Κυριακή 28 Απριλίου 2024

Μια ιδέα - μια έμπνευση #2 Δεύτερος κύκλος /Συμμετοχή!

 




Κεντρική Ιδέα Πλοκής

Το παλιό οικογενειακό σπίτι στο ορεινό χωριό, έχει την αγάπη σας αλλά περιμένει και τη φροντίδα σας. Η κατάστασή του είναι κακή και εσείς σχεδιάζετε να το ανακαινίσετε. Βρίσκεστε ήδη εκεί αλλά ένα αναπάντεχο πρόβλημα καθιστά άμεσα αναγκαία την επίλυσή του. Ο μοναδικός / μοναδική, από τη γειτονική κωμόπολη, που θα ανέβει στο σπιτικό προκαλεί πραγματικό σοκ με την άφιξή του / της. Ίσως να μη περιμένατε ποτέ να βρεθεί απέναντί σας. Η ξαφνική χιονοθύελλα έχει τα δικά της σχέδια και θα σάς αναγκάσει να μείνετε εκεί, στον ίδιο κλειστό χώρο μέχρι να απεγκλωβιστείτε. Η νύχτα και το παρελθόν έρχεται ξανά. Τι μπορεί άραγε να κουβαλάει αυτό το πρόσωπο; Είχατε ποτέ σχέση μαζί του; ή μήπως προκύπτει μια έμμεση σχέση μαζί του; Τι μπορεί να φέρει; Τι μπορεί να αλλάξει; Μπορείτε να το αφήσετε στην άκρη;


Η ΥΠΟΣΧΕΣΗ!

τα δικαιώματα ανήκουν στον δημιουργό της εικόνας πηγή διαδίκτυο

Με τη παρουσία φίλων και συγγενών, αποχαιρέτησε τον αδελφό της για το τελευταίο του ταξίδι, έπειτα από ταλαιπωρία ενός μήνα, από την παλιο-αρρώστια που τελικά τον νίκησε.

Ο Δημήτρης, μόνιμος κάτοικος του πατρικού της στο χωριό, και η Νίκη, μόνιμος κάτοικος της πρωτεύουσας. Δύο διαφορετικοί χαρακτήρες, αλλά ωστόσο με αγάπη ανάμεσα τους μεγάλη. Παρότι η Νίκη είχε χρόνια να πατήσει το πόδι της στο πατρικό της από το οποίο αδημονούσε να φύγει από πολύ μικρή ηλικία, ωστόσο η επικοινωνία των δύο αδελφών μέσω όλων των σύγχρονων μέσων,   ήταν συχνή.

Οι σκέψεις διαδέχονταν η μία την άλλη,  καθώς οδηγούσε στον δρόμο για το χωριό, αφού έφτιαξε τη βαλίτσα της, αμέσως μετά την κηδεία. Είχε τακτοποιήσει τις υποθέσεις της όταν αρρώστησε ο αδελφός της, και ήξερε πως τις είχαν αναλάβει τα έμπειρα άτομα του γραφείου της.

Από τότε που θυμόταν τον εαυτό της, δεν άντεχε τη φύση, δεν άντεχε τις συνθήκες του χωριού, τους κατοίκους του που ανακατεύονταν ο ένας στη ζωή του άλλου, τα κουτσομπολιά, τη στενότητα μυαλού, κι αυτό που ό,τι κι αν έκανες μαθευόταν με την ταχύτητα ανάσας σε όλους. Ήταν λες και από τη στιγμή που ο ήλιος ανέτειλε, ένα τρίτο μάτι σε παρακολουθούσε παντού. Ονειρευόταν λοιπόν να φύγει. Να πάει στη πόλη, άγνωστη μεταξύ αγνώστων και να ανοίξει τα φτερά της κοντά σε πολιτισμό όπως έλεγε.

