Τρίτη 29 Μαρτίου 2016

Ανάμνηση του Μάρτη!

Σαλιγκάρια, μια αξέχαστη γνωριμία!


Κόντεψε να φύγει ο Μάρτης, και να πατήσω την υπόσχεση στον εαυτό μου, κάθε μήνα να γράφω και μια ανάμνησή μου, καλή ή κακή δεν έχει σημασία.
Μια και τώρα ευκαίρησα, αυτός ο Μάρτης πολύ πνιγμένος, είπα να φανώ συνεπής, πριν εκπνεύσει ο μήνας.

Ήταν λοιπόν ένα μικρούλι κοριτσάκι, τόσο δα, που η μητέρα του το έπαιρνε πάντα μαζί της στα ψώνια.
Η μικρούλα είμαι εγώ, μια ξανθομαλλούσα με μπουκλάκια πολλά, που με κρατούσε η μητέρα μου από το χέρι, κι εγώ έπαιρνα γεύσεις από τον κόσμο.
Ήταν η μέρα της αγοράς θυμάμαι, και είχαμε βγει να αγοράσουμε λίγο κρέας, κανένα ψάρι, τυροκομικά, και διάφορα άλλα.

Φτάσαμε κοντά στην κεντρική αγορά, και η αγαπημένη μου στάση, ήταν στη βιτρίνα του μεγάλου pet shop που βρισκόταν στη γωνιά της πλατείας.
Κάθε φορά, έβλεπα διάφορα. Πότε είχε κουνέλια, πότε είχε πουλιά, πότε σκυλάκια. Σε όλα είχα αδυναμία, μικρούλια κι αυτά σαν και μένα. Αυτή τη φορά είχε έναν τεράστιο παπαγάλο θυμάμαι. Πολύς κόσμος σταματούσε μπροστά σε αυτό το μαγαζί.
Η μητέρα μου πάντα μου έκανε το χατίρι, να σταματήσουμε εκεί λίγη ώρα, ώστε να μπορέσω να χαζέψω τα ζωάκια.

Η επόμενη στάση μου, ήταν στο μαγαζί που υπήρχε πάντα ουρά από κόσμο, για να φάμε την αγαπημένη μου τυρόπιτα, από τον κύριο Σταύρο, που πάντα με κερνούσε και ένα γλειφιτζούρι, καθώς πληρώναμε στο ταμείο.

Η σημερινή μας αγορά, αφορούσε κυρίως τα υλικά όπως έλεγε την προηγούμενη μέρα η μητέρα μου, για ένα νέο φαγητό που διάβασε στον αγαπημένο της Τσελεμεντέ.  Πήγαμε στο κατάστημα που συνήθως ψωνίζαμε, και ανάμεσα σε όλα πρόσεξα και ένα δίχτυ, γεμάτο από μικρά στρογγυλά πραγματάκια με ρίγες. 

''Τι είναι αυτά μαμά;''

''Σαλιγκάρια, μου απάντησε.’’  

Μόλις τελειώσαμε, γυρίσαμε στο σπίτι. Έπειτα από λίγο, ανέβηκα στη καρέκλα, σαν παρατηρητής να παρακολουθήσω την τακτοποίηση των αγορών μας.
Κάποια στιγμή την βλέπω που αδειάζει το δίχτυ σε ένα τρυπητό, και αρχίζει να πλένει τα ριγωτά σχήματα.    
Όταν πλύθηκαν, τα έβαλε σε μια μεγάλη κατσαρόλα με νερό, κι εγώ απόρησα.  

-Τι κάνεις τώρα μαμά; … τη ρώτησα.

Και μου απαντάει πως τους έφτιαχνε πισίνα για να κάνουν μπάνιο. Η απάντηση με έκανε να απορήσω περισσότερο, με αποτέλεσμα να ακολουθήσει ένας καταιγισμός ερωτήσεων. Γιατί, πώς, τι είναι;  Σε αυτά τα στρογγυλά λέει, τα σαλιγκάρια, κατοικούσαν ζωντανά πλάσματα. Και τα στρογγυλά ήταν το σπίτι τους. Όμως μπορεί κάποια να είχαν πεθάνει στο κρεβατάκι τους, και γι’ αυτό τα βάζουμε σε νερό για να δούμε ποια είναι ζωντανά.

''Και δεν θα πνιγούν;''

''Όχι δεν κινδυνεύουν, μη φοβάσαι... όταν θα βγουν θα σε φωνάξω''.

Τα σαλιγκάρια αλλάχτηκαν νερά αρκετές φορές, και έμειναν στη κλειστή κατσαρόλα όλη νύχτα.

Έπεσα για ύπνο, και το πρωί, με το που άνοιξα τα μάτια, όπως ήμουν ξυπόλητη, η πρώτη μου σκέψη ήταν να τρέξω στη κουζίνα. Η κουζίνα ήταν πιο ψηλή μου, κι εγώ σηκώθηκα στις μύτες των ποδιών μου, προσπαθώντας να φτάσω την κατσαρόλα.

''Τι κάνεις εκεί'' με ρώτησε η μητέρα μου.

''Θέλω να δω τα ζωάκια''.


Τράβηξα τη καρέκλα, και σκαρφάλωσα πάνω. Η μητέρα μου ήταν κοντά και με παρακολουθούσε. Μου άνοιξε το καπάκι, και ως εκ θαύματος, είδα μικρά πλάσματα να περιδιαβαίνουν στα τοιχώματα της κατσαρόλας, σέρνοντας και το σπίτι τους μαζί. Η κουζίνα θυμάμαι, γέμισε από τις φωνές μου, όταν κάποια είδα να είναι και στο καπάκι ανεβασμένα. Υπήρχαν και δυο τρία σπίτια στον πάτο, που οι ένοικοι δεν είχαν βγει να κόψουν βόλτα. Είχαν πεθάνει τα κακόμοιρα. Η κηδεία τους έγινε στον σκουπιδοτενεκέ. Το νερό αλλάχτηκε ξανά, οριστικά αυτή τη φορά. Κι εγώ ενθουσιασμένη χτυπούσα τα χέρια μου.

Την συνέχεια δεν την είδα η μητέρα μου με πήγε μέσα να πλυθώ, να ντυθώ και να παίξω. Δεν ήθελε βλέπετε, να μειώσει τον παιδικό μου ενθουσιασμό, ούτε να είμαι μπροστά την ώρα που  τα πρώτα ζωάκια που ήρθαν σπίτι μου, θα μαγειρεύονταν  ζωντανά για να γεμίσουν το πιάτο μας.

