Παρασκευή 25 Μαρτίου 2022

Εικόνα και φράση - Συμμετοχές!

 


Έχουμε να εμπνευστούμε από

Πρώτη εικόνα:


Και η φράση της είναι:

΄΄Το βιβλίο σε ταξιδεύει σε κόσμους υπαρκτούς και ανύπαρκτους, που ούτε καν φαντάστηκες''.


ΣΥΜΜΕΤΕΧΟΝΤΕΣ
SMARAGDAKI ROULA ''Σμαραγδάκι...''
ΚΛΑΥΔΙΑ ΜΑΜΑΛΗ '' Κάτω από την Ακρόπολη''
ΜΑΡΙΑ ΠΛΑΤΑΚΗ ''Travelinlitteratyre''
ΡΕΝΑ ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ '' Διά χειρός...''

Δεύτερη εικόνα:


Και η φράση της είναι:

''Είναι όμορφη η απλή ζωή, μα μήπως το μυστήριο και το πάθος την κάνουν ομορφότερη;''

ΣΥΜΜΕΤΕΧΟΝΤΕΣ

ΒΑΣΙΛΗΣ ΔΙΑΚΟΒΑΣΙΛΗΣ ''Του μυαλού τα γυρίσματα''
ΚΑΤΙΑ ΜΑΡΚΟΥΙΖΟΥ '' Little strangers''

Σάββατο 19 Μαρτίου 2022

Μια εικόνα έξι λέξεις #1- Λήξη ψηφοφορίας!

 


Το δρώμενο μας φίλοι έφτασε στο τέλος του. Είχαμε 11 ομολογουμένως υπέροχες συμμετοχές, που μας και με, τίμησαν! Σας ευχαριστώ πολύ! Ψηφίσατε 15 φίλοι δηλώνοντας με την ψήφο σας τις προτιμήσεις σας. Το δρώμενο είχε και βοηθό αυτή τη φορά. Πολύτιμη η βοήθεια του φίλου μας Γιάννη που καταμέτρησε τις ψήφους και μάλιστα έκανε φοβερή δουλειά. Την οποία όπως ήταν σωστό τσεκάρισα πρωί πρωί σαν καλή συντονίστρια. 

Έτσι να δείτε και τον πίνακα των αποτελεσμάτων παρακάτω:



Οι συμμετοχές ήταν οι εξής:

1.Το μπαλκόνι της Οττάβια Αριέντζι  19 βαθμοί  GIANNIS PIT  ''Ηδύποτον''

2.Υποταγή 14 βαθμοί  AΡΙΣΤΕΑ  ''Η ζωή είναι ωραία''

3.Ο πιερότος 10 βαθμοί  ANNA FLO  ''Ατενίζοντας''

4.Πώς να σε πιστέψω; 10 βαθμοί ΒΑΣΙΛΗΣ  ΔΙΑΚΟΒΑΣΙΛΗΣ ''Του μυαλού τα γυρίσματα''

5.Λίγο πριν το τέλος 8 βαθμοί ΜΑΡΙΑ ΠΛΑΤΑΚΗ ''Travel in litterature''

6.Άτιτλο 10 βαθμοί ΚΛΑΥΔΙΑ ''Kάτω από την Ακρόπολη''

7.Ο γαλαζοαίματος πιερότος 18 βαθμοί ΜΑΡΙΑ ΚΑΝΕΛΛΑΚΗ '' Απάγκιο''

8.Πέρυσι 3 βαθμοί ΜΙΑ ''Craftartista''

9.Μια ζοφερή πραγματικότητα 6 βαθμοί ΜARINA TSARDAKLI ''Εκεί που ερωτεύομαι τη ζωή''

10.Μια γλυκιά ανάμνηση 7 βαθμοί ΕΛΕΝΗ ΦΛΟΓΕΡΑ ''Στα μονοπάτια της φαντασίας μου''

11.Βαδίζω αντίθετα 15 βαθμοί ΚΑΤΙΑ ΜΑΡΚΟΥΙΖΟΥ ''Little Strangers''



Όπως βλέπετε λοιπόν ο μεγάλος μας νικητής είναι ο φίλος μας o GIANNIS PIT με την συμμετοχή του ''Το μπαλκόνι της Οττάβια Αρέντζι'' παίρνοντας 19 βαθμούς. Τα συγχαρητήρια μου!

Σε απόσταση αναπνοής Ο γαλαζοαίματος πιερότος της Μαρίας Κανελλάκη για να ακολουθήσει κατά πόδας το Βαδίζω αντίθετα της Κάτιας.

Ωστόσο όλες οι συμμετοχές ήταν υπέροχες και πιστεύω να το ευχαριστηθήκατε όπως κι εγώ!

Ο Γιάννης που είναι ο νικητής μας θα πάρει το δωράκι του νικητή από τα χεράκια μου, καθώς και κάτι άλλο από εμένα για την γραμματειακή του υποστήριξη χαχαχα!

..................................................................................................................................... 
ΔΕΥΤΕΡΟ ΜΕΡΟΣ: ΕΝΑΡΞΗ ΔΡΩΜΕΝΟΥ ΕΙΚΟΝΑ ΚΑΙ ΦΡΑΣΗ #2


Ξεκινάει και το δεύτερο δρώμενο όπως σας είχα πει, και θυμίζω:

Πρώτη εικόνα:


Και η φράση της είναι:

΄΄Το βιβλίο σε ταξιδεύει σε κόσμους υπαρκτούς και ανύπαρκτους, που ούτε καν φαντάστηκες''.

Δεύτερη εικόνα:



Και η φράση της είναι:

''Είναι όμορφη η απλή ζωή, μα μήπως το μυστήριο και το πάθος την κάνουν ομορφότερη;''

Δεν μου στέλνετε τίποτα, μόνο με ειδοποιείτε όταν είστε έτοιμοι και κάνετε ανάρτηση στο μπλογκ σας. 
Το δρώμενο λήγει στις 12 Απριλίου!

Συμμετέχετε όσοι φίλοι θέλετε, απλά μη ξεχνάτε να κοιτάτε τα μέιλ σας και να με ειδοποιείτε!

