Σελίδες

Τρίτη 14 Ιουλίου 2015

ΑΡΑΧΝΙΑΣΜΕΝΟ.....''ΧΘΕΣ''.....!

Δημοσιεύθηκε στο tovivlio.net 13/7/2015 θέμα εμπνευσμένο από την παρακάτω εικόνα:






Στα χέρια της κρατούσε το ανοικτό γράμμα της μητέρας της. Ήταν το ύστατο αντίο, η εκμυστήρευση, που δεν είχε τολμήσει να γίνει πρόσωπο με πρόσωπο.   Διάβαζε σαν χαμένη το κομμάτι χαρτιού που κρατούσε, ξανά και ξανά. Και προσπαθούσε να καταλάβει. Γιατί να νοιώσει... ήταν αδύνατο. Είχε μουδιάσει πριν από πολλή ώρα. Η μητέρα της άφησε την τελευταία της  πνοή πριν από δύο μέρες και της έλεγε σε αυτή τη σελίδα, πως ένα μικρό κλειδάκι, άνοιγε τη πόρτα σε μια μεγάλη αλήθεια; Ο πατέρας της είχε πεθάνει χρόνια πριν. Και αυτό το γράμμα  της έλεγε πως θρηνούσε έναν άγνωστο; Έναν ξένο;
Το βλέμμα της έπεσε στο κλειδί  πάνω στο πληκτρολόγιο. Άνοιγε ένα κουτί που φύλαγε η μητέρα της στη ντουλάπα της. Δεν είχε δώσει ποτέ σημασία στο τι μπορεί να περιείχε το κουτί. Τώρα μάθαινε. Το όνομα και τα στοιχεία του αληθινού της πατέρα, του αυτουργού  της ύπαρξης της. Το ξαναείπε δυνατά μήπως και ο ήχος της φωνής της την ξυπνούσε από το σοκ. Μα όλη η ζωή της ήταν ένα ντεκόρ; Άρχισε να παίζει το κλειδί στα δάχτυλα της αλλά δεν αποφάσιζε να το βάλει στη κλειδαριά. Ήθελε; Δεν ήξερε...
Ω! Ας έπαιρνε κάποιος αυτό το μεγάλο ερωτηματικό που είχε γεμίσει το κεφάλι της και είχε αδειάσει τη καρδιά της!
Εικόνες από τα παιδικά της χρόνια, της ήρθαν στο μυαλό. Ποτέ δεν θα υποψιαζόταν ότι αυτός που ήταν λίγο δεσποτικός αλλά και αρκετά τρυφερός, δεν ήταν πραγματικός της πατέρας. Και εκείνος το ήξερε! Άραγε τι της στέρησε αυτή η γνώση; Ο πραγματικός της πατέρας,  απέρριψε τη μητέρα της γιατί ήταν ‘’κατώτερή’’ του, και τίποτα  δεν τον εμπόδισε να την αφήσει με ένα παιδί. Κι αυτό το παιδί; Τόσα χρόνια δεν ένοιωσε την περιέργεια να μάθει, πώς μεγαλώνει, τι άνθρωπος έγινε, πώς είναι;  Σίγουρα δεν θα ενδιαφερόταν, γιατί αλλιώς, με κάποιον τρόπο θα τον είχε συναντήσει. Μήπως είχε πεθάνει;
Έβαλε το κλειδί στην κλειδαριά και στο άνοιγμα του κουτιού φάνηκαν  πολλές σελίδες  χαρτί. Με πραγματική δίψα να μάθει την αλήθεια, άρχισε να διαβάζει τις λέξεις που έρχονταν να γκρεμίσουν γερές μνήμες, και πεποιθήσεις που τελικά ήταν από άχυρο που έπεσε στο πρώτο φύσημα. Λέξεις, που είχε γράψει μια γυναίκα που αγάπησε, προδόθηκε, πόνεσε και συμβιβάστηκε. Ο πραγματικός της πατέρας ήταν γόνος εύπορης οικογένειας.
Στο μυαλό της ήρθε ξανά,  η εικόνα των δικών της παιδικών  χρόνων που δεν πείνασαν, αλλά μετρούσαν τα πάντα για να τα βγάζουν πέρα. Με πόσους μόχθους τη μεγάλωσαν οι γονείς της. Ήταν φίλοι, της έγραφε..και  πάντα ένοιωθαν τρυφερότητα ο ένας για τον άλλον. Εκείνος δεν θα γνώριζε τη πατρότητα ποτέ, και όταν βρέθηκε η μητέρα της παρατημένη και έγκυος, κατέφυγε σε αυτόν για να πει τον πόνο της. Κι εκείνος χωρίς να διστάσει της πρότεινε γάμο, και να αναγνωρίσει το παιδί για δικό του. Άραγε, όταν η μητέρα της αγκάλιαζε αυτόν, να σκεφτόταν   τον άλλον; Και ο άλλος όταν έμαθε ότι παντρεύτηκε, να ένοιωσε καθόλου πόνο; Μήπως αναγκάστηκε, να φερθεί σαν ένας βρώμικος δειλός; Όχι! Παρακάτω το γράμμα έγραφε, πως όταν ζήτησε να τον δει για να του δώσει μια τελευταία ευκαιρία, ούτε καν ήρθε στο τηλέφωνο.