Όταν της ανακοίνωσε πως ήταν άρρωστος, η είδηση έπεσε σαν κεραυνός εν αιθρία. Κι όταν τελικά τον έφεραν στην Αθήνα στο νοσοκομείο, δεν έλειψε έναν ολόκληρο μήνα και κάτι από δίπλα του, φροντίζοντας τον και εμψυχώνοντας τον. Πέθανε στα χέρια της. Μα πριν πεθάνει, την έβαλε να του υποσχεθεί πως θα φροντίσει το σπίτι, το χτήμα και τα ζώα του.

Ειδικά το άλογο του τον Φοίβο, που το λάτρευε. Του το υποσχέθηκε! Της βγήκε τόσο φυσικά, χωρίς καν να το σκεφτεί! Στην κηδεία παραδόξως, δεν έχυσε ούτε ένα δάκρυ, ενώ μέσα στο χειμωνιάτικο κρύο, την παρηγορούσε η σκέψη πως ο αγαπημένος της αδελφός δεν μπορούσε να νοιώσει τίποτα πλέον. Ούτε κρύο, ούτε πόνο.  Ένα μήνα τώρα η Νίκη ήταν λες και ζούσε τη ζωή ενός τρίτου. Γενικά δεν ήταν άτομο που εξωτερικευόταν εύκολα. Και τα συναισθήματα της δύσκολα τα εξέφραζε. Κάποιες φορές είχε αμφιβολίες αν είχε καν συναισθήματα.

Η ίδια έπρεπε να εκπληρώσει την υπόσχεση της, πως θα φρόντιζε για όλα, καθώς του έκλεινε τα μάτια.

Τώρα είχε τόσες αμφιβολίες μέσα της, και ο φόβος της που τον είχε ξεχάσει τόσα χρόνια, ξαναέκανε την εμφάνιση του. Ο καιρός δεν βοηθούσε καθόλου. Το κρύο τσουχτερό, κι εκείνη φασκιωμένη μέσα στο παλτό της με τον γούνινο γιακά, με γάντια και μπότες που κάλυπταν το πεντελόνι της. Τουλάχιστον μέσα στο αμάξι της ήταν ζεστά. Ήταν κι αυτό κάτι.

Όμως ο αέρας λυσσομανούσε και έβριζε την τύχη της που έπρεπε να πάει τώρα να φροντίσει τα ζώα και το σπίτι και όχι όταν θα ήταν Άνοιξη πια.

Έφτασε με τα χίλια ζόρια στο χωριό, και πήρε τον μοναδικό δρόμο για να φτάσει στην άκρια του, που βρισκόταν το χτήμα και το σπίτι. Σε λίγο θα βράδιαζε, και την έπιασε η αγωνία να 

φτάσει. Είχε πάρει μαζί της τα πάντα σχεδόν που θα της χρειάζονταν, από τρόφιμα και νερό, μέχρι φάρμακα και φακό. Ακόμα και κεριά.

Όταν ξεκλείδωσε την μεγάλη αυλόπορτα, μπήκε με το αμάξι και κατέβηκε ξανά να κλείσει πίσω της. Οδήγησε μέχρι την πόρτα του σπιτιού και κοίταξε το σιωπηλό σπίτι με φόβο. Νόμιζε πως θα άνοιγε η πόρτα και θα έβγαιναν οι γονείς της και ο αδελφός της τρέχοντας να την προϋπαντήσουν, μα το μόνο που την υποδέχτηκε ήταν η σιωπή. Έπρεπε να υπάρχει και ένας σκύλος εκεί. Ο Ερμής. Έτσι της είχε πει ότι τον έλεγαν. Πού βρισκόταν; Λες να περίμενε κάπου για να επιτεθεί στον ξένο καταληψία;

Άνοιξε την πόρτα και το τρίξιμο της, ήταν σαν μουσική υπόκρουση, για το χρονικό πέρασμα από το παρόν, στο παρελθόν. Τίποτα δεν είχε αλλάξει. Όπως τα θυμόταν είχαν διατηρηθεί, λες και κάποια αλλαγή θα ήταν ιεροσυλία, στις μνήμες των αλλοτινών χρόνων.

