Κυριακή 11 Μαρτίου 2012

Αναπολήσεις!!....


Κοιτάζω γύρω μου, καθώς περπατώ στους δρόμους της Αθήνας. Και οι εικόνες που βλέπω σίγουρα δεν υπήρξαν ποτέ στο μυαλό μου, ούτε καν στη σφαίρα της φαντασίας μου.
Γεννήθηκα σε αυτή τη πόλη, που σήμερα αργοπεθαίνει.
Που αποτελούσε σφραγίδα στην ιστορία του κόσμου. Και τώρα σκουπίδια, βρωμιά και φθορά, βάζουν καθημερινά τη δική τους σφραγίδα, ρίχνοντας στη λήθη παλιές ομορφιές, παλιά απλότητα, παλιά πιο ήρεμη ζωή.
Είναι κρίμα να βλέπω με τα μάτια του μυαλού μου, σκηνές από την παιδική μου ηλικία, και οι τωρινές εικόνες, να κάνουν το βλέμα μου να πονά και να οδύρεται.
Κάποτε, με πήγαινε η μητέρα μου στο σχολείο, και κρατούσα τη σάκα μου, περπατώντας σε δρόμους πιο καθαρούς, και έλεγα καλημέρα, γελώντας σε κάθε μαγαζί που περνούσα.
Με ήξεραν όλοι, και κάθε ένας μου έκανε και ένα αστείο, ή μου έδινε ένα γλυφιτζούρι, ή με ρωτούσε πώς πηγαίνω στο σχολείο και αν είμαι καλή μαθήτρια.
Καλημέριζα τον μανάβη μου, τον μπακάλη, το καθαριστήριο, το ζαχαροπλαστείο, το μαγαζί με τα ρούχα, το βιβλιοπωλείο στο οποίο πάντα σταματούσα για να χαζέψω κανένα καινούργιο μολύβι με ωραία χρώματα. Όλα τα μαγαζιά της γειτονιάς του κέντρου, που χάθηκαν!...Όλα τα μαγαζιά που πλέον κανείς Έλληνας δεν τα θέλει, μια και το κέντρο υποβαθμίστηκε!...
Και τώρα περπατάς και είσαι μόνος! Ακούς βήματα πίσω σου, και κοιτάζεις με τρόπο να δεις αν κάποιος κίνδυνος   έρχεται κατά πάνω σου!
Πάει πια ο κυρ-Γιώργος με τα φρούτα του, ο κύριος Μανώλης με τα γλυκά του, η κυρία Αγγέλα με τις εφημερίδες που τις διάβαζαν τσαμπατζίδικα όλοι στη γειτονιά, πάει η Ιουλία με τα ρούχα της, ο κύριος Γιάννης με το κρέας του, η κυρία Σούλα που τροφοδοτούσε με φάρμακα τη γειτονιά, ο κύριος Νίκος που μας έφτιαχνε τα παπούτσια, ο κύριος Μιχάλης που μας καθάριζε τα ρούχα.  Πάνε όλοι,  ο ένας μετά τον άλλο. Βγήκαν στη σύνταξη και τα μαγαζιά τους τα πήραν άλλοι. Τα πήρε ο Ομάρ, ο Αλή, και ένα κάρο άλλα ξένα ονόματα και ρούχα και ομιλίες και φωνές άγνωστες. Και όλα τα μαγαζιά της γειτονιάς, έγιναν μαγαζιά ξένων για ξένους!  Και όλοι πουλάνε τα ίδια! Κινητά, ρολόγια, και διάφορα άλλα που βρίσκεις σε κάθε φανάρι, σε κάθε πωλητή πεζοδρομίου. Μαγαζάκια που μετά από λίγο κλείνουν, είτε γιατί δεν είναι νόμιμα, είτε γιατί δεν πληρώνουν το ενοίκιο. Και παντού υπάρχουν τσεμπέρια.
Θα μου πεις γιατί τα λες όλα αυτά; Είσαι ρατσίστρια;
Όχι!....Ναι!...Δεν ξέρω!...Δεν ήμουν, μα κάπου στην πορεία με ενόχλησαν όλοι αυτοί που ήρθαν στη χώρα μου, και δεν προσαρμόζονται, αλλά απαιτούν. Σκέφτομαι ότι και εμείς πήγαμε μετανάστες. Η Αμερική και η Αυστραλία, καθώς και ο Καναδάς, έχουν δεχτεί την μερίδα του λέοντος. Ξέρω Έλληνες του εξωτερικού, που ξενιτεύτηκαν, πάλεψαν με τη φτώχεια, και έγιναν προσαρμοσμένοι κάτοικοι της χώρας που πήγαν. Με οικογένειες, με αξιοπρέπεια και με ιδανικά. Εδώ το δυστύχημα είναι ότι μας έχει έρθει ο κατιμάς της κάθε χώρας. Δεν είναι όλοι εργατικοί και δημιουργικοί, αλλά προσπαθούν να μου επιβάλουν τη νοοτροπία τους και τις συνήθειες τους.  Μια βόλτα,  ένα απόγευμα με καλό καιρό, στις πλατείες του κέντρου της Αθήνας θα σε κάνει να καταλάβεις τη διαφορά! Πλατεία Αμερικής, Πλατεία Βικτωρίας, Αγ. Παντελεήμονας, Πλατεία Βάθη, Αγ. Παύλος. Μια διαφορά τόσο διαφορετική, μια εικόνα τόσο μη οικεία, που σε αποκαρδιώνει!