Διάβαζε και τα είχε χαμένα. Ήταν μια οικονομολόγος, που πάντα όλα τα σύγκρινε με το θεώρημα, όταν δύο πράγματα είναι ίσα με κάποιο τρίτο, είναι ίσα και μεταξύ τους. Πάντα με τη λογική. Και τώρα που ο συναισθηματικός της κόσμος είχε γίνει σαν την Πομπηία μετά την έκρηξη του Βεζούβιου, τώρα είχε ξεχάσει και την ερμηνεία της λέξης '' λογική''. Εδώ δεν είχε μέτρο σύγκρισης. Γι' αυτήν όλα φάνταζαν πρωτόγνωρα. Τη μεγάλωσαν λέει με στοργή και αγάπη. Και δεν μετάνιωνε καθόλου για τον άνθρωπο που ονόμασε πατέρα της κόρης της. Κι εκείνος ποτέ δεν θεώρησε ότι το παιδί  δεν ήταν δικό του. Ήταν ένας κύριος που δεν το κουβέντιασε ποτέ ξανά.
Τη μόρφωσε, τη προστάτευσε, της είπε ιστορίες, έκατσε με τη μητέρα της στο προσκεφάλι της όταν ήταν άρρωστη. Μοιράστηκε βουβά μαζί της το πρώτο της καρδιοχτύπι. Δεν του το είπε ποτέ, όμως το κατάλαβε μόνος του και κατανόησε. Πώς θα το έκανε αυτό κάποιος αν δεν ένοιωθε αγάπη; Μόνο η αγάπη προσφέρει κατανόηση.
Χρειαζόταν να αναπνεύσει αέρα, και πήρε τα κλειδιά της και τη τσάντα της, στην οποία έχωσε βιαστικά, τις σελίδες τσαλακώνοντας τες. Πήρε   τηλέφωνο τον προϊστάμενο της και του είπε πως για οικογενειακούς λόγους έπρεπε να λείψει δύο μέρες. Έβαλε λίγα πράγματα σε ένα βαλιτσάκι, και έκλεισε πίσω της την πόρτα του σπιτιού.  Μπήκε στο αυτοκίνητο της και έκατσε να κοιτάζει το τιμόνι σκεφτική. Τα μάτια της στράφηκαν πάλι στη τσάντα. Έβγαλε το χαρτί και το ξαναδιάβασε. Έβαλε μπροστά τη μηχανή και ξεκίνησε. Ήξερε που ήθελε να πάει.
Ήταν ένα όμορφο απόγευμα και σε λίγες ώρες θα ερχόταν ένα ακόμα πιο όμορφο σούρουπο.
Ο προορισμός της ήταν άλλη πόλη, έξω από την Αθήνα. Ήταν η πόλη των γονιών της. Έστριψε σε κάποιους δρόμους και αντίκρισε μια σειρά από μονοκατοικίες με βεράντες και κήπους.     Σταμάτησε αργά, απέναντι σε ένα από αυτά. Έσβησε τη μηχανή και περίμενε.
Παρατήρησε τριγύρω, και πρόσεξε μια γυναίκα μέσης ηλικίας, και δύο νεότερες να κάθονται στη βεράντα. Ένα πιτσιρίκι έπαιζε στον κήπο. Η πόρτα άνοιξε και ήρθε να προστεθεί στη συντροφιά και ένας άντρας  γύρω στα εξήντα. Να ήταν αυτός άραγε; Μόλις τον αντίκρισε το μικρό έτρεξε στην αγκαλιά του. Οι γυναίκες του χαμογέλασαν και κάτι είπαν γελώντας.
Ήταν φανερό ότι στην παρέα επικρατούσε μια ευχάριστη οικογενειακή ατμόσφαιρα. Κατέβηκε και πήγε στα κάγκελα. Ο άντρας την πλησίασε.
-Με συγχωρείτε ….είστε ο κύριος Γεωργίου; Ρώτησε… λέγοντας ένα άσχετο όνομα.
-Όχι λέγομαι Μπελικέρδης. 
-Α.. μήπως ξέρετε αν μένει εδώ κοντά κάποιος ονόματι Γεωργίου;
-Όχι δεν γνωρίζω να μένει κάποιος με αυτό το όνομα τριγύρω.
-Μήπως γνωρίζουν κάτι οι κυρίες; Όχι απάντησε αυτός ούτε η γυναίκα του ,ούτε οι κόρες του γνωρίζουν κάποιον με αυτό το όνομα. Τον ευχαρίστησε και γύρισε να φύγει.