Γύρισε τους διακόπτες και το φως έλουσε την κουζίνα. Νοερά είδε τη μητέρα της να ετοιμάζει τραπέζι με την κλασσική ποδιά της κουζίνας στη μέση της.

Η κουζίνα με την παλιά στόφα, το βαρύ τραπέζι στο κέντρο, με τις καρέκλες γύρω του, τέσσερις στον αριθμό. Τα κατσαρολικά που κρέμονταν σε περίοπτη θέση έτοιμα για χρήση.

Κι ύστερα το σαλόνι με το μεγάλο πέτρινο τζάκι. Οι φωτογραφίες των παππούδων να κρέμονται στους τοίχους. Η μόνη νέα πινελιά ήταν πως οι τοίχοι φιλοξενούσαν τώρα και τις φωτογραφίες των γονιών της. Αυτό θα το είχε φροντίσει ο αδελφός της.

Στις κρεβατοκάμαρες, τρεις τον αριθμό, άνοιξε απλά τις πόρτες, με το χέρι άνοιξε τα φώτα και κοίταξε γύρω με το βλέμμα, τα κλειστά παράθυρα και τους οικείους χώρους, χωρίς να μπει. Κάτι την εμπόδιζε να μπει στο εσωτερικό τόσο των γονιών της όσο και του αδελφού της. Ούτε καν σε αυτό που ήταν δικό της δεν μπήκε. Δεν ήταν έτοιμη. Η μέρα που έδινε στη νύχτα τη θέση της, έκανε τον χώρο να της δημιουργεί ένα δέος.

Επανάφερε τον εαυτό της στην πραγματικότητα. Βγήκε ξανά έξω, και άδειασε γρήγορα το αμάξι της. Το κλείδωσε και βιάστηκε να μπει ξανά στο κρύο σπίτι. Το πρώτο που έκανε ήταν να στραφεί στο τζάκι, να βάλει ξύλα από τη στοίβα που βρισκόταν πάντα στη σκεπαστή κλειστή βεράντα έξω από την κουζίνα. Αυτή η βεράντα ήταν τόσο όμορφη. Όσο και να φυσούσε, ήσουν έξω αλλά συγχρόνως και προστατευμένος από το κρύο. Υπήρχε τζαμαρία και πόρτα που προστάτευε από τον περίβολο.

Σε κάποια σημεία του σπιτιού, έβλεπες μια φθορά του χρόνου, μα αυτά ήταν πράγματα που  μπορούσαν να φτιαχτούν. Λίγη φθορά σε κάποια σημεία των τοίχων, λίγο στα παράθυρα. Ψιλοπράγματα δηλαδή. Ο αδελφός της έκανε καλή δουλειά. Το νερό έτρεχε μια χαρά. Αλλά   το υπόλοιπο χτήμα θα το έβλεπε αύριο με το φως της μέρας. Έπρεπε να τα φροντίσει όλα για να πουληθούν, να κοπούν εντελώς οι γέφυρες, και να μείνουν μόνο οι μνήμες που θα βαφτίζονταν ‘’ρίζες’’.

Η κουζίνα με το σαλόνι ήταν ένας πολύ μεγάλος χώρος, χωρισμένος σε δύο τμήματα, που το μεγάλο πέτρινο τζάκι, έτσι που χόρευαν οι φλόγες πίσω από το προστατευτικό κιγκλίδωμα, σκόρπιζε ζεστασιά.Μαγείρεψε στα γρήγορα μια σούπα, και βούλιαξε στον μεγάλο καναπέ κοντά στη φωτιά για να φάει. Άνοιξε το ντουλάπι στο διάδρομο, και πήρε μια κουβέρτα. Θυμόταν καλά τα κατατόπια, και η διατήρηση των συνηθειών την έκανε να νομίζει πως δεν είχε φύγει ποτέ. Σιγοπίνοντας το κρασί της, νανουρισμένη από τη σιωπή και τη ζέστη, σκεπασμένη με την κουβέρτα, συνέχισε να σκέφτεται πριν αφεθεί  στην αγκαλιά του ύπνου, με φόντο εικόνες από παλιά.