Ξέρω μόνο πως είμαι μια Ελληνίδα, ανάμεσα στις πολλές,  που επίσης,  νοιώθει ξένη στη πόλη της.
Που νοιώθει μόνη στο σπίτι της! Που νοιώθει έρμαιο στις χιλιάδες άλλες γλώσσες που ακούγονται γύρω της!  Που νοιώθει έρμαιο στις διαθέσεις του κάθε μεθυσμένου, του κάθε κλεφτρονιού, και του κάθε τσαμπουκά. Μόνο η δική της γλώσσα δεν ακούγεται! Η δική της φωνή δεν υψώνεται!
Απλά κλειδώνεται δύο και τρεις και τέσσερις φορές μόλις σκοτεινιάσει.
Και αποφεύγει να κυκλοφορεί βράδυ ακόμα και στην ίδια την πολυκατοικία της.
Γιατί ότι κι αν συμβεί, ακόμα και να φωνάξει ποιος θα την ακούσει; Ποιος θα την καταλάβει;
Ποιος θα ενδιαφερθεί;
Μήπως ο νόμος; Αυτόν κάνουμε μαύρα μάτια να τον δούμε!
Πάντα περνάει τρέχοντας!  Πάντα μας προσπερνάει!
Και μου είπε μια φίλη, τον πανικό που ένοιωσε, όταν άκουσε να της χτυπούν το παράθυρο του μπαλκονιού της. Και είδε έναν μελαμψό, να της ζητά να μπει. Πού να ανοίξει; Άρχισε να φωνάζει, και τελικά έμαθε, ότι ήταν ένας από κάποιους που έμεναν στη διπλανή πολυκατοικία. Τσακώθηκαν, και ήρθε η αστυνομία. Και βρέθηκε έξω από το παράθυρο της. Και ήταν βραδάκι, και είχε το μωρό της και ο άντρας της έλειπε.
Ψυχοφθόρα η ζωή στην χώρα μας, εδώ και καιρό!
Και ρημάζουν τα κτίρια τριγύρω μας, και είναι βασανιστήριο να σκέφτεσαι να κατέβεις στο κέντρο, και είναι μαρτύριο να παίρνεις την συγκοινωνία!
Πάντα κάποιος θα σου την ''πέσει'', πάντα κάποιος θα σε ενοχλήσει!
Και πάντα έχουμε αυτό το συναίσθημα....του πνιγμού....της ασφυξίας....της απελπισίας....του εγκλωβισμού....!
Κάθε σπίτι είχε πάντα το δικό του καημό, τα δικά του καλά και τα δικά του άσχημα!
Μα ήταν Ελληνικό σπίτι! Που μιλούσε την ίδια γλώσσα με σένα! Είχε τους ίδιους προβληματισμούς, έκανε τις ίδιες προσπάθειες, είχε την ίδια πίστη, την ίδια νοοτροπία, τις ίδιες συνήθειες, τις ίδιες ρίζες, τα ίδια έθιμα και παραδόσεις!
Τώρα είναι σπίτια που είναι σταθμοί περάσματος όσων μπαίνουν λαθραία και έρχονται να περάσουν τη νύχτα τους, είναι σπίτια κοινόβια που μένουν είκοσι μέσα και δεν ξέρεις ποιοι.
Και οι ιδιοκτήτες τους είναι αδιάφοροι, αρκεί να παίρνουν το μηνιάτικο. Και που παρουσιάζονται, μόνο αν δεν πληρωθεί το νοίκι.
Και η πόλη άλλαξε μορφή! Άλλαξε ύφος! Η φθορά και η βρώμα την κάλυψαν, την παραμόρφωσαν, την αλλοίωσαν!
Και θέλω να βγω στη μέση του δρόμου, και να βγάλω ΜΙΑ ΚΡΑΥΓΗ....ΜΑ ΜΙΑ ΚΡΑΥΓΗ....
Ε!...Μ' ΑΚΟΥΕΙ ΚΑΝΕΙΣ;...... ΕΔΩ ΕΛΛΗΝΙΔΑ!.... ΕΚΠΕΜΠΕΙ ΣΟΣ!!.....
Μ' ΑΚΟΥΤΕ;;..... ΥΠΑΡΧΕΙ ΚΑΝΕΙΣ;;;........................ΕΛΕΟΣ!!! ΛΥΠΗΘΕΙΤΕ ΜΙΑ ΠΟΛΗ ΠΟΥ ΑΡΓΟΠΕΘΑΙΝΕΙ!!....ΛΥΠΗΘΕΙΤΕ ΜΙΑ ΧΩΡΑ ΠΟΥ ΔΟΛΟΦΟΝΕΙΤΑΙ!!......