Το μεσημέρι, που ήρθε και ο πατέρας μου από τη δουλειά, με φώναξαν στο τραπέζι. Αφού έπλυνα τα χέρια, και σκαρφάλωσα στη καρέκλα, κοιτάζω όλο περιέργεια, το πιάτο με το φαγητό που ήταν μπροστά στον πατέρα μου.

-Τι είναι αυτό μπαμπά;…. ρωτάω υποψιασμένη, γιατί τα στρογγυλά πραγματάκια μου θύμιζαν κάτι.

Κι ο πατέρας μου ανύποπτος, μου λέει
-Σαλιγκάρια είναι αγάπη μου….


Κατεβαίνω φουριόζα από τη καρέκλα, καλά που δεν έπεσα με το κεφάλι, και τρέχω στη κουζίνα για να δω τη κατσαρόλα με τα ζωάκια.
Σουφρώνω τα χειλάκια μου, και λέω με τρεμάμενη φωνή στη μαμά μου.

-Πού είναι τα ζωάκια;

Όταν μου είπαν ότι τα ζωάκια τα πήραμε για να τα φάμε, χαλασμός κόσμου θυμάμαι. Κανείς δεν έφαγε, όλοι προσπαθούσαν να με ηρεμήσουν από τα κλάματα. Και ήταν τόση η στενοχώρια μου για εμάς που θα τρώγαμε τα ζωάκια που κυλούσαν στη κατσαρόλα ανύποπτα, που σαλιγκάρια δεν έχω δοκιμάσει μέχρι σήμερα.

Και όπου βρίσκομαι ακόμα και μέχρι τώρα που σας γράφω την εμπειρία μου, όταν βρέχει, πάντα κοιτάω κάτω. Κι όταν δω σαλιγκάρι, να βρίσκεται στο πέρασμα ανθρώπινου ποδιού, και  να κινδυνεύει να πατηθεί, το πιάνω και το μεταφέρω σε ασφαλές σημείο, μονολογώντας

-Μικρούλι να προσέχεις μη σε πατήσουν… λες και θα με ακούσει!

Τετάρτη 23 Μαρτίου 2016

Συνομιλώντας με τις Εποχές!



 Το κρύο έμπαινε από παντού. Παρόλο που προσπαθούσα να κλείσω και τη πιο μικρούλα χαραμάδα, παρόλο που είχα ανάψει μια φωτιά που κινδύνευε να τα αγκαλιάσει όλα στις πύρινες φλόγες της, ωστόσο ο χώρος δεν έλεγε να ζεστάνει.

Κουράστηκα σκεφτόμουν. Αυτός ο χειμώνας είναι μακρύς. Αισθάνθηκα να με πνίγει.

-Με πνίγεις… φώναξα έντονα! …Σε βαρέθηκα πια!... Ποιος νομίζεις πώς είσαι;… συνέχισα να φωνάζω.

-Εσύ,..  ποιος νομίζεις πώς είσαι και τολμάς να λες βαρέθηκα;…

Άκουσα μια βαθιά φωνή να μου απαντάει με αυταρχικό τόνο.

-Είμαι ο Άνθρωπος... απάντησα.

-Κι εγώ είμαι ο Χειμώνας. Αν με βαρέθηκες , γιατί δεν έρχεσαι να μου τα πεις; Σίγουρα δεν σκιάζεσαι!

-Το λες, γιατί ξέρεις πως με ένα φύσημα του ανέμου σου,   θα με γκρεμίσεις στα βάραθρα, μόνο και μόνο επειδή αντέδρασα. Είναι εύκολο να κάθεσαι και να μην έχεις αντίλογο.

-Σου υπόσχομαι  πως θα σε αφήσω να σταθείς μπροστά σε μένα και τα αδέλφια μου και θα σε ακούσουμε.  

 Το αποφάσισα! Ήταν σπάνια ευκαιρία να μιλήσω με τις εποχές. Αλλά τον Χειμώνα τον φοβόμουν λίγο.   Πώς θα τα καταφέρω; Μα είμαι ο Άνθρωπος. Που όταν το αποφασίσει,   καταφέρνει ό, τι βάζει στο μυαλό του.

Πήρα λίγα πράγματα μαζί μου, και  μόλις χάραξε ξεκίνησα. Όσο προχωρούσε η μέρα,   ο αδύναμος ήλιος,     έκανε την  πορεία μου  πιο εύκολη. Πήρα τον  δρόμο που οδηγούσε ψηλά στην κορφή του Απάτητου. Ο Απάτητος ήταν ένα τεράστιο βουνό, που η κορυφή του δεν φαινόταν. Ήταν πάντα καλυμμένη από μπαμπακένια ομίχλη. Δεν υπολογίστηκε ποτέ, γιατί το βασίλειο στην κορφή, ήταν πέρα και πάνω από τα σύννεφα.

Ο δρόμος ήταν   δύσβατος. Το κρύο τσουχτερό, αλλά το άχτι μου, καυτό μέσα μου, μου τόνωνε το ηθικό,  και μεγάλωνε  τις αντοχές μου.

Μέρες πριν, η θέα πίσω μου έμοιαζε τόσο μικρή που μπορούσα να τη κλείσω  στη χούφτα μου. Τότε ήταν που πέρασα το κατώφλι της άσπρης ομίχλης, αυτής που μοιάζει σαν ξασμένο μπαμπάκι, σαν το λευκό χνάρι της αθωότητας. Και   κόπασε ο άνεμος, και μια κατάλευκη απεραντοσύνη με έζωσε από παντού. Μπροστά  μου ξεπρόβαλε, η ανοιχτή πύλη ενός τεράστιου λαμπερού  πύργου.

Και την διάβηκα, χωρίς κανείς   να με σταματήσει. Μια μεγάλη αίθουσα με ένα έντονο φως στο βάθος και κάπως ψηλά, φαινόταν να με προσμένει και να με καλεί.
Πήρα βαθιά ανάσα και καλύπτοντας τα μάτια με το χέρι μου, βάδισα προς την κατεύθυνσή του.