 Ένοιωθε φόβο για κάθε ζωντανό πλάσμα που περπατούσε στα τέσσερα, ή που είχε φτερά, ή που δεν διέθετε τίποτα από τα δύο, την ενοχλούσε το πράσινο χρώμα, και τα δέντρα ήταν λες και την έκαναν να νοιώθει ένα απέραντο κενό. Πάντα αναρωτιόταν μήπως την είχαν υιοθετήσει μια και ένοιωθε ξένη στο σπίτι, και στην οικογένεια αρκετά συχνά. Όνειρο της οι σπουδές, τα ψηλά κτίρια, ο θόρυβος, τα αυτοκίνητα και η διασκέδαση της πόλης. Έγινε δικηγόρος, και έκανε καριέρα ασχολούμενη με νόμους και παραπτώματα. Με χωρισμούς, και διαφωνίες. Μόνιμη σχέση δεν είχε από επιλογή, και τα πάντα ήθελε να τα έχει συγκροτημένα και οργανωμένα χωρίς να ξεφεύγουν στο ελάχιστο από τα όρια που είχε καθορίσει.

Ο Δημήτρης, αντίθετα, λάτρευε το χωριό, το χτήμα, τα ζώα, και το σπίτι τους, όπως ακριβώς και οι γονείς τους μέχρι που άφησαν την τελευταία τους πνοή πριν μερικά χρόνια. Πριν πέντε ο πατέρας και ένα χρόνο μετά και η μάνα τους που βιάστηκε να τον συναντήσει ξανά. Δεν πρόλαβε να ασχοληθεί με το να φτιάξει οικογένεια. Μια και υπήρχαν οικονομικές εκκρεμότητες του πατέρα τους που έπρεπε να τακτοποιήσει πρώτα. Βοηθούσε κι εκείνη οικονομικά, αλλά μέχρι εκεί.

Το πρωί ξύπνησε με την αίσθηση πως πριν πέντε λεπτά είχε κλείσει τα μάτια της, και μόνο το σβησμένο τζάκι, φανέρωνε πως είχαν περάσει ώρες. Πήγε να κοιτάξει έξω, από το παράθυρο της κουζίνας και το άσπρο χαλί που είχε στρωθεί παντού, την έκανε να καταλάβει πως είχε δύσκολο έργο μπροστά της. Ωστόσο το ξημέρωμα της νέας μέρας, εξέπεμπε μέσα της διαφορετικά μηνύματα.

Έπρεπε να δει τα ζώα. Τον Φοίβο και τον σκύλο. Μα πού στο καλό να ήταν αυτός ο σκύλος;

Ντύθηκε χοντρά, και ανοίγοντας την πόρτα έπεσε στην κυριολεξία πάνω σε έναν άντρα ψηλό με λίγα γένια, νέο σχετικά γύρω στα 45 όπως υπολόγισε.

-      -    Α καλημέρα! Θα είστε η αδελφή του Δημήτρη. Τα συλλυπητήρια μου! Είμαι ο Κώστας Αναγνώστου. Ο κτηνίατρος της περιοχής. Ο αδελφός σας ήταν ένας πολύ αγαπητός φίλος μου της είπε με μια πολύ συμπαθητική και καθάρια φωνή, ενόσω της έτεινε το χέρι.

-      -    Είμαι η Νίκη Αξιώτη. Ευχαριστώ για τα συλλυπητήρια σας. Ο αδελφός μου ήταν γενικώς αγαπητός.

-       -   Έχω κλειδιά και έρχομαι κάθε μέρα. Ο Φοίβος είναι μια δύσκολη περίπτωση γνωρίζετε τα σχετικά;

-         - Δεν θα έλεγα πως γνωρίζω. Μιλήστε μου!

