Σάββατο 22 Οκτωβρίου 2016

Στις πτυχές του ουράνιου τόξου..







Σαν γκρίζα μέρα που οι στάλες της βροχής
 είναι υγρό προπέτασμα στην κουρασμένη μου ματιά,
κι η μαύρη καταχνιά παραφυλά
σαν τον εχθρό στις παιδικές αράδες του παραμυθιού,
σαν μια κουρελιασμένη μαριονέτα
που παροπλίστηκε απ’ τη πολλή τη χρήση πια,
κοιτάζω τη παλέτα της ζωής.
Άχρωμη και άτονη
και στις γωνιές της φαγωμένη από βιώματα που μόνο πόνο προκαλούν
 κείτεται σε μια γωνιά,  η δόλια η ψυχή μου.
Απόκαμα απ’ το γκρίζο χρώμα πια.

Και τότε σαν μια αχνή αχτίδα που χαροπαλεύει,
έρχεται από κάπου μακριά,
 θαμμένο και χαμένο στη θυρίδα του ανήλεου χρόνου,
 μια θύμηση.
 Σαν νότες τραγουδιού, διστακτικές και σιγανές,
 με της επίμονης προσπάθειας να ζωντανέψουν καρτερούν,
 το γκρίζο το μουντό να σπάσουν,
 να το σκορπίσουν μέσα σε ουράνιου τόξου λαμπερές πτυχές.
Δυο παιδικά χεράκια και μια αγκαλιά, χαμόγελο στα χείλη μου γεννούν κι αμέσως άσπρο χρώμα φωτεινό σαν τα λευκά τα περιστέρια, καλύπτουν της θλίψης τη θωριά.
Κι έπειτα,   θύμηση χαμόγελου, αγάπης και έρωτα έκφραση,
γεμίζουν με κόκκινες γραμμές και ροζ όπου με το άσπρο μου σιμώνουν.
Της θάλασσας το λίκνισμα μου έρχεται στο νου,
 μια όμορφη ημέρα ενός καλοκαιριού,
και το καθάριο μπλε μαζί με το γαλάζιο του ουρανού,
γεμίζουν με ζαφείρια   άχρωμες γωνιές.

Μια φρέσκια αύρα σαρώνει τη ψυχή
 και αμέσως κάποιος σπόρος που η νάρκη τον κρατούσε κοιμισμένο
 βλασταίνει και ανθίζει.
Με χρώμα πράσινο βαθύ
 και με το γόνιμο καφέ της γης γεμίζει τώρα το κενό.
Κι όλα μαζί φωτίζονται και λάμπουν
 από αχτίδες κίτρινες σαν ήλιος ζωογόνος.
Ξάφνου γεννιούνται πινελιές λιλά, πορτοκαλί
σαν τα λουλούδια του αγρού, άδολα, ανεπιτήδευτα μα απόδειξη ύπαρξης ζωής .
Γρήγορα, αποφασιστικά, ξεθάβω κάθε σπιθαμή χαράς,
κάθε ανάμνηση γλυκιά
με θαλπωρής και με αγάπης φορεσιά να ντύσω
ό,τι απόμεινε από το παλιό, θλιμμένο γκρίζο.

Αυτή ήταν η συμμετοχή στο ''13ο Συμπόσιο Ποίησης '' της Αριστέας μας που για μια ακόμα φορά διοργάνωσε με επιτυχία και μας έδωσε την ευκαιρία να απολαύσουμε υπέροχες εμπνεύσεις φίλων. 

Τετάρτη 12 Οκτωβρίου 2016

Προβλέψεις....







Πάντα υπήρχε μια προκατάληψη και μερικές φορές και κάποιος φόβος,  για όσες έλεγαν τα χαρτιά, το φλιτζάνι και γενικά για όσους εφάρμοζαν μεθόδους,  έξω από τα όρια της λογικής και του χειροπιαστού.

Όμως κάπως έπρεπε να ζήσω και αφού θεωρούσα πως μπορούσα να βγάλω το ψωμί μου με αυτόν τον τρόπο, σκέφτηκα γιατί να μην το εκμεταλλευτώ.