Όταν πλησίασα αρκετά, το φως που πήγαζε όπως κατάλαβα,  από την αίγλη τους, έγινε λίγο πιο αδύναμο, τόσο, όσο να μπορώ να διακρίνω τις επιβλητικές παρουσίες, τα παιδιά του αιώνιου Χρόνου, καθισμένα στους θρόνους τους.
 Τον λευκοντυμένο αυστηρό  γέρο,    τον Χειμώνα.
 Την γυναίκα με το λουλουδένιο στέμμα και το καλοσυνάτο χαμόγελο, την  Άνοιξη. 
Τον  άνδρα με τον μανδύα στο χρώμα του πρωινού του Οκτώβρη, που δεν ήταν άλλος από το Φθινόπωρο. 
Και έναν  ανέμελο νέο με γαλάζια φορεσιά και μαλλιά χρυσά σαν το φως του ήλιου. Το Καλοκαίρι.
 Μπροστά μου,  Εγώ, ο μοναδικός θνητός, είχα ολοζώντανες και μεγαλειώδεις τις τέσσερις εποχές. 

-Εσύ λοιπόν είσαι ο Άνθρωπος. Ναι, τώρα σε αναγνωρίζω. Είσαι αυτός με την αλαζονεία στη φωνή, και την απερισκεψία στην πράξη…. είπε ο χειμώνας.

-Είμαι αυτός που αντιμετωπίζει όλα τα προβλήματα που δημιουργεί η βασιλεία σου…. απάντησα με θράσος.

-Λοιπόν τι λες; Λες δηλαδή ότι θα ήσουν καλύτερα χωρίς εμένα;

-Σίγουρα δεν θα ήμουν χειρότερα. Εσύ κάθεσαι εδώ και στέλνεις τους Ανέμους να κάνουν όλη την δουλειά σου, δημιουργείς το κρύο, το χιόνι, τις καταιγίδες. Βροντάς και αστράφτεις όποτε κρίνεις, και δεν σκέφτεσαι εμάς τους  ανθρώπους. Που ψάχνουμε τρόπους να ζεσταθούμε, που μπορεί να μην έχουμε σπίτια, που μένουμε μέσα στις λάσπες και τα νερά της βροχής. Που γεννάμε τα παιδιά μας στα χωράφια ενώ μας μαστιγώνεις με τις καταστροφικές νεροποντές σου και το κρύο που παγώνει κάθε ζωή. Και οι αρρώστιες μας σκοτώνουν, και η πείνα μας θερίζει. Μας μετατρέπεις σε θηρία με τη σκληρή συμπεριφορά σου. Αδιάφορος για τα δεινά μας.

-Απερίσκεπτε Άνθρωπε, γιατί θεωρείς εμένα δημιουργό των δεινών σου; Γιατί με κατηγορείς για την συμπεριφορά μου το διάστημα της βασιλείας μου, όταν δεν σκέφτεσαι στο ελάχιστο ότι είσαι κομμάτι αυτής της φύσης που υπάρχει γύρω σου; Όταν εσύ έχεις εμένα κάποιοι άλλοι άνθρωποι έχουν τα αδέλφια μου. Το Καλοκαίρι, την Άνοιξη και το Φθινόπωρο.

 Κοιτούσα απορημένος  όταν η Άνοιξη είπε ήρεμα. 

-Δεν γνωρίζεις ότι αυτό είναι ορισμένο έτσι, για να υπάρχει διάστημα ανασύνταξης και ξεκούρασης πριν αρχίσει ξανά το έργο της νέας δημιουργίας;  Γιατί νομίζεις ότι η βασιλεία όλων μας, σου προκαλεί δεινά, ενώ όλη αυτή η λειτουργία, σου είναι γνωστή από τότε που φτιάχτηκε ο κόσμος;

-Δεν το ξέρεις, είπε το Φθινόπωρο, ότι στη Φύση, πρέπει να υπάρχει ισορροπία;  Ό,τι εσύ είσαι αυτός, που θεώρησες Εαυτόν, Κυρίαρχο και Αφέντη του Σύμπαντος;
-Πώς κάνω ζημιά Εγώ; Και γιατί με κατηγορείτε για τόση έπαρση;

- Εσύ, είπε γλυκά η Άνοιξη,  επηρεάζεις τη δουλειά μας, όταν επιλέγεις την τεχνολογική ανάπτυξή σου σε παραπάνω βαθμό από ό, τι χρειάζεσαι.  Όταν στραγγίζεις ολόκληρη τη πλάση, για να έχεις αγαθά που θα καλύψουν την άναρχη και χωρίς λογική, διαβίωσή σου. Κάθε γέννα είναι ευλογημένη! Αλλά εσύ Άνθρωπε, γιατί κάνεις παιδιά, αφού μετά δεν μπορείς να καλύψεις τις ανάγκες τους;

- Κι αφού τα γεννάς, είπε το Καλοκαίρι,  γιατί τα μεγαλώνεις χωρίζοντας τα σε ομάδες που σκοτώνονται μεταξύ τους;

- Εσύ είσαι αυτός που δεν βάζεις φρένο στη δίψα σου για εφήμερο κέρδος, είπε το Φθινόπωρο.  Αλαζονεία δεν είναι να κατηγορείς τον Χειμώνα επειδή πήρες έναν πλούτο  και τον ξοδεύεις ασύστολα;

-Ή νομίζεις πως όταν κρατάω περισσότερο, δεν φταις Εσύ καθόλου; …ρώτησε ο Χειμώνας.

-Γιατί φταίω;...ψέλλισα.

-Στο είπα! Είσαι άπληστος και ανεύθυνος. Δεν σκέφτεσαι πως θα ζήσεις το αύριο.

- Εσύ είσαι αυτός που δεν νοιάζεται για το βασίλειο,  του οποίου είσαι απλά θεματοφύλακας! …είπε το Καλοκαίρι.

-Δεν έχεις σεβασμό στη Φύση, που τη μολύνεις και την καταδικάζεις σε θάνατο, μικρέ και πλεονέκτη Άνθρωπε, ακούστηκε ξανά θλιμμένη η φωνή της Άνοιξης.   Δεν έχεις σεβασμό στα ζώα και στα φυτά. Τα καταστρέφεις, και έχεις καταφέρει να εξαφανίζεις ολόκληρα είδη, πολλές φορές, μόνο για το κέφι σου.  Και μη νομίζεις πως μόνο από τον αδελφό μου το Χειμώνα,  έχεις παράπονα. Όταν βασιλεύω εγώ, έχεις παράπονα με τις αρρώστιες που Εσύ δημιούργησες, με την μανία σου για μεγάλα κτίρια και τεράστιες πόλεις, και τη μόλυνση, που προκάλεσες,  στο όνομα του πολιτισμού σου. Εσύ γέννησες τη καταστροφή του περιβάλλοντος, την πείνα, τον πόλεμο, τον θάνατο, το χρήμα.