-Ο Φοίβος δεμένος με τον Δημήτρη, προφανώς αισθάνθηκε εγκατάλειψη όταν σταμάτησε να τον βλέπει. Οπότε η κατάθλιψη του έκοψε κάθε διάθεση για φαγητό. 

-       -   Έχω δοκιμάσει τα πάντα, του έχω αφήσει παρέα και τον Ερμή. Πώς τα πάτε με τα ζώα;

-          -Δεν θα έλεγα πως είμαστε και οι πιο αγαπημένοι. Δεν έχω συναναστραφεί ποτέ μου ζωντανά.

Φτάσανε μπροστά στον στάβλο, και ο γιατρός μπήκε μέσα. Η Νίκη ακολουθούσε με αργό βήμα, όταν ένας σκύλος μεγάλος με μακρύ τρίχωμα και χρώμα ασπρόμαυρο έτρεξε προς το μέρος τους. Η Νίκη ταράχτηκε και σταμάτησε να περπατά. Ο Ερμής την πλησίασε, και την μύρισε. Εκείνη νόμισε πως οι χτύποι της καρδιάς της ακούγονταν σαν ταμ-ταμ ιθαγενών, που ετοίμαζαν πόλεμο. Με τις οδηγίες του γιατρού, και τις παραινέσεις του, πλησίασε τον Ερμή και τον άφησε να τη μυρίσει. Την παρότρυνε να του μιλήσει. Κι εκείνη μια γνωστή νέα δικηγόρος είπε το λαλίστατο.

-Γεια σου Ερμή τι κάνεις;

Ο γιατρός της είχε δώσει λιχουδιές και συμβουλές για την πρώτη επαφή της. Του έδωσε δειλά μια λιχουδιά για την γνωριμία. Εκείνος πήρε τη λιχουδιά, και έστρεψε την προσοχή του στον γιατρό. Παραδόξως κι εκείνης  την προσοχή,  τράβηξε ένα κάτασπρο άλογο, που καθόταν όχι στητό και περήφανο, αλλά ξάπλα σαν να μην είχε θέληση να σταθεί όρθιο. Κοντά του υπήρχε φρέσκο  σανό   απείραχτο. Φαινόταν θλιμμένο και δυστυχισμένο κι αρκετά αδυνατισμένο. Κι αυτό την άγγιξε βαθιά. Ο κόμπος ξαναγύρισε στον λαιμό, αλλά δάκρυ κανένα δεν έτρεξε.

Μία ώρα πέρασαν εκεί με τις φροντίδες του γιατρού, έβαλε καθαρό νερό και τροφή φρέσκια και για τα δύο ζώα, και έπειτα συνόδευσε τον γιατρό στην έξοδο λέγοντας της πως θα έρθει αύριο πάλι.

- Δυστυχώς ούτε από τον στάβλο δεν θέλει να βγει. Αν συνεχίσει έτσι δεν θα γλυτώσουμε το αναπόφευκτο. Κι είναι κρίμα!

   Τέσσερις μέρες πέρασαν, με τον γιατρό να έρχεται κάθε μέρα, να περνάνε με τα ζώα αρκετό χρόνο. Ο Ερμής την είχε αποδεχθεί κι αυτό ήταν το καλό της υπόθεσης. Ο Φοίβος παρότι είχε ξεθαρρέψει και του έδινε κάποιο χάδι ή απαλό βούρτσισμα, δεν έβαζε μπουκιά στο στόμα του.

Τόλμησε πια και επισκέφθηκε όλα τα δωμάτια του σπιτιού, τα καθάρισε και άνοιξε μπαούλα με μνήμες και σκηνές από τα παιδικά της χρόνια. Κάτι την έσπρωξε να φορέσει ρούχα του αδελφού της από την ντουλάπα.

