Ήταν ένα
βραδάκι ενός καταραμένου Σεπτέμβρη, που ήμουν αραχτός, και σε πολύ ευχάριστη
διάθεση να πούμε… καθόσον τα ουζάκια που είχα πιει ήταν κάμποσα, αριθμό δε
λέμε, και η καρδιά ήταν ανάλαφρη σαν το φθινοπωρινό αεράκι.
Και τότε
ήταν που συνέβη το μοιραίο! Σκάει μύτη απ’ τη γωνία, χωρίς κάποιος να μου κάνει
πρόβα για το μαρούλιασμα της καρδιάς μου της σκρόφας, ένα γυναικάκι, …. τι να σας
πω!… Σα μελωμένος μπακλαβάς, σα μπαξές γιομάτος ρόδα μυρωμένα.
Κι έτσι όπως
έτριζαν τα πεσμένα φύλλα κάτω από τα τακουνάκια της, έτσι έτριξαν τα σωθικά μου
ολάκερα.
Σηκώνομαι με
όχι και τόσο σταθερή περπατησιά, το μολογάω, κάτι σαν κουνημένη βάρκα να πούμε,
με μπουνάτσα όμως.
Πλησιάζω και
της ρίχνω ένα λάγνο βλέμμα γιομάτο ουσία, να της ψιθυρίσω το φουλ συναίσθημα
που ξεχείλιζα.
‘’Γκομενάρα
μου ποιος σε άφησε να κυκλοφορείς λεύτερη για να ταλαιπωρήσεις τους βασανισμένους;’’
Ωραία ατάκα
έτσι; Την έχω δοκιμάσει ξανά και έχει πιάσει.
Με κοιτάζει
παιδιά με βλέμμα εισαγγελέα προς τον ισοβίτη και μου λέει.
‘’Μου
κλείνετε τον δρόμο!’’
Έτσι ψυχρά
και άπονα!
‘’Είναι το
μόνο που μπορώ να κάνω μανίτσα μου μπροστά σε τέτοια ομορφιά!’’
‘’Δεν φτάνει
που με κάθε εκπνοή σας μεθάνε μέχρι την Κρήτη, παρενοχλείτε και τους άλλους.’’
‘’Μανίτσα
μου μου σπαράζεις την καρδιά! Κατά πρώτον έχω πιει ελάχιστα. Όσο ρουφάει ένα
καλαμάκι. Και κατά δεύτερον είμαι ελεύθερος πολίτης που εκφράζει συναίσθημα
κάργα’’.
‘’Κατά
πρώτον, το καλαμάκι μάλλον ήταν σωλήνας της ΕΥΔΑΠ και κατά δεύτερον παραβιάζετε
την δική μου ελευθερία να αποφασίσω πως δεν με ενδιαφέρει το συναίσθημα σας’’.
Κανονικά σαν
άντρας σωστός που τιμάει τα παντελόνια του, έπρεπε να είχα κόψει λάσπη από ώρα.
Αλλά οι τσίλικες κουβέντες που λέγαμε μου είχαν καθίσει κάπως.
‘’Γιατί
μανίτσα μου δεν δίνεις την ευκαιρία να σε γυρίσω, όπου λαχταρά η ψυχή σου, να
σκορπίσω το χρήμα μου για σένα και ν’ αποκτήσεις νταραβέρι με έναν άντρα σωστό
ρε παιδί μου. Γιατί πώς να το κάνουμε, σαν άντρας μετράω! Με τη μαγκιά μου, με
τη φιγούρα μου, με ξουράφι μυαλό και τον έχω και τον τρόπο μου! Όταν
νταραβεριστούμε, θα ‘βλογάς την ώρα που με γνώρισες γιατί θα σου μείνω
ανεξίτηλος’’.
Και ξαφνικά
παιδιά, νοιώθω ένα κεραυνό να με χτυπά κατακέφαλα. Ούτε κατάλαβα από πού.
Φθινόπωρο ήταν κι όχι καταχείμωνο. Κι όμως όταν απόκτησα πάλι εικόνα,
βρέθηκα αντίκρυ σε ένα μάτσο μύες που
συναρμολογούσαν ένα κορμί, και ένα χέρι που κατέβαινε ξανά με ορμή στη μόστρα
μου.
Ούτε θυμάμαι
πώς έσυρα τον αντρισμό μου, και πόσος καιρός πέρασε για να γίνω πάλι σένιος.
Από τότε ρε
παιδιά, δεν αντέχω το Φθινόπωρο. Μου
φέρνει ταραχή ακόμα και το τρίξιμο των φύλλων, και με έκανε να κόψω και το
ουζάκι γιατί με πείραξε!....
Αυτή ήταν η συμμετοχή μου στο δρώμενο της Μαρίας Νικολάου ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΤΟΥ ΦΘΙΝΟΠΩΡΟΥ
από το blog '' To Κείμενο''