-Κι  Εσύ καις τα πάντα, χωρίς να προστατεύεις ό, τι αγαθό σου δόθηκε απλόχερα, ώστε  να το προσφέρεις στα παιδιά σου.... συμπλήρωσε το Καλοκαίρι.

- Ακριβώς, είπε πάλι η Άνοιξη, στη βασιλεία του Καλοκαιριού, θα έπρεπε να χαίρεσαι και να απολαμβάνεις τον ήλιο, τον Ζωοδότη. Αλλά πάλι   βρίσκεις τρόπους για να καταστρέφεις την Πλάση, χωρίς να σέβεσαι ούτε ένα κλωνάρι δέντρου. Γιατί νομίζεις ότι το Σύμπαν, και εμείς οι Εποχές θα σε φροντίζουμε αιώνια; Γιατί νομίζεις ότι θα ταΐζουμε για πάντα το αδηφάγο τέρας κέρδους που έχεις μέσα σου;

-Κάτσε και σκέψου, συνέχισε ο Χειμώνας, εγώ σε λίγο θα πάω αλλού, για να δώσω την ευκαιρία και σε κάποιους άλλους όμοιούς σου να πέσουν σε νάρκη και ηρεμία και να ανασυνταχθούν. Θα έρθει η αδελφή μου η Άνοιξη, για να γεμίσει με λουλούδια τη Πλάση, και να σου δώσει νέα ώθηση ζωής.  Σκέψου, πως είναι καιρός, να σταματήσεις αλαζονικά να απαιτείς μόνο. Πρέπει και να προσφέρεις! Γιατί η Κλεψύδρα του Χρόνου δεν έχει γυρισμό. Και ό,τι πετάς χωρίς σεβασμό τώρα, και ό,τι πράττεις χωρίς σύνεση ενάντια στη Φύση και στους ομοίους σου, γίνεται ο δήμιος σου και η αιτία του αφανισμού των παιδιών σου.

Το ύφος τους έδειχνε πως η συνομιλία είχε τελειώσει, κι εγώ …. Εγώ δεν είχα μιλήσει και πολύ, γιατί όλα τα επιχειρήματά μου, είχαν διαλυθεί με τις πρώτες τους λέξεις. Με σκυφτό το κεφάλι, και γεμάτος απέχθεια για το είδος μου, βγήκα από το κάστρο. Και όσο κατέβαινα το βουνό, τόσο ένοιωθα να αλλάζω μέσα μου. Αρχικά ένοιωσα σαν κακομαθημένο παιδί που αρνήθηκαν να του κάνουν το χατίρι. Μα σε λίγο αισθάνθηκα απελπισμένος για την Ανθρώπινη πορεία.

-Όχι Άνθρωπε, δεν τα έχασες όλα ακόμα…. είπε μια γλυκιά φωνή.

 Γυρίζω το κεφάλι προς τα πάνω και βλέπω την Άνοιξη να μου χαμογελά.

- Ήρθα ξανά, για να σας δώσω πάλι μια ευκαιρία. Πρέπει να αγαπήσετε και να νοιώσετε πρώτα σεβασμό για τους εαυτούς σας και για τη Ζωή. Όταν τα νοιώσετε αυτά, τότε θα νοιώσετε την Αγάπη και τον σεβασμό για την Φύση και για όλα τα πλάσματα. Μα μην καθυστερείτε… Η άμμος στην κλεψύδρα δεν έχει τελειώσει ακόμη. Σκέψου Άνθρωπε, σκέψου,…  Αγάπησε, και πράξε συνετά! Για να έχεις μέλλον!  

Έβαλα φτερά στα πόδια, και έτρεξα στα καταπράσινα λιβάδια που φάνηκαν μπροστά στα μάτια μου. Ρουφώντας άπληστα τις ευωδιές, ξεκίνησα αποφασισμένος να χτίσω ένα καινούργιο ονειρεμένο κόσμο για το Αύριο.
 
 Αυτή ήταν μια ακόμη συμμετοχή μου στο Η Ζωή είναι ωραία της Αριστέας για το ''Μέρες Άνοιξης''

Τρίτη 22 Μαρτίου 2016

25λεκτο ξανά!




                             
                                 

Πώς να εκφράσεις σε 25 λέξεις,

τα χνάρια της ανθρώπινης εγκατάλειψης,

τα χρώματα που ξεθωριασμένα βουβάθηκαν,

τον ξεπεσμό και την κατάντια, ενός κόσμου,

πλασμένου για Μεγάλα πράγματα, 

που αποδείχθηκε μικρός;


 
 



Αυτή ήταν η δική μου συμμετοχή στο 25 λέξεις του μπλογκ Κείμενο της φίλης μας Μαρίας  

Ένα μπράβο σε όλες τις συμμετοχές, συγχαρητήρια στη νικήτρια, και ευχαριστώ στη Μαρία για τη φιλοξενία και τη διοργάνωση.

Σάββατο 19 Μαρτίου 2016

Προσμονή!…



Λικνίστηκα με το σκαρί μου ακολουθώντας το ρυθμό των κυματισμών σου.


Πήρα από τη τωρινή γαλήνια απεραντοσύνη σου, αλμύρα, και την απίθωσα στις χειμωνιάτικες αντάρες, νωπές ακόμα,  να πάρουν πιο γοργά, το δρόμο προς τη λήθη.


Είδα τα δειλά  κίτρινα πέταλα του τριφυλλιού να ξεπροβάλλουν, και πέρασα από πάνω το χάδι του χεριού μου.

Σε προσμένω…

Να δώσεις χρώμα στις γκρίζες μου εικόνες. Άπληστα να ρουφήξω ευωδιές, βγαλμένες από τα φρεσκοανοιγμένα σου μπουμπούκια και από το νιόφερτο αεράκι να αναδώσω.  



Να ζωγραφίσω  με πέταλα πολύχρωμα, το όνομα σου στους Αιθέρες!