Σας ευχαριστώ, Φιλιά σε όλους!





Σάββατο 12 Μαρτίου 2022

''Μια εικόνα 6 λέξεις #1'' / Συμμετοχές 1-4!

 



    Σας έδωσα μια εικόνα, και έξι λέξεις που έπρεπε να τις συμπεριλάβετε στο κείμενο ή ποίημα σας.

Έντεκα φίλοι με τιμήσατε με την συμμετοχή σας και σας ευχαριστώ πολύ γι' αυτό!

Η εικόνα από το pinterest  ήταν θεματική λόγω των ημερών της Αποκριάς:


Η σειρά ανάρτησης των συμμετοχών σας έγινε με κλήρωση, και έχετε μια εβδομάδα να τις διαβάσετε και να επιλέξετε αυτές που σας άρεσαν πιο πολύ.

Ψηφίζετε λοιπόν μέχρι τις 18/3 τα μεσάνυχτα. Στις 19/3 θα ανακηρυχθεί ο νικητής.

Η βαθμολογία θα είναι 3 για την πρώτη επιλογή σας, 2 για την δεύτερη, και από 1 για τις τρεις επόμενες. Δηλαδή 3-2-1-1-1

ΣΥΜΜΕΤΟΧΕΣ




Οι έξι λέξεις : Ξεφάντωμα, Μάσκα, Μουσική, Κανάλι, Μυστήριο, Ειδύλλιο



1. Το μπαλκόνι της Οττάβια Αριέντζι


Η πόλη ζούσε στο ξεφάντωμα του καρναβαλιού. Το ασημένιο χρώμα του φεγγαριού αγκάλιαζε τις πέτρινες στράτες. Πολύχρωμες στολές με χρώμα και φινέτσα. Χαμόγελα και τραγούδια παντού. Το κανάλι λουσμένο στο φως των φαναριών.

Τότε την είδα! Ξεχώριζε στο πλήθος. Ψηλόλιγνη, με μακρύ κόκκινο φόρεμα Βενετσιάνικης εποχής. Τα εβένινα μαλλιά έπεφταν στους σμιλεμένους ώμους της. Μια μάσκα στο σκούρο μπλε της θάλασσας στόλιζε το πρόσωπό της.

Έστεκε μόνη σαν κάτι ν’ αναζητούσε. Πήγα κοντά της. Η μουσική στο δρόμου έπαιζε βαλς και πολλά ζευγάρια στροβιλίζονταν ολόγυρα.

“Θα μου χαρίσετε αυτό το χορό;”

Το βλέμμα της πίσω απ’ τη μάσκα ελκυστικό και παρακλητικό.

“Με μεγάλη χαρά…” αποκρίθηκε και τα κορμιά μας στροβιλίζονταν, στην αρχή αργά αλλά μετά πιο γρήγορα στο ρυθμό της μουσικής. Το χέρι μου τυλίχτηκε στη μέση της και το άλλο άγγιξε τα δάχτυλά της. Θέρμη και φωτιά σιγόφεγγε μέσα μας, το ένιωθα παντού. Στο κοίταγμά μας, στο δέσιμο των σωμάτων, στην ίδια την ανάσα μας.

“Τζιοβάννι! Έλληνας”, της είπα Ιταλικά.

“Οττάβια”, απάντησε με χαμόγελο σαν το ασήμι του φεγγαριού.

Περπατήσαμε κατά μήκος του καναλιού. Μιλήσαμε για τη μουσική, το χορό, τη ζωή και τις στιγμές της. Η αύρα της με τύλιγε στην άχλη της νύχτας. Παράξενη και τόσο μακρινή. Ένιωθα το άρωμα της μορφής της και τη σαγήνη που ανέδυε σαν κοράλλι ανοιχτό στο νερό. Ένα ειδύλλιο με τον έρωτα τύλιξε τα κορμιά μας.

Σταθήκαμε στη γωνιά εκείνου του νεοκλασικού κάτω από το φως του φαναριού. Ήταν η ώθηση του έρωτα; Του πόθου της στιγμής; Την έσφιξα στην αγκαλιά μου. Τα χέρια μας ενώθηκαν. Το δεξί της χέρι αργά κινήθηκε στο πρόσωπό της. Τράβηξε τη μάσκα που φορούσε. Μια αλλόκοτη θαμπάδα φώτισε το πρόσωπό της, τάραξε την ύπαρξή μου και ένας βαθύς αναστεναγμός γύρεψε διέξοδο απ’ την καρδιά μου.

Το φιλί μας ήρθε καντάδα να σφραγίσει τη στιγμή. Κελάρυσμα στον ουρανό, φτερούγισμα στο όνειρο. Στα μάτια της ατένισα το πέλαγος.

“Οττάβια!” της είπα. Αυθόρμητα γύρισα να κλέψω ένα κόκκινο τριαντάφυλλο, να το φορέσω στα μαλλιά της. Μα το βλέμμα μου, γεμάτο απόγνωση, την έχασε.

Πανικός! Αγωνία! Αναζήτηση! “Οττάβια!” φώναξα. Έτρεξα, στις γωνίες, στις ρούγες. Χάθηκε μέσα στο μυστήριο, γλίστρησε στο σκοτάδι. Την είδα να μπαίνει σε ένα παλιό καστέλο, δίπλα στο κανάλι. Με την ανάσα κομμένη έφτασα στη μεγάλη ξύλινη πόρτα του κι’ άρχισα να χτυπώ.

“Δεν θα ανοίξει κανείς!” ακούστηκε η φωνή του παράξενου γέρου πίσω μου, “Το σπίτι είναι σφραγισμένο χρόνια… μετά το θάνατό της…”

Τον κοίταξα χαμένος. Συνέχισε γεμάτος συγκίνηση την αφήγησή του.

