαξιλάρι του
χρήματος και της δύναμης που τους χάριζε. Τι έχεις να κληροδοτήσεις και σε
ποιον; Δεν νοιώθεις φόβο; Μεγαλώνεις, και μόλις φύγεις, αυτόματα θα ξεχαστείς,
στη θέα ενός πανέμορφου νέου προσώπου!
-Απόλαυσα
τη ζωή!
-Για
ποια ζωή μιλάς; Η απόλαυση που έμαθες να προσφέρεις, είναι στιγμιαία και
επιφανειακή. Γνώρισες ποτέ, την πραγματική αγάπη και τη σπουδαιότητα της; Έδωσες ποτέ ένα χάδι τρυφερότητας σε κάποιον, χωρίς
να κρατάς στο άλλο χέρι το ανάλογο τιμολόγιο; Ένοιωσες τη δύναμη της ηθικής
ικανοποίησης, που μόνο ένα
αξιοπρεπές, περήφανο άτομο με ιδανικά,
μπορεί να νοιώσει; Αληθινός παρίας,
κοστολόγησες τον εαυτό σου, νοικιάζοντας τον, χωρίς αληθινό κέρδος. Για την πραγματική
ζωή είσαι και, φτωχός, και μόνος! Ένα
επιχρυσωμένο τίποτα! Γιατί ο πραγματικός
θησαυρός, η πραγματική επιτυχία, το μόνο που αξίζει, δεν είναι να κατορθώσεις
να βάλεις τιμή στον εαυτό σου, αλλά να τον κάνεις ανεκτίμητο, και κανείς, μα
κανείς, να μη μπορεί να τον αγοράσει!
-Πάψεεε!...
φώναξε ο Ζήνων, πετώντας το ποτήρι στο καθρέφτη και σκορπίζοντας γυαλιά
τριγύρω.
Με
θολωμένο μυαλό από τα ναρκωτικά και το αλκοόλ, άρχισε να κλαίει.
Στο τέλος, αποκοιμήθηκε με τις τύψεις του, και στην αγκαλιά ενός φόβου πρωτόγνωρου, που τον άδραχνε σαν μέγγενη. Μα το πρωί, σαν ξύπνησε, είχε στο μυαλό του σκόρπιες στιγμές, από τη μάχη με τη συνείδηση του. Και οι τύψεις είχαν ξεθωριάσει από το πρωινό φως. Περνώντας μπροστά από το μισοσπασμένο καθρέφτη, έκλεισε το μάτι στο όμορφο είδωλό του. Έσκυψε και μάζεψε την φωτογραφία του έφηβου Ζήνωνα από το πάτωμα, δίπλα από τα σπασμένα γυαλιά, και κατευθύνθηκε προς το καλαθάκι των σκουπιδιών. Το χέρι του δίστασε στιγμιαία. Μετά, με γρήγορες κινήσεις, άνοιξε ένα συρτάρι και την πέταξε μέσα. Έπειτα στάθηκε πάλι μπροστά στον καθρέφτη για την τελευταία πινελιά κοκεταρίας. Χαμογέλασε! Δεν έπρεπε να αργήσει. Η απόλαυση, τον περίμενε να μοιραστούν μια μέρα ακόμη!