ΑΝΟΙΞΗ!!!...

Σε προσμένω….



Να γεννηθώ ξανά, και έχοντας φτερά, αμέσως  να πετάξω, για να χαθώ, μέσα στους  απαλούς και κατακίτρινους ανθούς.


 Να ταξιδέψω στης πανέμορφης και λατρευτής  μιμόζας, τα κλαδιά.

Κι ύστερα, στη πλάτη του ανοιξιάτικου  χελιδονιού, να κατεβώ στην καταπράσινη τη γη,
 να την περιδιαβώ ξυπόλητη,
 και να γενώ ένα κι εγώ, 
 με τη λουλουδιασμένη ύπαρξή της!

Μόνο γι’ αυτό σε περιμένω …. Μην αργείς!.....


Αυτή είναι η συμμετοχή μου για το  ''Μέρες Άνοιξης'' της Αριστέας, στο μπλογκ ''Η ζωή είναι ωραία...''

Τετάρτη 16 Μαρτίου 2016

Η ΣΟΦΙΤΑ: Ξεθάβοντας Αλήθειες.......



Το κουδούνι χτύπησε επίμονα άλλη μια φορά, προκαλώντας την απορία της Σόφης και του Ορέστη που παρέμεναν μπροστά στη κλειστή πόρτα. Δεν πρόλαβαν να τη δουν καλά-καλά να ανοίγει, ούτε καν να αρθρώσουν λέξη, σαν είδαν το κορμί της Τούλας να σωριάζεται στα πόδια τους λιπόθυμο. Βγάζοντας μια κραυγή, έσκυψαν πάνω  από το ακίνητο κορμί, για να διαπιστώσουν γρήγορα πως η Τούλα ανέπνεε μεν, αλλά η ανάσα της έβγαινε αδύναμη και με δυσκολία. Η Σόφη όρμησε στο τηλέφωνο που βρισκόταν στο τραπεζάκι  για να καλέσει  βοήθεια, ενώ ο Ορέστης σκυμμένος πάνω από την θεία της. προσπαθούσε μάταια να την συνεφέρει .   

Ευτυχώς δεν άργησαν να ακουστούν λάστιχα αυτοκινήτου και σε λίγο ο γιατρός εξέταζε την ακίνητη γυναίκα στο πάτωμα.  

-Πρέπει να μεταφερθεί επειγόντως στο νοσοκομείο,… δήλωσε.

Εν τω μεταξύ, όσο ο γιατρός εξέταζε τη λιπόθυμη γυναίκα, η Σόφη κοιτούσε αμήχανα τριγύρω, σκεπτόμενη άθελά της, πόσα χρόνια είχε να έρθει σε αυτό το σπίτι. Ήταν παράξενο, μια γυναίκα που δεν παντρεύτηκε ποτέ, να φύγει από το πατρικό της σε μια επαρχιακή πόλη που όλα κουβεντιάζονταν και να έρθει να μείνει μόνη. Άραγε,.. γιατί διάλεξε να απομονωθεί στο σπίτι που είχε κληρονομήσει από την προγιαγιά της; Στα λίγα λεπτά που αυτές οι σκέψεις κυριαρχούσαν στο μυαλό της, η ματιά της, έπεσε στα αποκαΐδια που βρίσκονταν  στο τασάκι, και σε έναν κιτρινισμένο φάκελο που βρισκόταν πιο κει. Κάτι έκαψε η θεία της σ’ αυτό το τασάκι. Να ανήκαν αυτά τα αποκαΐδια στο περιεχόμενο αυτού του φακέλου; Γι’ αυτό άργησε να τους ανοίξει; Αν ήταν κάτι ασήμαντο, απλά θα το έσκιζε ή θα το τσαλάκωνε. Γιατί να το κάψει;

Μήπως αυτό, ήταν η αιτία που έχασε τις αισθήσεις της; Πήρε τον κιτρινισμένο φάκελο στα χέρια της. Η ημερομηνία του ταχυδρομείου ήταν χρόνια πριν. Αλλά αποστολέας δεν υπήρχε, μόνο το όνομα της θείας της, στη θέση του παραλήπτη.’’ Προς Δήμητρα Μιχαήλ’’.

Η φωνή του γιατρού που μιλούσε για τη μεταφορά της Τούλας στο νοσοκομείο, διέκοψαν απότομα τους συνειρμούς της.

Το αυτοκίνητο του Ορέστη ακολούθησε το ασθενοφόρο μέχρι το νοσοκομείο της κοντινής πόλης.

Η ατμόσφαιρα στο λευκό κτίριο, ήταν αποπνικτική. Είναι αβάσταχτη, η ώρα της αναμονής. Γιατροί και νοσοκόμες να τρέχουν συνεχώς, κι εσύ να παρακολουθείς αυτό το τρεχαλητό ανήμπορος να κάνεις κάτι. Απλά να κάθεσαι και να περιμένεις με αγωνία κάποιο νέο για το δικό σου άνθρωπο, ενώ ο πόνος σου αδελφώνεται με τον πόνο των διπλανών σου.

Είχε περάσει αρκετή ώρα, που η αναμονή την έκανε να φαντάζει αιώνας, και το ζευγάρι με ενωμένα τα χέρια, είχε βυθιστεί σε μια παράξενη σιωπή. Αλαφιάστηκε, όταν αισθάνθηκε ένα χέρι να ακουμπά στον ώμο της. Γύρισε το κεφάλι, και αντίκρισε την Γιώτα Αναγνώστου, τη μοναδική και επιστήθια παιδική φίλη της θείας της. Η Σόφη την θυμόταν από μικρή, σαν    αναπόσπαστο κομμάτι των πρώτων κιόλας αναμνήσεών της, να την φωνάζει Ζώτα, και να αισθάνεται πιο πολύ άνετα μαζί της, παρά με την Τούλα.

-Μόλις το έμαθα ήρθα όσο πιο γρήγορα μπορούσα… είπε η Γιώτα, και η αγωνία έδινε ένα χρώμα πόνου στη φωνή της. Είχαμε καμία εξέλιξη;

-Όχι, ..όχι ακόμα! Την εξετάζουν. Δεν έχουμε κανένα νέο, πέρα από αυτό. Στη συνέχεια συστήνει την Γιώτα στον Ορέστη, λέγοντας και σ’ εκείνον, για τη φιλία που συνέδεε τη Γιώτα και την  Τούλα από παιδιά.