“Οττάβια Αριέντζι! Αγάπησε με πάθος κόντρα σε όλους. Προδόθηκε, εγκαταλείφθηκε. Πόνεσε πολύ και εκείνο το βράδυ καρναβαλιού, βούτηξε απ’ αυτό το μπαλκόνι στο κανάλι γεμάτη πίκρα. Ήταν είκοσι τεσσάρων Μαΐων. Από τότε, κάθε μια τέτοια νύχτα βγαίνει στο φως του φεγγαριού να γυρέψει εκείνον, το φιλί και την αγκαλιά του”

Γύρισα συγκλονισμένος τα μάτια μου στο μπαλκόνι ψηλά. Έστεκε εκεί ανάμεσα στο φως και τη σκιά. Όμορφη, αέρινη. Στο πρόσωπό της ωρίμασε ένα γλυκό χαμόγελο. Γύρεψα το γέρο μα κανείς δεν έστεκε κοντά μου. Ήμουν ολομόναχος κάτω απ’ το μπαλκόνι της Οττάβια Αριέντζι.

....

2. Υποταγή


  Όλη η ζωή είναι ένα μυστήριο
 Λύστο ή ζήστο!
 Μου έλεγες, κάποτε
 Και εσύ ζούσες
 Ζούσαμε
 Κάποτε!

Τώρα, έβαλες κάτι γελοία κόκκινα παπούτσια
Μια από τις πολλές σου μάσκες
Αυτή, της αυξημένης υποτακτικότητας
Και στους δρόμους ξεχύθηκες.
Για να καρναβαλιστείς
Με τον όχλο ένα έγινες
Χωρίς ξεσηκωτικές μουσικές
Και εμβατήρια
Χωρίς συνθήματα
Χωρίς τον παλμό της νιότης
Χωρίς τα όνειρα και τις ελπίδες
Που μας έθρεψαν
Μας θέριεψαν
Μας κράτησαν
Όλα πνίγηκαν
Στο κανάλι της ζωής
Αυτής, που κάποτε με τόλμη περίσσια, αποκάλεσες
Μυστήριο!

Τώρα, το ξεφάντωμα είναι μια τεράστια ξεφτίλα
Σε δρόμους γεμάτους απαγορευτικά
Αλλάζεις μάσκες και ακολουθείς πειθήνια
Συνήθισες
Φλερτάρεις επικίνδυνα με το τίποτα
Κι ένα ειδύλλιο με το Σύστημα
Προδιαγράφεται μοιραίο

Το περίεργο είναι ότι εγώ σημειώνω τις κινήσεις
Κοιτάζω
Ανησυχώ
Πνίγομαι
Καταγράφω
Βλέπω
Τρέμω
Φοβάμαι
Καταχωρώ
Τίποτα άλλο δεν πράττω
Βάζω τη μάσκα μου και ακολουθώ
Αυτή, της ντροπής
Έχει ξεχειλώσει από το πολύ φόρεμα
Και έχει ξεφτύσει στις άκρες
Πρέπει να την μαντάρω
Σκέφτομαι
Και τον κόσμο χαλώ για κλωστή και βελόνα

....

3. Ο Πιερότος


Ο Πιερ κλεισμένος στην καμαρούλα του, χάζευε τις εικόνες για πολλοστή φορά από τα βιβλία του. Πριν λίγο είχε βγει στην αυλή και είχε ποτίσει τα λουλούδια , είχε ρίξει σποράκια στα πουλιά , έριξε τυράκι σε δυο ποντικάκια που δεν φοβούνταν να κυκλοφορήσουν ανάμεσα από τα πόδια του. Μίλησε μαζί τους, τους απαντούσε στις ερωτήσεις τους, που μόνο εκείνος καταλάβαινε και όταν κουράστηκε μπήκε στο σπίτι.

Φαγητό του άφηνε μια καλή κυρία κάθε μεσημέρι έξω από την πόρτα . Δεν ήξερε γιατί τον τάιζε, μα την ευχαριστούσε γι αυτό.

Ο Πιερ ήταν αγαθούλης. Ό,τι σκεφτόταν το έλεγε. Πονηριά ποτέ δεν έβαζε με το μυαλό του. Μα και δεν καταλάβαινε και πολλά. Οι άνθρωποι ήταν μέγα μυστήριο γι αυτόν.

Μα κάθε Φλεβάρη, τον έπιανε κινητικότητα. Κατέβαζε την άσπρη του στολή, ξεσκόνιζε το άσπρο καπέλο, έφτιαχνε το πλισέ περιλαίμιο και καθάριζε τα άσπρα του παπούτσια. Κάθε Κυριακή του Τριωδίου, ντυνόταν Πιερότος κι έβγαινε στους δρόμους.

''Πού πας πάλι ντυμένος έτσι; '' τον ρώτησε η καλή κυρία που του άφηνε το φαγητό του.

'' Είναι απόκριες Μάμα μία, πάω να βρω την Κολομπίνα μου''

''Στάσου μια στιγμή. Κάθε Φλεβάρη με τις Απόκριες ψάχνεις για την Κολομπίνα σου. Ποια είναι η Κολομπίνα σου πια;'' τον ρώτησε

''Η αγαπημένη μου Μάμα μία. Δεν έχω θυμώσει ,όχι, έφυγε μαζί με τον Αρλεκίνο , γιατί εγώ είμαι πολύ αγαθός και ο Αρλεκίνος της είναι και διάβολος και Θεός είπε''.

''Και γιατί την ψάχνεις τότε; Αφού έφυγε άσ’την …’’

''Α Μάμα μία η Κολομπίνα μου είναι μέσα στην καρδιά μου. Γι αυτήν ζω. Πάω γιατί βιάζομαι, γεια σου''

Το βράδυ που γύρισε, το βαμμένο του άσπρο πρόσωπο ήταν χαραγμένο από ρυάκια δακρύων. Με σκυμμένο κεφάλι έφτασε στην πόρτα του. Εκεί δυο γειτονόπουλα δεν τον άφηναν να μπει στο σπίτι

''Πού ήσουν Πιερ; Και τι βάψιμο είναι αυτό που έκανες και χάλασε; Σαν κλόουν είσαι''

''Δεν τη βρήκα…καμιά Κολομπίνα δεν βρήκα.''

