Αυτή είναι η πανέμορφη συμμετοχή της Ανέσπερης, της Ζωής μας, που φιλοξενείται στην Γήινη Ματιά, και που βάζει και τον επίλογο στην υπέροχη τρίτη Σκυτάλη μας!
Ελπίζω να την απολαύσετε!
Η εικόνα που επέλεξε η Κλαυδία για την Ζωή είναι:
και η επιλεγμένη λέξη πάλι από την Κλαυδία είναι: ''Γυναικοπαρέα''
''Στην αίθουσα
αναμονής''
Από τα μικράτα της θυμάται, να αφήνει το παιχνίδι και να αποσύρεται διακριτικά
σε μέρη δύσβατα για την παρέα. Όχι γιατί ήτανε μονόχνοτη ή ακοινώνητη. Ούτε
γιατί ήθελε να αφήνει πίσω της να πλανάται η αίσθηση του μυστηρίου που κουβαλά
κάθε μοναχικός άνθρωπος. Ήταν ακριβώς το αντίθετο για όποιον την ήξερε καλά.
Ένα ανοιχτό βιβλίο με τις σελίδες του να αποπνέουν αισιοδοξία.
Ωστόσο, αυτή της η συμπεριφορά προβλημάτιζε και συζητιόταν αρνητικά από τους
φίλους της. Μόνο οι δύο κολλητές της φιλενάδες κατανοούσαν την εσωτερική ανάγκη
της ν’ απομονώνεται όταν τα αστεία γίνονταν άκομψα, άκαιρα, άτοπα ή ανούσια.
Μονάχα οι δύο κολλητές της φιλενάδες την υπερασπίζονταν με σθένος γι’ αυτήν την
ακαταλόγιστη σε όλους συμπεριφορά της. Και ποτέ τους δεν την έκριναν.
Αποδεχόντουσαν την ιδιαιτερότητά της δίχως να κάνουν ερωτήσεις. Ήξεραν πως κι
ίδια προσπαθούσε μα δυσκολευόταν να είναι παρούσα όταν οι συζητήσεις άρχιζαν να
την πνίγουν.
Αυτές οι σκέψεις στριφογύριζαν μέσα στο μυαλό της όταν, ξεφυλλίζοντας τυχαία
ένα περιοδικό στην αίθουσα αναμονής, σταμάτησε σε μία ζωγραφιά που απεικόνιζε
μια γυναικοπαρέα να πίνει ανέμελη τον καφέ, ή και το τσάι της, ποιος
ξέρει? Αδιευκρίνιστο στοιχείο που επιφύονταν στη φαντασία του αναγνώστη.
Παρατηρούσε αργά κάθε σημείο της ζωγραφιάς, λες και την σκάναρε. Ποτέ της δεν
κατάφερε, αν και της δόθηκαν αμέτρητες ευκαιρίες, να συμμετέχει σε τέτοιες
συγκεντρώσεις. Πάντα την κούραζε η ελαφρότητα των συζητήσεων και δυσανασχετούσε
σε παρόμοιες συναντήσεις. Ίσως γιατί δεν γνώριζε καλά τα κύρια θέματα που
αναπτύσσονταν σ’ αυτές. Όπως, λόγου χάρη, τα κομμωτήρια, τα μανικιούρ, τα
πεντικιούρ, η μόδα και οι συνταγές για μπισκοτάκια και παστίτσιο. «Πόσο
ξενέρωτη θα έμοιαζα στα μάτια τους και πόσο ξένη θα ήμουν στην παρέα τους»,
σκέφτηκε κι έκλεισε με δύναμη το περιοδικό λες κι έφταιγε εκείνο γι’ αυτό που η
ίδια ήταν.
Και να την πάλι εκείνη η γλυκιά θλίψη που την συνόδευε απ’ τα μικράτα της σαν
μια σκιά που όμως, δεν ήταν μαύρη, είχε χρώματα. Ούτε την βάραινε τόσο ώστε να
την «πλακώνει».
Άνοιξε την τσάντα της κι έβγαλε ένα βιβλίο του Kahlil Gibran που έχει
συνεχώς μαζί της και της αρέσει να το ξεφυλλίζει κάθε φορά που κολλάει σε
«ουρές». Ή κάθε φορά που αποζητά μια δυνατή σιωπή για συντροφιά πίνοντας έναν
καφέ-πακέτο, στο αγαπημένο της παγκάκι δίπλα στο ποτάμι που διασχίζει την πόλη
της, όταν βρεθεί στο κέντρο για να διεκπεραιώσει τις δουλειές της.