-Γιώτα, με συγχωρείς που δεν σε πήρα αμέσως τηλέφωνο, αλλά δεν το σκέφτηκα έτσι ξαφνικά που έγινε. Εσύ την έβλεπες κάθε μέρα,… είχε προβλήματα υγείας η θεία μου;

-Ναι,… είπε εκείνη. Είχε πρόβλημα με την καρδιά της.. και αναστέναξε βαθιά.

 Έπειτα από λίγων δευτερολέπτων σιωπή, η Σόφη την άκουσε να μονολογεί.

-Καημένη Τούλα, μια ζωή διχασμένη ανάμεσα στην αγάπη και στη μάχη με τους προσωπικούς σου δαίμονες.

Η Σόφη ακούγοντας την, τη ρώτησε απορημένη τι εννοούσε. Η Γιώτα, βιάστηκε να απαντήσει, με ένα αμήχανο ύφος. Και ίσως λίγο ένοχο;…

-Έτσι το είπα,… δεν εννοούσα κάτι συγκεκριμένο. Απλά,.. ήταν πολλά χρόνια μόνη ….και πέρασε και στενοχώριες,… με τους θανάτους στην οικογένεια σας εννοώ.

Το κινητό της Σόφης χτύπησε, κι εκείνη βιάστηκε να απαντήσει.

-Όχι κύριε Ιωάννου δεν είμαι στην Αθήνα.... Είχα έρθει να δω τη θεία μου για την υπόθεσή μας, μαζί με τον Ορέστη, όμως μας πρόλαβαν τα γεγονότα. Φτάσαμε την ώρα που η θεία μου έπεσε λιπόθυμη χωρίς να ανακτήσει τις αισθήσεις της, και αυτή τη στιγμή την εξετάζουν…. Σας ευχαριστώ, κι εγώ το εύχομαι. Εσείς όμως γιατί με πήρατε;… Α έτσι;…. Α, ώστε τον βρήκατε;.. Μπορέσατε να του μιλήσετε;… Μάλιστα, καταλαβαίνω. Σας ευχαριστώ που με πήρατε. Θα είμαστε σε επαφή.

Έκλεισε το τηλέφωνο σκεφτική, και γυρίζοντας στον Ορέστη του είπε:

-Κανένας από όσους έχουν πεθάνει, και λέγονταν  Αγγέλου Γιώργος της Σοφίας δεν είναι αυτός που ψάχνουμε. Κανενός η ηλικία δεν ταίριαζε. Και επίσης μπόρεσε ξανά να μιλήσει με τον Αγγέλου με την επιχείρηση ηλεκτρονικών. Όμως φεύγει ταξίδι και δεν μπορούν να συναντηθούν προς το παρόν.


Η Σόφη, συζητώντας στο τηλέφωνο και στη συνέχεια με τον Ορέστη, δεν πρόσεξε ότι στο άκουσμα του ονόματος Αγγέλου Γιώργος, η Γιώτα τινάχτηκε. Το πρόσεξε όμως ο Ορέστης που την κοίταξε παραξενεμένος.

Η κοπέλα έβαλε το χέρι της και έστρωσε τα μαλλιά της με σφίξιμο στο στήθος. Πόσα της είχαν μαζευτεί! Δεν έφταναν τα γεγονότα, ήταν και η αρρώστια της θείας της. Ξαναήρθαν στο μυαλό της οι στάχτες στο τασάκι και ο κιτρινισμένος φάκελος χωρίς αποστολέα. Η χρονολογία της σφραγίδας του ταχυδρομείου, ταίριαζε με την χρονιά που γεννήθηκε.

Τι να έγραφε αυτό το χαρτί; Ήταν κάτι τυχαίο; Γιατί όμως να το κάψει; Ίσως για να μην διαβαστεί από κάποιον κατά τύχη;  

Τι να έτρεχε άραγε με τον Αγγέλου τον επιχειρηματία; Έφευγε όντως για ταξίδι ή ήταν πρόφαση για να μη δει τον ντετέκτιβ;

Πολλά ερωτηματικά, και όλα αναπάντητα! Είχε όμως την ελπίδα ότι ίσως κάποιο φως να φαινόταν κάποια στιγμή από κάπου.

Ο γιατρός βγήκε από το εξεταστήριο και τους πλησίασε. Πετάχτηκαν και οι τρεις όρθιοι, και η Σόφη τον ρώτησε για τη θεία της. Μπορεί πάντα να της προκαλούσε ένα φόβο, να μην ήταν και τόσο κοντά της, όμως της Σόφης η καρδιά δεν ήταν από πέτρα. Και απ’ την άλλη, μετά το θάνατο της μητέρας της, είχε γίνει περισσότερο ευαίσθητη. Στο κάτω-κάτω ήταν ίσως ο τελευταίος ζωντανός της συγγενής. Ή … ο προτελευταίος!

-Η θεία σας μπήκε στην εντατική, ελπίζουμε για λίγο καιρό. Έπαθε ένα οξύ καρδιακό επεισόδιο, μα η κατάστασή της είναι σταθερή προς το παρόν. Δεν έχει ξεπεράσει τον κίνδυνο βέβαια. Τα τρία επόμενα εικοσιτετράωρα είναι κρίσιμα. Έχει τη φροντίδα που χρειάζεται, από ειδικευμένο προσωπικό, που ξέρει τη δουλειά του. Δε βοηθάει σε τίποτα να είστε εδώ. Αν αλλάξει κάτι θα σας ενημερώσουμε. Παίζει πάντα ρόλο και η κράση του ασθενούς, όπως και η θέλησή του να ζήσει! Ελπίζουμε ότι θα το ξεπεράσει ο οργανισμός της. Γεια σας προς το παρόν!

Ευχαρίστησαν τον γιατρό, και συμφώνησαν, ότι είναι μάταιο να κάθονται στο διάδρομο του νοσοκομείου, χωρίς να μπορούν να προσφέρουν κάτι. Θα πήγαιναν να ξεκουραστούν, αφού πρώτα έπιναν έναν καφέ. Θα τους έκανε καλό. Πρότειναν στη Γιώτα να τους κάνει συντροφιά και έπειτα θα τη γύριζαν εκείνοι σπίτι της.