''Γιατί, άλλες χρονιές έβρισκες;''

''Ναι υπήρχαν Κολομπίνες, αλλά φορούσαν μάσκες και κάθε φορά που ρώταγα για τη Ραφαέλα, μου έλεγαν όχι''

''Που γνώρισες την Κολομπίνα σου;''

''Α πάνε πολλά χρόνια… ήμουν κάπου, δεν θυμάμαι που, είχε ένα κανάλι με νερό, δεν ξέρω πού να το βρω και είχε μουσική.''

''Αποκριάτικο ξεφάντωμα ήταν ε; Βρε τον πονηρούλη , είχες και ειδύλλιο με Κολομπίνα;...''

''Άστε με να μπω στο σπίτι αφήστε με...''

''Τι να σε κάνει βρε η Κολομπίνα εσένα; Σιγά μην θέλει κάποια κοπέλα έναν σαν και σένα''

'' Τι είμαι εγώ ε; Τι είμαι;;''

''Ένας βλάκας είσαι βρε Πιερ, δεν το βλέπεις; Καμιά κοπέλα δεν θέλει βλάκα δίπλα της''

Ο Πιερ μπήκε στην καμαρούλα του πολύ στενοχωρημένος. Ένας βλάκας, αυτό ήταν...γιατί να τον θέλει η Ραφαέλα ;

Έπεσε στο κρεβάτι και έκλεισε τα μάτια.

Μπροστά του φάνηκε η Κολομπίνα με τη μάσκα της, τόσο όμορφη με τη στολή της, να χορεύει ξέφρενα. Κι εκείνος την ακολούθησε χορεύοντας μαζί της.

Με λένε Πιερ της είπε

Κι εμένα Ραφαέλα....είπε γελώντας

Τα κομφετί έπεφταν βροχή επάνω τους και ήταν μαγικά

Η Μάμα μία ανησύχησε όταν είδε τα δοχεία  με το φαγητό να μένουν έξω από την πόρτα

Ο κλειδαράς που άνοιξε, βρήκε έναν Πιερότο με λερωμένο άσπρο πρόσωπο να χαμογελά και να έχει ταξιδέψει για πάντα, εκεί που οι Κολομπίνες δεν αναζητούν Αρλεκίνους!


....

4Πώς να σε πιστέψω;

Παρά το συνωστισμό που επικρατούσε από τους καρναβαλιστές με τις πολύχρωμες και ευφάνταστες στολές, που είχαν κατακλύσει την πλατεία του Αγίου Μάρκου, το ξεφάντωμα, τις ιαχές χαράς συνοδευόμενα από  την ανάλογη μουσική, δεν μου διέφυγε η φιγούρα της, που τις τελευταίες ώρες όλο και έπεφτε πάνω μου, χανόταν για λίγο μέσα το πλήθος για να εμφανιστεί ξαφνιάζοντάς με και πάλι. Στην αρχή δεν έδωσα σημασία, μα όταν αυτό επαναλήφθηκε κάμποσες φορές και επιπλέον κάθε φορά το τάχατες τυχαίο άγγιγμα της γινόταν όλο και πιο τολμηρό, αποφάσισα ότι έπρεπε αυτό το μυστήριο να το λύσω όσο γρηγορότερα γινόταν.  Μετρίου αναστήματος ήταν, φορούσε μια γαλάζια στολή με ασορτί εσάρπα, κάποιας κόμισσας της εποχής που η Βενετία μεσουρανούσε, με μια περούκα με κάτασπρες μπούκλες που έπεφταν ως το λαιμό της και στο δεξί χέρι με το χρυσό γάντι κρατούσε  ανοιγμένη μια επίσης κάτασπρη ομπρέλα. Το πρόσωπό της κρυβόταν από μια ολοστόλιστη με γυαλιστερές πέρλες, βενετσιάνικη μάσκα. Τα χείλη της μου ήταν ορατά, αυτά ήταν διακριτικά βαμμένα με ένα κόκκινο σάπιου μήλου. Το τελευταίο πράγμα που σκεφτόμουν εντασσόμενος σε αυτό το γκρουπ, που θα περνούσε τις Απόκριες στην Βενετία, ήταν κάποιο ειδύλλιο. Ψέματα! Κάτι αναζητούσα και όσο περνούσε η ώρα βεβαιωνόμουν ότι το είχα βρει. Αν κι αυτή  τη φορά διαψευδόμουν, θα έφευγα μακριά απ’ ότι   έκανα μέχρι τότε. Το πιο πιθανόν ήταν, κάπου στο εξωτερικό. Την ώρα που το μυαλό μου βασανιζόταν με όλες αυτές τις σκέψεις, εμφανίστηκε και πάλι, την είδα από μακριά να κατευθύνεται προς εμένα, άπλωσε τα χέρια της ψηλά και μόλις έφτασε μπροστά μου με γράπωσε δυνατά από τη μέση και με συμπαρέσυρε μέσα στον κόσμο, προκαλώντας με να λικνιστώ κι εγώ μαζί της στον ξέφρενο ρυθμό. Κρυφογέλασα. Βρήκε τον πιο άρρυθμο άνθρωπο του πλανήτη  για να χορέψει, σκέφτηκα. Προσπάθησα να  κινήσω το σώμα μου αλλά το θέμα ήταν μάλλον γελοίο.  Τότε με έπιασε από το χέρι και με τράβηξε στην άκρη.

«Δεν χορεύεις απ΄ ότι κατάλαβα.»

«Σου το είχα πει.»

«Ήθελα αν βεβαιωθώ ότι δεν μου έλεγες ψέματα!»

«Απογοητεύτηκες, όμως!»

«Δεν θα το έλεγα! Μάλλον, υπάρχουν άλλα πιο σημαντικά να λαχταρήσεις σε έναν άνθρωπο.»

«Ως Αφροδίτη, που μου συστήθηκες θα περίμενα να έχεις μεγαλύτερη αυτοπεποίθηση!»

Τότε εκείνη έβγαλε την μάσκα, και στην μία πλευρά του μετώπου της ως το μάτι, εμφανίστηκε μια μπορντό ουλή.