Τυχαία άνοιξε στη σελίδα όπου ξεκινούσε το κεφάλαιο «Για τη χαρά και τη
θλίψη». Χαμογέλασε. «Κάτι θέλει να μου πει τώρα εδώ ο Ποιητής», μονολόγησε,
και συνέχισε να διαβάζει : «…Όταν χαίρεσαι, κοίταξε βαθιά μες στην καρδιά
σου και θα δεις πως αυτό που σε κάνει χαρούμενο είναι αυτό που κάποτε σ’ έκανε
θλιμμένο. Και όταν λυπάσαι, κοίταξε πάλι μες στην καρδιά σου και θα δεις ότι
όντως κλαις γι’ αυτό που ήταν κάποτε η χαρά σου…»
Χαρά και θλίψη συνυπάρχουν. Το ήξερε καλά αυτό. Το είχε εμπεδώσει μέσα στα
χρόνια που της χαρίστηκαν σαν δώρο. Μικρές στιγμές, ή αλλιώς μικρές
αιωνιότητες, συνθέτουν αυτό που λέμε ευτυχία. Κι αυτό το ήξερε. Οι περισσότεροι
όμως, αυτές τις μικρές στιγμές, τις προσπερνούσαν εστιάζοντας πάντοτε σε μία
και μοναδική σκέψη. Πώς θα καταφέρουν δηλαδή, να συναντήσουν την πολυπόθητη
ευτυχία. Και αναλώνονται στο πρόσκαιρο κυνήγι του χαμένου θησαυρού. Και χάνουν
την ουσία και το νόημα της σύντομης ζωής τους. Ακόμη κι όταν αισθάνονταν πως ο
χρόνος ντύθηκε άχρονος και σταματούσε πλέον να κυλά, εκείνος έρεε αθόρυβα κι
αμείλικτα. Κι έπαιρνε μαζί του όλες αυτές τις μοναδικές κι ανεπανάληπτες μικρές
στιγμές που, όσο περνούσαν απαρατήρητες, περνούσαν και αυτόματα στη λήθη.
Συνήθιζε με κάθε ευκαιρία να το επισημαίνει αυτό. Όμως, οι ευκαιρίες για να το
αναφέρει σε ανάλογες συζητήσεις, ολοένα και λιγόστευαν...
Καθόλου δεν την ενοχλούσε το γεγονός αυτό. Είχε μια αξιοζήλευτη
προσαρμοστικότητα στις καταστάσεις. Όσο απολάμβανε τις μοναχικές στιγμές που
συνήθιζε ν’ αποζητά, άλλο τόσο χαιρότανε να βρίσκεται με ανθρώπους
δημιουργικούς που είχανε πηγαίο και λεπτό χιούμορ. Που οι αναζητήσεις τους
συνταίριαζαν με τις δικές της αναζητήσεις και που οι καίριοι κι ευρηματικοί
αστεϊσμοί τους εναλλάσσονταν και πλέκονταν έξυπνα κι έντεχνα με σοβαρά θέματα
τα οποία επέβαλαν στους συνομιλητές ερωτήματα και απαντήσεις.
Σ’ αυτήν λοιπόν την αίθουσα αναμονής, με αφορμή μία εικόνα σ’ ένα περιοδικό,
σκέφτηκε πόσο ελεύθερη κι ευγνώμων, για όσα είχε στη ζωή της, ένιωθε. Κι αυτό
ζωγραφιζόταν στο πρόσωπό της και θα μπορούσες αν προσπάθαγες να το διαβάσεις
και στα μάτια της. Κι έτσι θα συγχωρούσες το κάθε της φευγιό. Όπως το
συγχωρούσαν κι οι αγαπημένες φίλες της που εξηγούσαν, σ’ όλους όσους την
κοίταζαν περίεργα κι ενίοτε την χλεύαζαν και την περιγελούσαν πίσω απ’ την
πλάτη της, πως αυτή η ψιθυριστή κραυγή της ήταν αυτή που την έκαναν ξεχωριστή
από τους άλλους. Όπως ξεχωριστό κάνει κάθε άνθρωπο η όποια όμορφη και μοναδική
ιδιαιτερότητά του.
Εδώ, σ’ αυτήν την αίθουσα αναμονής χαμογελούσε νοερά κι έκλεινε το μάτι σε
όλους όσους κατάφεραν φευγαλέα να κοιτάξουν εκεί όπου εστίαζε το βλέμμα της.
Ακόμη και σε εκείνους που πίστευαν πως, δεν μπορεί, κάποτε θα συνερχόταν, γιατί
την ήθελαν «φευγάτη».
Εδώ, σ’ αυτήν την αίθουσα αναμονής σκέφτηκε πως απ’ τα μικράτα της ακόμη ένιωθε
ελεύθερη κι αναζητούσε σοβαρά αστεία κι εποικοδομητικές συζητήσεις με ανθρώπους
ζωντανούς, δημιουργικούς και «ώριμους» -όχι ιδιαίτερα στην ηλικία.
Εδώ, σ’ αυτήν την αίθουσα αναμονής μιας ιδιωτικής μαιευτικής κλινικής, όπου την
οδήγησε η ζωή, για δεύτερη φορά μεταξύ μόλις δύο Σεπτεμβρίων, για να την
στεφανώσει με το υπέρτατο αξίωμα της μητέρας. Της πνευματικής μητέρας, μιας και
οι αγαπημένες φίλες της δεν εμπιστεύονταν σ’ αυτόν το ρόλο άλλον κανένα.