Κοντά στο νοσοκομείο υπήρχε μια ήρεμη καφετέρια. Μπήκαν και διάλεξαν ένα τραπέζι ήσυχο, απόμερο κάπως. Κάθισαν και οι τρεις και αφού έδωσαν την παραγγελία τους, έμειναν σιωπηλοί, ο καθένας στις σκέψεις του.

-Άκουσα.. άθελά μου,.. ότι ψάχνεις κάποιον… Μιλάω για το τηλεφώνημα που δέχτηκες στο νοσοκομείο… είπε η Γιώτα κομπιάζοντας, στη Σόφη.

Αντί για τη Σόφη πετάχτηκε ο Ορέστης και απάντησε βιαστικά.

-Ναι, ψάχνουμε κάποιον Αγγέλου Γιώργο. Αν κατάλαβα κι εγώ καλά, δεν σας είναι άγνωστο το όνομα.

-Μα όχι δεν τον ξέρω, απάντησε εκείνη γρήγορα. Απλά… διέκρινα μια αγωνία στη φωνή της Σόφης, …γι’ αυτό το είπα.

-Κυρία Γιώτα, κι εγώ διέκρινα ένα ξάφνιασμα στο πρόσωπό σας μόλις το ακούσατε. Και δεν νομίζω ότι κάνω λάθος!

-Αλήθεια Γιώτα; Τον γνωρίζεις; Δεν μπορεί να μην τον γνωρίζεις. Εσύ που μας ξέρεις όλους από μικρό παιδί. Δεν μπορεί να μην έχεις ακούσει ποτέ σου, το όνομα του πατέρα μου! Πες μου Γιώτα αν ξέρεις κάτι,… σε παρακαλώ!

-Δεν ξέρω κορίτσι μου, απάντησε η Γιώτα, χωρίς όμως να την κοιτάζει στα μάτια, και με μεγάλη προσπάθεια να κάνει τη φωνή της πειστική. Γιατί όμως ψάχνεις τον πατέρα σου τώρα; Νόμιζα ότι έχει πεθάνει. Έτσι δεν είναι;

-Αντίθετα, έχω λόγους να πιστεύω ότι ίσως είναι ζωντανός. Όπως ξέρω πλέον, ότι όλοι γύρω μου με έχουν γεμίσει ψέματα τόσα χρόνια… ξέσπασε η Σόφη και ένα δάκρυ κύλισε στο μάγουλό της. Εσύ πάντα ήσουν φίλη με τη θεία μου. Θα ξέρεις γιατί ήταν τόσο εχθρική με τη μητέρα μου.

-Τι είναι αυτά που λες; Αντέδρασε έντονα, η Γιώτα. Η Τούλα την αγαπούσε την Κατερίνα παρόλα όσα έγιναν. Δεν ήθελε τότε να της κάνει κακό, η ζήλεια της θόλωσε το μυαλό…

Μόλις κατάλαβε τι είχε ξεστομίσει, βουβάθηκε απότομα.

-Τι έγινε λοιπόν;,.. Ποιο κακό;… Πες μου! Σε εκλιπαρώ!… Πες έστω κάτι ώστε να καταλάβω το γιατί, ενώ την αγαπούσε, εγώ δεν αισθάνθηκα ποτέ αυτή την αγάπη; Και τι εννοείς όταν λες ότι η ζήλεια της θόλωσε το μυαλό;

-Άκου,… ποτέ δεν θα ανακατευόμουν σε θέματα που αφορούν την Τούλα, χωρίς την έγκρισή της, κι ούτε θα μιλούσα έτσι, αν δεν την κατηγορούσες. Μπορεί να ένοιωθε ζήλια για το χάιδεμα που έκαναν οι γονείς τους στην Κατερίνα, αλλά την αδελφή της τη λάτρευε. Και μην θεωρείς ότι είναι καλή ιδέα να αναζητάς έναν άνθρωπο, που πρόσφερε σε δύο γυναίκες τόσο πόνο, και τους φέρθηκε σκάρτα. Πρόσθεσε με πάθος.

-Γιατί δύο;

-Γιατί ο πατέρας σου,… δεν ήταν μόνο η αγάπη της Κατερίνας αλλά και η μοναδική αγάπη της Τούλας, και… φτάνει. Αυτό μόνο έχω να σου πω για τον μυστήριο και όχι τόσο καθαρό Αγγέλου Γιώργο! 

Η Σόφη έμεινε άλαλη και ακίνητη λες και σταμάτησε ο χρόνος. Όταν ξεκίνησε να ψάχνει την αλήθεια, δεν φανταζόταν ούτε ποια θα ήταν, ούτε ότι θα εμπλέκονταν τόσα άτομα στο μυστήριο του ψεύτικου, όπως φαινόταν, θανάτου του πατέρα της. Άραγε η Γιώτα να είχε δίκιο, πως ο Γιώργος Αγγέλου, δεν ήταν τόσο καθάριος, κι ότι κάτι ύποπτο υπήρχε σχετικό με το άτομό του;

Ρίχνοντας μια ματιά στον Ορέστη, κατάλαβε ότι περίπου τα ίδια σκεφτόταν κι εκείνος. 
Η Γιώτα είχε σηκωθεί και πήγαινε ήδη προς την πόρτα. Αναγκάστηκαν να την ακολουθήσουν, νοιώθοντας ότι προς το παρόν, δεν θα μάθαιναν τίποτα άλλο από εκείνην.

Περπατούσε προς την έξοδο της καφετέριας, αποφασισμένη, το επόμενο πρωί, πριν πάει στο νοσοκομείο, να ξαναβρεθεί στο σπίτι της θείας της.
 Αυτός ο φάκελος δεν της έφευγε από το νου, όπως και η κουβέντα της Γιώτας για τη ζήλεια της Τούλας, που έγινε η αιτία για κάποιο κακό που είχε συμβεί, ….και που εκείνη ωστόσο, ακόμα αγνοούσε.


Αυτή είναι η   συμμετοχή μου στο συλλογικό διήγημα ''η Σοφίτα'' της Μαρίας Νικολάου στο 

16 μπλόγκερς συμβάλουμε στην πλοκή της ιστορίας που η Μαρία Νικολάου έγραψε την αρχή και θα γράψει και το τέλος.


Έπειτα από μένα συνεχίζει η me (maria)...


Κυριακή 6 Μαρτίου 2016

Αναμνήσεις....