«Δύσκολο, μετά από ένα τέτοιο σημάδι. Δεν σε ενοχλεί;»

«Θα μείνω στο όνομά σου, Αφροδίτη. Θέλεις να τα πούμε λίγο πιο ήσυχα από εδώ;»

Εκείνη τον έπιασε από το χέρι και τον οδήγησε έξω από την πλατεία, προς τα πίσω στενά, δίπλα στο κανάλι.

«Γιατί με ακολούθησες;»

«Γιατί σε ξέρω! Δεν μου είσαι άγνωστη, αν θυμάσαι! Πάντα σε ακολουθούσα. Το ήξερα ότι θα είσαι εδώ. Βλέπεις δεν ξεχνώ, ότι μου έχουν πει: Κάθε χρόνο πάω στην Βενετία, στο Καρναβάλι. Εσύ υποχώρησες μην αντέχοντας αυτό το σημάδι. Σου το είπα: Εμένα, δεν με ενδιαφέρει. Αλλά δεν με πίστεψες.»

«Σε πιστεύω τώρα. Ήθελα όμως αποδείξεις, για όλα αυτά που δυσκολευόμουν να ακούσω. Πώς να σε πιστέψω διαφορετικά;»

 

.... 

ΓΙΑ ΤΙΣ ΣΥΜΜΕΤΟΧΕΣ ΑΠΟ  5-8 ΕΔΩ

Συμμετοχές 5-8!

 


5. ΛΙΓΟ ΠΡΙΝ ΤΟ ΤΕΛΟΣ

Κάθε μέρα από τότε που το θεριό τους χτύπησε έκανε τo ίδιο πράγμα

Φρόντιζε την άρρωστη γυναίκα του . Από την στιγμή που διαγνώστηκε με αυτή την ασθένεια δεν έκανε τίποτα άλλο.

Είχε βέβαια και τη βοήθεια του μεγαλύτερου γιου του αφού ο μικρότερος είχε ρίξει μαύρη πέτρα πίσω του .

Η διάγνωση τους ήρθε σαν κεραμίδα.

Άνοια  μη αναστρέψιμη.

Τι να κάνει και αυτός…

 Μόλις είχε πάρει την σύνταξη του επιδόθηκε σε έναν διαρκή αγώνα για την φροντίδα της .

Κάποιες στιγμές ο λογισμός του γυρνούσε στο παρελθόν όταν γνωρίστηκαν .

Της χάιδευε τα άσπρα της μαλλιά και με δάκρυα στα μάτια θυμόταν εκείνη  την ημέρα.

Ήταν Απόκριες Είχε πάρει άδεια λίγων ημερών από τη δουλειά του και αποφάσισε να κάνει σε ένα ταξίδι στη Βενετία.

Ένα ταξίδι που θα τον σημάδευε για πάντα.

Σε ένα πάρτι αποκριάτικο με την μουσική και το χορό να παρασέρνει τα πάντα τη γνώρισε. Είχε πάει και αυτή για ολιγοήμερες διακοπές.

Την είδε από μακριά. Πρέπει να τον είχε προσέξει και αυτή. Του άρεσε η μάσκα που φόραγε, του προκαλούσε ένα μυστήριο που  ήθελε  να ανακαλύψει. Την πλησίασε.

την άρπαξε  από το χέρι και άρχισαν να στροβιλίζονται στο ρυθμό.

Το ξεφάντωμα δεν έλεγε να τελειώσει. Το ποτό έρεε άφθονο και η μουσική τους τρέλαινε.

Ξημέρωνε όταν αποφάσισαν να κάνουν με τη γόνδολα μια βόλτα στο Μεγάλο Κανάλι .

Ένας έρωτας δυνατός, κεραυνοβόλος , τους παρέσυρε και δεν μπορούσαν να σταματήσουν.

Το ειδύλλιο τους ξεκίνησε από τότε και θα διαρκέσει  μέχρι το τέλος. Παντρεύτηκαν, έκαναν δύο παιδιά,  πάντα αγαπημένοι.  είχαν ταιριάξει από την πρώτη στιγμή. Τα παιδιά μεγάλωσαν και αυτοί πάντα μαζί και αχώριστοι με αγάπη και σεβασμό για τις επιθυμίες και τα θέλω του άλλου. Μέχρι που ήρθε η συμφορά. Θυμόταν τις όμορφες στιγμές τους όταν την είδε νύφη στην εκκλησία, όταν γεννήθηκαν τα παιδιά, το ταξίδι στην Βενετία όπου γνωρίστηκαν και ερωτεύτηκαν. Θυμόταν και τα δάκρυα έτρεχαν από τα μάτια του και έπεφταν πάνω στην φωτογραφία που κρατούσε.

Κάθε μέρα από εδώ και καιρό έκλαιγε πάνω στη φωτογραφία. Δεν άντεχε άλλο να τη βλέπει έτσι.

Την άφησε πάνω στο κομοδίνο δίπλα στα φάρμακα, στο ποτήρι με το νερό

Αναπαριστούσε ένα ευτυχισμένο ζευγάρι στην πλατεία του Αγίου Μάρκου, όταν είχαν πάει να την δουν και ένας φωτογράφος τους είχε τραβήξει.

Της χάιδεψε τα άσπρα της μαλλιά της έδωσε ένα φιλί στο μέτωπο και σηκώθηκε, προχώρησε και βγήκε από το δωμάτιο.

Δεν μπορούσε να τη βλέπει άλλο έτσι χωρίς να τον γνωρίζει, εκτός από κάποιες εξαιρέσεις, χωρίς να θυμάται τις όμορφες στιγμές που έζησαν μαζί.

Η φράση που έλεγε συνήθως ήταν: Ποιος είσαι εσύ; Σε ξέρω; Πρώτη φορά σε βλέπω.

Δεν τον θυμόταν πια, δεν θυμόταν τα παιδιά τους.

 Μια κατάσταση που δεν θεραπεύεται και ας έπαιρνε τα φάρμακα που  είχαν γράψει οι γιατροί.