Ήθελε εκείνη την ώρα να σταματήσει, να γυρίσει πίσω και να πετάξει τη βόμβα της . Να του πει δυνατά να την ακούσουν όλοι. Ξέρεις ποια είμαι; Είμαι η κόρη σου. Το παιδί που είχε στην κοιλιά της η γυναίκα που παράτησες τόσο άνανδρα. Τι ακριβώς δίδαξες στα δικά σου παιδιά; Τους δίδαξες να είναι ακέραια, περήφανα και αξιοπρεπή σαν και σένα; Τους είπες ποτέ, ότι έχτισες τη ζωή σου με τα υλικά των ζωών που γκρέμιζες;   Ότι η δική σου παλιανθρωπιά θα μπορούσε να είχε καταστρέψει αρκετά άλλα άτομα, αν δεν βρισκόταν κάποιος , πιο άνδρας, πιο άνθρωπος, πιο αξιοπρεπής και πιο περήφανος; Ένας άνδρας που με περισσή καλοσύνη γιάτρεψε τις πληγές που άφησες και διέλυσε με τη μεγαλοσύνη του όλη τη μαύρη ομίχλη που σκόρπισες, γεμίζοντας με φως τη ζωή των θυμάτων σου;
Με αυτές τις σκέψεις σταμάτησε σαν μαρμαρωμένη. Μόλις τότε κατάλαβε την αλήθεια. Ποιος ήταν αυτός; Ένα τίποτα. Που πέρασε από τη ζωή της μητέρας της τυχαία. Από κακές συγκυρίες.
Άλλος ήταν αυτός που την έκανε αυτό που ήταν σήμερα. Ένα άτομο χωρίς ελλείψεις, ισορροπημένο, περήφανο και αξιοπρεπές. Άλλοι φρόντισαν να δημιουργήσουν ένα άτομο του αύριο με καλοσύνη και αγάπη στη καρδιά του. Η μητέρα της και αυτός που δεν έβαλε τη μαγιά για να γεννηθεί, αλλά έβαλε ολόκληρο τον εαυτό του και τη ζωή του για να την κάνει να ανθίσει σωστά.  Μόνο αγάπη και ευγνωμοσύνη πρέπει να νοιώθει για τους ανθρώπους που τη μεγάλωσαν.
Πήρε το δρόμο του γυρισμού και δεν σταμάτησε παρά μόνο όταν έφτασε στο σπίτι της. Έκανε ένα μπάνιο να διώξει η δροσιά του νερού τη κούραση και να ξεπλύνει όλες τις προηγούμενες μαύρες σκέψεις, και πρωί πια ξαναμπήκε στο αυτοκίνητο της.
Κρατώντας μια μεγάλη αγκαλιά λουλούδια, πέρασε το κατώφλι του νεκροταφείου. Στάθηκε μπροστά σε δύο τάφους. Του πατέρα της και της μητέρας της. Έβαλε με τρυφερότητα τα μισά λουλούδια στον ένα τάφο και τα μισά στον άλλον.
-Γεια σου μαμά,… γεια σου μπαμπά. Ήρθε η κόρη σας να σας δει και να σας ευχαριστήσει. Είμαι χαρούμενη μαμά για σένα και περήφανη. Γιατί μου είπες την αλήθεια και  γιατί μου έδωσες τον πατέρα που έπρεπε και χρειαζόμουν. Κι εσένα μπαμπά μου γλυκέ, σου χρωστάω ένα μεγαλύτερο ευχαριστώ. Γιατί με προφύλαξες από  όλα τα μελανά σημεία της  ζωή μου, και με βοήθησες να γίνω το ώριμο άτομο του σήμερα. Να μην ανησυχείτε για το τι μου προκάλεσε η αλήθεια που έμαθα. Κατάλαβα  ακόμα και μετά το θάνατό σας,   ότι η αγάπη, και οι σωστές αρχές είναι σημαντικότερες από τα γονίδια και την ταυτότητα. Τελικά δεν ήταν αχυρένια τα θεμέλια της ζωής μου. Τα χτίσατε με γρανίτη.  Και έμαθα  ότι ακόμα και μέσα από τα λάθη, έχουμε τη δυνατότητα με σωστές επιλογές να δημιουργήσουμε κάτι σωστό και μεγαλειώδες, και όσα μου μάθατε θα τα κληροδοτήσω στα δικά μου παιδιά, να είστε σίγουροι.

Έμεινε εκεί μιλώντας τους μέχρι το απόγευμα. Έπειτα χαμογελαστή πήγε στο αυτοκίνητο της και κάνοντας απλά μια στάση στον κάδο σκουπιδιών, έσκισε και πέταξε τα χαρτιά με το όνομα κάποιου ξένου. Κάποιου ασήμαντου, που δεν είχε θέση στη ζωή της, γιατί απλά.. έτσι  το επέλεξε!

2 σχόλια:

  1. Πολύ όμορφη ιστορία. Καλογραμμένη. Εσύ το έγραψες;
    Χαίρομαι που βλέπω τα παραθύρια σου ανοικτά..
    Καλό βράδυ

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Σ'ευχαριστώ Άννα μου! Ναι δική μου είναι!! Κι εγώ χαίρομαι όταν σε βλέπω. Καλή σου μέρα!

      Διαγραφή