Και σήμερα με το που έφυγε ο γιατρός, το αποφάσισε. Έφτιαξε ένα σάντουιτς πήρε μια κουβέρτα και πήγε στο στάβλο. Ξάπλωσε δειλά  κοντά στον Φοίβο.  Ο Ερμής πήγε και έκατσε δίπλα τους. Δεν την πείραξε τον είχε συνηθίσει. Άρχισε να μιλάει και στα δύο ζωντανά πλάσματα. Να τους λέει σκέψεις και εικόνες, φόβους και θύμισες από την παιδική της ηλικία, από τις σπουδές της, τον αγώνα της για εδραίωση στον δικηγορικό τομέα. Υποθέσεις που ανέλαβε και έφερε εις πέρας με επιτυχία κάνοντας την γνωστή.

Και ξαφνικά άρχισε να μιλάει για την αρρώστια του αδελφού της, τον θάνατο των γονιών της, και συνειδητοποίησε πως ένοιωθε καλά τόσα χρόνια  ξέροντας πως ζουν αλλού μεν, αλλά υπήρχαν σε  κάποια γωνιά  της ζωής της. Τώρα η παντελής απουσία τους, έκανε  την μοναξιά να έχει  κάνει θεαματική εμφάνιση μέσα της.

Και επιτέλους λυτρωτικά δάκρια άρχισαν να κυλούν από τα μάτια της. Έκλαιγε με λυγμούς, για τους αγαπημένους της που ζούσαν αλλού από εκείνην, όμως ζούσαν. Και παραδόξως χαίρονταν με την επιτυχία της. Συνειδητοποίησε μόλις, πως ποτέ δεν είχαν δείξει κάποια αντίδραση και σεβάστηκαν τις επιλογές της. Ποτέ δεν άκουσε αρνητική κριτική από το στόμα τους. Μόνο πως τους έλειπε. Κι εκείνης της έλειπαν και οι λυγμοί της έγιναν δυνατότεροι. Κι όλα αυτά τα έλεγε σε δύο ζώα. Της ήρθε να βάλει τα γέλια με τον εαυτό της, μέσα στα κλάματα και τις τύψεις για χαμένες στιγμές, όταν ο Ερμής την έγλυψε στο χέρι, σαν να την καταλάβαινε, και ο Φοίβος ρουθούνισε και ανασηκώθηκε. Όλη τη μέρα την πέρασε στον στάβλο μιλώντας τους, χαιδεύοντας τους, κλαίγοντας και έπειτα μοιράζονταν την σιωπή. Το άλλο πρωί ο γιατρός την βρήκε στο στάβλο, και ξαφνιάστηκε όταν κατάλαβε πως πέρασε την νύχτα και όλη τη μέρα παρέα τους. Ξαφνιάστηκε ακόμα όταν είδε πως βούρτσιζε τον Φοίβο και πως όπου πήγαινε ο Ερμής ήταν κοντά της. Την επόμενη μέρα προσπάθησε να φτυαρίσει σανό  και έφαγε μια γενναία τούμπα. Πόνεσε και έμεινε κάτω. Κι αυτό που έγινε ξαφνικά της έκανε τόση εντύπωση και της έφερε τόση συγκίνηση. Ο Ερμής έτρεξε κοντά της, και ο Φοίβος σηκώθηκε και στάθηκε από πάνω της σαν να ήθελε να τη βοηθήσει. Τους μίλησε γλυκά τα χάιδεψε και τα βεβαίωσε πως ήταν καλά. Κι όπως έσκυψε να πάρει την τσουγκράνα, ένοιωσε κάτι κοντά στην τσέπη της. Ο Φοίβος είχε σκύψει το κεφάλι, και είχε τραβήξει ένα καρότο που εξείχε από την τσέπη των ρούχων του αδελφού της. Χριστέ μου έτρωγε το καρότο! Αυθόρμητα έβαλε τα κλάματα και τον αγκάλιασε από τον λαιμό, ακουμπώντας το κεφάλι της επάνω του.