Πότε καλυτέρευε και πότε βυθιζόταν σε έναν κόσμο ξένο και μακρινό από τον δικό τους.

Δεν υπήρχε καμία ελπίδα.

Πόσο θα άντεχε ;

Την επόμενη μέρα μετά από εναγώνια αναζήτηση τους βρήκε ο γιος του αγκαλιασμένους.

Μια φωτογραφία πάνω στο κομοδίνο, αφημένη, πρόδιδε την ευτυχία που μεσουράνησε  και χάθηκε στο σύμπαν.


....


6. Άτιτλο


Με παντόφλες και πυτζάμες η τρισεμβολιασμένη,

Ονειρεύομαι ταξίδια, μασκαράδες….η καημένη….(η βλαμμένη)

Ξεφαντώματα με μάσκες, μουσικές σε μια πλατεία,

Τι καλά και να βρισκόμουν λέει…εκεί στην Βενετία !!!

Στα πολλά της τα κανάλια, με τις γόνδολες να πλέουν

Ονειρεύομαι  και  ειδύλλια που τα καρναβάλια εμπνέουν…

Κι όσο βρίσκομαι σε φάση να το ζω το όνειρό μου….

Συναντώ έναν αρλεκίνο ….που μοιάζει με τον καλό μου….

Με σκεπάζει με κουβέρτα, έτρεμα……. λόγω του κρύου,

Τελικά με πήρε  ο ύπνος……..άνευ άλλου  μυστηρίου……..

 

....


7. Ο γαλαζοαίματος πιερότος



(3 χρόνια πριν – απόσπασμα δικαστικού ρεπορτάζ)

Κηφισίας και Πανόρμου, πρωινό 14ης Μαρτίου. Αυτοκίνητο εμβολίζει διερχόμενη. Η άτυχη γυναίκα γλυτώνει το μοιραίο, αλλά μένει παράλυτη. Ο νεαρός οδηγός του οχήματος επιμένει στην τροχαία ότι η γυναίκα παραβίασε κόκκινο σηματοδότη. Στο δικαστήριο που γίνεται μετά από δύο χρόνια, αφού μεσολάβησαν απανωτές αναβολές απ’ την πλευρά του οδηγού, ο συνήγορός του υποστηρίζει ότι το ατύχημα προκλήθηκε με υπαιτιότητα της πεζής που πετάχτηκε στο οδόστρωμα, σαν να επεδίωκε να τραυματιστεί. Οι έντονες διαμαρτυρίες της πολιτικής αγωγής καταρρίπτονται. Η έδρα πείστηκε για το ακαταλόγιστο του θύματος. Θλιβερή φιγούρα στο δικαστήριο, πλάι στη γυναίκα που παρακολουθεί αμίλητη στο αναπηρικό αμαξίδιο, η νεαρή κόρη της που κλαίει διαρκώς και ουρλιάζει για “στημένη δίκη”. Ο Πρόεδρος την αποβάλλει απ’ την αίθουσα. Η δικαστική απόφαση δεν δικαιώνει το θύμα που απαιτεί, τουλάχιστον, αποζημίωση για δαπάνες νοσηλείας. Τουναντίον, τής επιβάλλει καταβολή δικαστικών εξόδων στον αντίδικο. Το γεγονός ότι ο νεαρός είναι γόνος επιφανούς οικογένειας, απασχόλησε νεαρή δημοσιογράφο που ερεύνησε την υπόθεση. Μετά από μεταμεσονύχτια εκπομπή σε κανάλι μικρής εμβέλειας, ο φάκελος σφραγίζεται. Κάποιοι μίλησαν για ωμή παρέμβαση και βιαστικό κουκούλωμα. Ο νεαρός, με επιτηδευμένη φιλευσπλαχνία, αποποιείται των δικαστικών εξόδων και δηλώνει δημόσια ότι ουδεμία απαίτηση έχει απ’ τη “συμπαθή γυναίκα”.

«Σιγά τα λεφτά, τόσα ξοδεύω για ένα μπουκάλι προσέκο στο Λίντο», δήλωνε σαρκαστικά στην παρέα του. Λίγο αργότερα, θα πέταγαν στη Βενετία για να ζήσουν το απόλυτο ξεφάντωμα στο τοπικό καρναβάλι.

Η πρόταση για απόδραση στη Βενετία την θύμωσε. Θα άντεχε στην αχανή αίθουσα του αεροδρομίου; Η αγοραφοβία της επιδεινώθηκε μετά την καραντίνα. Στο βραχύβιο ειδύλλιό τους, το μόνο που μοιραζόντουσαν ήταν το κρεβάτι και βόλτες με το σκάφος του στο Σαρωνικό. Η Σέβη είχε εντυπωσιαστεί απ’ την ερωτική του πολιορκία στη διάρκεια μεσημεριανής εκπομπής. Ως μέλος της συντακτικής ομάδας, η πρωτόβγαλτη τότε ρεπόρτερ, του είχε πάρει συνέντευξη για τη διάκρισή του στα βραβεία επιχειρηματικότητας. Υπέκυψε στις ανθοδέσμες με τις φλογερές αφιερώσεις. Το πρώτο τους ρομαντικό δείπνο, κατέληξε σε προσωπικές εξομολογήσεις και τρυφερές περιπτύξεις. Δεν έκρυψε τα οικτρά οικονομικά της και τις κρίσεις πανικού. Εκείνος ένιωσε κάτι πρωτόγνωρο. Την ανάγκη να την προστατεύσει και να την βάλει στον αστραφτερό κόσμο του.

«Το ταξίδι δώρο στο μωράκι μου». Η Σέβη θυμόταν συγκινημένη, καθώς προσγειωνόντουσαν στο αεροδρόμιο Μάρκο Πόλο. Μετά από μια στάση στο ιστορικό καφέ Quardi, περπατούσαν αγκαλιασμένοι στην πλατεία του Αγίου Μάρκου, απολαμβάνοντας το σαγηνευτικό ηλιοβασίλεμα στα νερά της λιμνοθάλασσας. Πολύχρωμα φανάρια στόλιζαν τις πλατείες. Υπαίθριες μπάντες έπαιζαν μουσικές του Βιβάλντι. Ορδές από πιερότους και κολομπίνες αυτοσχεδίαζαν με ηδυπάθεια. Η οργιαστική έκρηξη χρωμάτων ζωντάνευε τους θρύλους και τη μελαγχολία των παλατιών. Μεθυσμένη απ’ το πανδαιμόνιο, δεν αντιλήφθηκε τον Τίμο να καταρρέει.