Εξάλλου οι άνθρωποι είχαν μια επιθυμία από τα αρχαία χρόνια να νομίζουν πως μπορούν να  κάνουν κτήμα τους το μέλλον και να το ορίσουν.

Έτσι λοιπόν άρχισα να μελετώ χάρτες, την τροχιά των πλανητών, να ρίχνω τα χαρτιά και να διαβάζω φλιτζάνια.
Ούτε θυμάμαι σε πόσους είπα πως θα διαβούν μεγάλη πόρτα, πως θα τους τύχει αρρώστια, ή θα κερδίσουν πολλά χρήματα. Πως πάνω σε δύο (από ώρες έως χρόνια) θα γνώριζαν τον έρωτα της ζωής τους και τον πρίγκιπα του παραμυθιού. Για να μην υπολογίσω τα φίδια που σήμαιναν εχθρό, την γάτα που σήμαινε γυναίκα και το ψάρι που σήμαινε λαχτάρα. Κι αν κάποια ήθελε να προκαλέσει έρωτα σε κάποιον βαθύ και σφοδρό, την έστελνα μια βραδιά με πανσέληνο να περάσει εννιά φορές τη φωτογραφία του πάνω από ειδικά κεριά που έκαιγαν και να δέσει τρεις κόμπους σε σκοινί για να ξορκίσει τους τρίτους που δεν ήθελαν την ένωση τους, διαβάζοντας ειδικά ξόρκια που της έδινα γραμμένα σε κάποιο χαρτί.

Τέτοια έκανα και έβγαζα το ψωμί μου. Κι αν έπεφτα μέσα σε κάποιες  προβλέψεις, τότε αυτή με εκθείαζε στις φίλες της και η πελατεία μου αυξανόταν. Δεν είχα παράπονο από πελατεία είχα μπόλικη. Μόνο που να το μαράζι μου ήταν, πως δεν μπορούσα να προβλέψω τα μελλούμενα της δικής μου ζωής.

Κι αν με ρωτούσατε, και με έπιανε κρίση ειλικρίνειας, θα σας έλεγα πως ο πνιγμένος πιάνεται από τα μαλλιά του. Μεγάλη απελπισία μαστίζει τον κόσμο, και πολλά τα προβλήματα που πρέπει να λυθούν. Στην απελπισία του ο καθένας ψάχνει την ελπίδα όπου μπορεί. Στον πάτο ενός φλιτζανιού και στα κατακάθια του καφέ, στις φιγούρες μιας τράπουλας ή στα άστρα που περιδιαβαίνουν το σύμπαν .
Αυτό είδε κι ο Μήτσος. Είδε την μεγάλη πελατεία μου, και άρχισε να μου κάνει τα γλυκά μάτια. Κι εκεί που αντιστεκόμουν αρχικά, ένα γλυκό σύθαμπο, λύγισα και έγινα δική του. Κι όταν πλέον είχα γλυκαθεί από τα κάλλη του, άρχισε να μου λέει πόσα προβλήματα έχει και πως χρειάζεται χρήματα για να είναι λεύτερος και να μπορέσει να χαρεί την αγάπη και την ευτυχία μαζί μου.

Τι να έκανα;   Άρχισε λοιπόν να με αρμέγει όπως αρμέγουν τις αγελάδες. Το χρήμα που του έδινα δεν το λογάριαζα μια και κάθε φορά που πλήρωνα μου χάριζε μοναδικές στιγμές έρωτα. Άρμεγα εγώ τους πελάτες, και ο Μήτσος άρμεγε εμένα.


Κι εγώ η σούπερ μάντισσα, δεν μπόρεσα να πάρω είδηση, αυτό που θα συνέβαινε. Τα χρήματα μου πέρασαν στα χέρια του Μήτσου που πιάστηκε από το νόμο για   παρανομίες, και κάρφωσε και μένα. Τώρα περιμένοντας τη δίκη μου σκέφτομαι πως αν είχα φτιάξει έναν καφέ για τον εαυτό μου ίσως να είχα αποφύγει το ζοφερό μέλλον μου. Ίσως!!

Αυτή ήταν η συμμετοχή μου στο ''Παίζοντας με τις λέξεις #9'' της Μαρίας που μας φιλοξενεί και μας χαρίζει στιγμές απόλαυσης και δημιουργίας.