-         - Σ’ ευχαριστώ του ψιθύριζε… σ’ ευχαριστώ!

Έπειτα από λίγο τον είδε να πίνει νερό και να σκύβει και να τρώει σανό φρέσκο. Για δικηγόρος άνευ συναισθημάτων, αυτό που έκανε ήταν πρωτάκουστο. Άρχισε να γελάει και να χορεύει τριγύρω με τον Ερμή να πηδάει και τον Φοίβο να χλιμιντρίζει.

Τις επόμενες μέρες ο Φοίβος δέχτηκε να τον βγάλει μια βόλτα έξω από τον στάβλο και ο γιατρός ενθουσιασμένος της είπε πως γρήγορα θα γινόταν καλά.

Το γραφείο της της τηλεφωνούσε κάθε μέρα για ενημέρωση, και η Νίκη ήταν φοβερά προβληματισμένη. Πήγε και στην κοντινή πόλη με τον γιατρό και έκανε προμήθειες, και γνώρισε κατοίκους, που κάποιοι της είπαν πως την θυμόντουσαν από παιδούλα όταν ψώνιζε με τον πατέρα της. Κάποιοι της ζήτησαν και νομικές συμβουλές να σκεφτείς. Ξαναγνώρισε το χωριό, παρέα με τα δύο ζώα, που την είχαν αποδεχθεί σαν οικογένεια. Παράξενο αλλά ένοιωθε πλήρης, και ήρεμη. Σύντομα θα έπρεπε να κάνει ένα ψάξιμο μέσα της και να βάλει σε σειρά τα πράγματα. Έφερε και κάποιους μαστόρους να κάνουν επισκευές όπου χρειαζόταν, και τακτοποίησε κάποιες εκκρεμότητες οικονομικής φύσης. Έμενε να σκεφτεί τι θα κάνει με το σπίτι και το χτήμα που τώρα πια ήταν δικά της.

Αυτές τις σκέψεις έκανε, ακουμπώντας στον φράχτη, με τον Ερμή ξαπλωμένο δίπλα στα πόδια της, όταν ο Φοίβος ήρθε και την τράβηξε από το παλτό. Γύρισε και τον κοίταξε, και αποφασισμένη του είπε: ‘’μην ανησυχείς αγόρι μου, τώρα που σώσαμε ο ένας τον άλλο, και με τίμησες με την προτίμηση σου, δεν θα ξεχάσω την υπόσχεση μου. Το σπίτι και το χτήμα θα γίνουν το δεύτερο σπίτι μου. Θα δεχτώ συνέταιρο στο γραφείο, και θα μοιράζω τον χρόνο μου μεταξύ δουλειάς και χτήματος. Θα σας  φέρω και παρέα, και πάντα θα χαίρομαι να απολαμβάνω την υποδοχή σας. Θα τα καταφέρουμε, με την βοήθεια φίλων και υπαλλήλων. Και θα είμαστε πάντα μαζί! Κι αυτό θα γίνει ένα υπέροχο χτήμα προστασίας όσων ζωντανών έχουν ανάγκη. Τι καλύτερη παρέα από τα ζώα τελικά που δίνουν τόσο απλόχερα αγάπη και αφοσίωση;

-Μπορείτε να υπολογίζετε κι εμένα, ακούστηκε μια φωνή. Ο γιατρός Κώστας Αναγνώστου, άθελα του μάρτυρας της απόφασης της Νίκης, δήλωσε έτσι την φιλία του και την επικρότηση της απόφασης της.

Του χαμογέλασε και του είπε.

-Είμαι έτοιμη για το επόμενο μάθημα ιππασίας γιατρέ. Ξεκινάμε;



Αυτή ήταν η συμμετοχή στο δρώμενο του φίλου μας του Γιάννη του blog ''Ηδύποτον'' με τις ευχαριστίες μου που μας ακονίζει την δημιουργική σκέψη.

Όλες τις συμμετοχές μπορείτε να τις βρείτε εδώ