Το παράθυρο άνοιξε και αμέσως το φως μπήκε να αποδώσει στα αντικείμενα τις αληθινές αποχρώσεις τους. Άλλη μια μέρα ξημέρωσε, και ανοίγοντας τη πόρτα, βιάστηκα να πάρω τη θέση μου στη βεράντα για να απολαύσω τον αχνιστό καφέ μου.

Πίνοντας την πρώτη γουλιά, άφησα το βλέμμα μου να πλανηθεί τριγύρω στα απέναντι σπίτια. Πάλι στο απέναντι μπαλκόνι οι γάτες της γειτόνισσας περιδιάβαιναν έξω από τα κάγκελα, κάνοντας τη πρωινή τους βόλτα που την ονόμαζα ‘’ριψοκίνδυνο σεργιάνι’’. Άρχισα να τις μετρώ, μία δύο τρεις… η τέταρτη που στο καλό ήταν; Ήταν μια καφέ ριγωτή, και πάντα ήταν χώρια από τις άλλες.
Να και ο καπετάνιος, συνταξιούχος πια, με το ναυτικό  καπέλο στο κεφάλι που δεν το αποχωριζόταν. Έπινε τον καφέ του και αναρωτήθηκα όπως κάθε πρωί,  αν το έβγαζε τη νύχτα που κοιμόταν.
Σε λίγο θα έρθει η κόρη του με τα ψώνια. Κάθε πρωί του φέρνει τα απαραίτητα και μετά πηγαίνει στη δουλειά της.

Τα μαγαζιά είχαν ανοίξει, και όλοι έκαναν τις ίδιες καθημερινές κινήσεις,  πριν φανεί ο πρώτος τους πελάτης. Ο Θανάσης κρεμούσε τις εφημερίδες και τα περιοδικά, ο Γιώργος τακτοποιούσε τις ντομάτες στο καφάσι. Ο Γιάννης έβαζε κρέας στο ψυγείο της βιτρίνας, και μια ευχάριστη μυρωδιά ψημένου ψωμιού, ερχόταν από κάτω από το φούρνο του κυρ- Στάθη.
Σε λίγο θα πήγαινα κι εγώ να πάρω το ωραίο του αχνιστό ψωμί, και μία φανταστική τυρόπιτα που έφτιαχνε, και σίγουρα δεν θα ξεχνούσα το αχνιστό σταφιδόψωμο του που γινόταν καθημερινά ανάρπαστο. Λαμαρίνες φούρνιζε από αυτό το σταφιδόψωμο. Αφράτο με μαύρη σταφίδα και αλεύρι ολικής, πεντανόστιμο, που σκοτώνονταν όλοι να πάρουν τουλάχιστον δύο τη μέρα.

Να! .. Άνοιξε και το σούπερ μάρκετ, και ξεφορτώνουν κιβώτια με νέες παραλαβές. Δεν το είχα δει με καλό μάτι όταν αντικατέστησε το μικρό μπακάλικο της Έφης και του Σωτήρη. Είχα συνηθίσει τα μικρά οικογενειακά μαγαζιά, που ξεκινάς για τη δουλειά σου μια ώρα νωρίτερα, ώστε να έχεις χρόνο να πεις μερικές κουβέντες με τον κάθε μαγαζάτορα. Ο Σωτήρης μας άφησε χρόνους, και η γυναίκα του έκλεισε το μαγαζί μια και το μάρκετ είχε ήδη αναγγείλει τον ερχομό του, και αυτή είχε κάποια ηλικία πλέον.

Κοιτώντας στο απέναντι πεζοδρόμιο, είδα την Ρένα  τη γυναίκα του Θανάση, κατάστημα ψιλικά, να κουβεντιάζει με τη Σούλα τη φαρμακοποιό. Σίγουρα θα της έβγαζε το πρωινό παράρτημα, με τα τεκταινόμενα στη γειτονιά. Ό,τι μα ό,τι γινόταν, η Ρένα κατά ένα μυστήριο τρόπο, το ήξερε πάντα. Ήταν το αυτί στη πόρτα, και το μάτι στην κλειδαρότρυπα της γειτονιάς. Όλα τα ήξερε. Και την ώρα που σου έλεγε τι έκανε ο τάδε ή ο δείνα, εσύ σκεφτόσουν σε ποιους να μίλαγε πιο πριν για σένα και τι να είχε πει. Δεν είχε όμως κακή καρδιά. Ήταν το χόμπι της.  

Αυτή είναι η μικρή γειτονιά. Άνθρωποι που γνωρίζονται μεταξύ τους, που σε ενοχλούν πολλές φορές, μα τρέχουν να σε βοηθήσουν όταν χρειάζεται.  Μήπως κι εγώ που παρακολουθώ τα πάντα την ώρα του καφέ μου δεν είμαι μια μικρή κουτσομπόλα;

Ένας ήχος ακούστηκε, και με έβγαλε σε έναν άλλο κόσμο. Το ξυπνητήρι. Άνοιξα τα μάτια μου, και το πρώτο που σκέφτηκα ήταν ότι πάλι το ίδιο όνειρο έβλεπα στον ύπνο μου.


Σηκώθηκα και έφτιαξα τον καφέ μου, και βγήκα στο μπαλκόνι. Το μόνο που δεν είχε αλλάξει, ήταν τα λουλούδια μου. Τα μαγαζιά τα περισσότερα ήταν κλειστά. Κατεβασμένα ρολά, και άδεια σπίτια. Θύματα της κρίσης. Και τριγύρω που και που, έβλεπες άλλα άτομα, άγνωστα και άκουγες άλλες γλώσσες. Σε ποιον να πω καλημέρα πια; Τώρα οι γείτονες ούτε σε κοιτάνε στα μάτια. Πόσο μάλλον να σου πουν καλημέρα. Πήρα τον καφέ μου και μπήκα μέσα. Άνοιξα τη τηλεόραση να χαζέψω για άλλη μια φορά το χαζοκούτι, ονειροπολώντας τη γειτονιά που ζούσα κάποτε. Και χαμένη στις σκέψεις μου, να χαμογελώ στις εικόνες περασμένων χρόνων.

Συμμετοχή στο δρώμενο της φίλης Πέτρας, ‘’Μια φορά μια γειτονιά…’’  του ‘’Ο πιο πιστός φίλος του σκύλου’’