Η βενετσιάνικη μάσκα έκρυβε τους μορφασμούς πόνου που, σίγουρα θα είχε, όπως αποφάνθηκαν αργότερα οι γιατροί. Η κυάνωση του προσώπου είναι χαρακτηριστική στη δηλητηρίαση με υδροκυάνιο. Όχι, δεν ήπιαν το ίδιο ρόφημα. «Εγώ καπουτσίνο κι εκείνος ζεστή σοκολάτα. Ζήτησα να δοκιμάσω τη σοκολάτα του που είναι διάσημη σ’ αυτό το μαγαζί και αρνήθηκε. Παραξενεύτηκα…Είχε κρίσεις πανικού. Προφανώς είχε προσχεδιάσει την αυτοκτονία του. Πίσω απ’ τη μάσκα του επιτυχημένου επιχειρηματία κρυβόταν ένα φοβισμένο πλάσμα».

Απαρηγόρητη, πετούσε για Αθήνα. Βυθίστηκε στις μνήμες της. Το πρόσωπό του αλλοιωμένο απ’ τους σπασμούς, καθώς του ψιθύριζε «Για εκείνη τη γυναίκα που σακάτεψες, αγάπη μου». Μυστήριο πώς την αναγνώρισε πίσω απ’ τη μάσκα. Ένα κορίτσι που μυξόκλαιγε στο δικαστήριο, μια νεαρή δημοσιογράφος με μυωπικά γυαλιά σε τηλεοπτική εκπομπή, μια ξανθιά καλλονή που εργαζόταν στην κοσμική στήλη ενός καναλιού. Αύριο κιόλας θα ετοίμαζε ένα σπαραξικάρδιο ρεπορτάζ για τον απροσδόκητο χαμό του γαλαζοαίματου πιερότου.

....

8. Πέρυσι

Θυμάμαι. Σαν χθες.

Έρχεσαι στη θύμηση σαν οπτασία.

Γύρω ξεφάντωμα, μάσκες, μουσικές.

Κι ένα μυστήριο να σε τυλίγει.

Να ψάχνω τρόπους να σ’ αγγίξω,

να ζήσω το ειδύλλιο, να εξυψωθώ.

Μακριά, ψηλά, μαζί σου Απόλλωνα.

Όμως πουθενά κανάλια για μας.

Η Βενετία στέρεψε.

Κομμένες δίοδοι επικοινωνίας.

Όνειρα χαμένα. Μάτια δακρυσμένα.

Η ελπίδα κουράστηκε, σκούριασε.

Άλλη μια Αποκριά μόνη.

Οι μάσκες πέφτουν ξανά.

 ....

Για τις συμμετοχές 9-11 Εδώ
....   

Συμμετοχές 9-11!

 



9. Μια ζοφερή Πραγματικότητα


Είναι απόκριες και ο κόσμος έχει ανάγκη από χαρά, λίγο ξεφάντωμα. Με ξέφρενες μουσικές και αχαλίνωτη διάθεση. 

Ο Covid τον κούρασε! Έκρυψε για αρκετό καιρό, το χαμόγελο του πίσω από μια μάσκα

Και οι δυσάρεστες ειδήσεις έχουν μαυρίσει την ψυχή του! 

Πόσα να αντέξει και ο κόσμος! 

Ζει μια ζοφερή Πραγματικότητα, όλο σασπένς και ανατροπές. 

Και είναι μυστήριο, πως συνεχίζει να εκπλήσσεται και να πέφτει από τα σύννεφα σε κάθε σκάνδαλο ή σοκαριστική είδηση. 

Αλλά, από την άλλη είναι καλό το ότι έχει ακόμα τη δυνατότητα! 

Γιατί, σημαίνει πως δεν έχει παραδοθεί στους δαίμονες του μίσους και της απανθρωπιάς και η ψυχή του, βαστάει ακόμα την ανθρώπινη φύση του! 

Ξεχνάει βλέπεις ο άνθρωπος! 

Τα λάθη των πολιτικών, τα λάθη τα δικά του. 

Και κάπου κάπου, ξεχνά να 'ναι άνθρωπος. 

Εκείνες τις στιγμές, συμβαίνουν οι γυναικοκτονίες, οι βιασμοί, τα εγκλήματα που ακούει στα κανάλια της τηλεόρασης! 

Ομολογουμένως, ξημέρωσαν δύσκολες εποχές. 

Η Κοινωνία δεν είναι στην καλύτερη φάση της ζωής Της και η Χαρά, σκυθρωπιάζει από τις περιστάσεις! 

Και φυσικά, αν υπήρχε κάρτα αλλαγής για τον Χρόνο, αυτή θα ήταν μια καλή στιγμή να τη χρησιμοποιήσουμε! 

Αλλά φευ... 

Δεν έχει η ζήση μας πολιτική επιστροφών! 

Μα πρέπει παρόλο που όλα δείχνουν δύσκολα, να αναπνεύσει η Ζωή. 

Κάτι που είναι επίσης δύσκολο, γιατί πολλές φορές κρατάει την ανάσα Της, με τόσα που συμβαίνουν! 

Πρέπει να χαμογελάσει.

Δε βοηθούν ωστόσο οι περιστάσεις! 

Και συν τοις άλλοις, ούτε φέτος, θα κάνουμε καρναβάλι. 

Δε θα φορέσουμε τις στολές του αρλεκίνου, των μαγισσών, των πειρατών! 

Μα έτσι που ήρθαν τα πράγματα, ας ντύσουμε έστω την καρδιά μας, με αγάπη. Το έχει ανάγκη ο κόσμος πιο πολύ! 

Και ας ελπίσουμε να πιάσει η ευχή και το ειδύλλιο της Ζωής με τον Χρόνο, να γεννήσει όμορφες Στιγμές! 

Να χαρεί και η Πραγματικότητα, να χάσει το επίθετο της. Ή τουλάχιστον, να το αλλάξει σε κάτι καλύτερο! 

 ....




10. Μια γλυκιά ανάμνηση

-Ναι, εσύ είσαι Νικόλ μου; Τι κάνω; Να εδώ, ετοιμάζω βαλίτσες για Βενετία, για το καρναβάλι. Ε, ναι τον κατάφερα τον Αντουάν και τώρα έχει πάει να βγάλει τα εισιτήρια. Τι είμεθα  τίποτε μπασκλασαρία να μείνουμε εδώ και να δούμε πάλι τα ίδια και τα ίδια. Εγώ θέλω να γονδολάρω στα κανάλια της  Βενετίας να νιώσω το μυστήριο που πλανάται σ’ αυτή την πόλη. Τι, τζάμπα  αγόρασα  μάσκα με  κρύσταλλα Swarovski, ε, ναι κρυσταλλάκια σ’ όλη την επιφάνειά της, τι είμεθα πτωχοί για να τσιγκουνευτώ;  Oh mon dieu και εσείς Βενετία θα πάτε; Σε κλείνω τώρα ήρθε ο Αντουάν μου.  Ορεβουάρ!

-Κατερινάκι μου, που είσαι;

- Κάθριν, Αντουάν, Κάθριν  πόσες φορές θα στο πω;

-Και εγώ σου έχω πει  να μην με φωνάζεις Αντουάν, αυτό το «ντου» μου κάθεται στο στομάχι και σταμάτα πια αυτές τις γαλλικούρες. Άλλαξε κάτι επειδή μετακομίσαμε στην Εκάλη;

-Τα έβγαλες τα εισιτήρια;

-Ναι τα έβγαλα!  Έλα εδώ όμως και κάθισε δίπλα μου στον καναπέ. Τόσα χρόνια που είμαστε παντρεμένοι σου χάλασα  ποτέ χατίρι. Απλώς φέτος ήθελα να γιορτάσουμε την επέτειο της γνωριμίας μας στο ίδιο μέρος, εκεί που σε πρωτοείδα. Ήθελα να σου κάνω έκπληξη.

-Αλήθεια;

-Την θυμάμαι εκείνη την βραδιά σαν να είναι τώρα.  Ήταν η πρώτη Κυριακή της Αποκριάς. Οι φίλοι μου με είχαν παρασύρει στο δημοτικό θέατρο της Πάτρας να γιορτάσουμε τα «μπουρμπούλια». Εκείνοι είχαν τις ντάμες τους και ξεχύθηκαν αμέσως στο χορό. Εγώ έμεινα όρθιος σε μια γωνιά με ένα ποτό στο χέρι να παρακολουθώ όλους αυτούς που λικνίζονταν στο ρυθμό της μουσικής. Το ξεφάντωμα των άλλων δεν με ενδιέφερε,  βαριόμουν αφάνταστα μέχρι τη στιγμή που πέρασες από μπροστά μου. Ντυμένη με το μαύρο ντόμινο άφηνες ένα απαλό άρωμα στο διάβα σου. Από εκείνη τη στιγμή προσπάθησα να σε πλησιάσω. Είχα καταλάβει πως με είχες προσέξει, αλλά λες και το έκανες επίτηδες  χόρευες συνέχεια μ’ άλλους. Ώσπου εκεί γύρω στα μεσάνυχτα με πλησίασες και από εκείνη τη στιγμή δεν σταματήσαμε να χορεύουμε μέχρι το ξημέρωμα. Αν και δεν είχα δει το πρόσωπό σου, που το έκρυβε με επιμέλεια η μαύρη μάσκα, ήξερα πως θα έπαιζες σημαντικό  ρόλο στη ζωή μου. Με είχε ζαλίσει το άρωμά σου, η βελούδινη φωνή σου και το χυτό κορμί σου.  Σου ζητούσα να μου αποκαλύψεις το πρόσωπό σου, αλλά εσύ  με βασάνισες μέχρι το ξημέρωμα που φύγαμε από το θέατρο και βγήκαμε στην πλατεία. Εκεί μπροστά στο σιντριβάνι με τα λιοντάρια έβγαλες την μάσκα και τότε είδα  τα πιο σπινθηροβόλα μάτια του κόσμου, που με αιχμαλώτισαν για πάντα.

-Αχ Αντου… Αντώνη μου πόσο σ’ αγαπώ. Και εγώ από την πρώτη στιγμή που σε είδα σ’ ερωτεύτηκα. Όταν αρχίσαμε να χορεύουμε το πρώτο τάνγκο,  πρέπει να ομολογήσω ήσουν  καταπληκτικός χορευτής, δεν ήθελα να φύγω από την αγκαλιά σου… Κοίτα λέω να ακυρώσεις τα εισιτήρια για την Βενετία, μπορούμε να πάμε κάποια άλλη φορά. Ας πάμε στην Πάτρα να ξαναζήσουμε το ειδύλλιο   μας να θυμηθούμε πάλι τα πρώτα χτυποκάρδια μας και τα νιάτα μας. Πρόσεξε όμως θα μεταμφιεστώ. Να δω αν θα με αναγνωρίσεις.

-Αμφιβάλλεις;                              

                                                                               ....


11. ΒΑΔΙΖΩ ΑΝΤΙΘΕΤΑ ……….


Σκεπάστηκα με πέπλα επτά  .

Το πράσινο , το γρανιτένιο ροζ της μουσικής  ,

 το κίτρινο της σκιάς , εκείνο του χιονιού

,το σμαραγδί του ξεφαντώματος  , εκείνο της βερικοκιάς

Και τελευταίο το μαύρο του μυστήριου.

Επτά πέπλα ,

Για να με ξεσκεπάσεις επτά φορές .

Μυρώθηκα με επτά μύρα  ,

Για να με μυρίσεις επτά φορές .

Το βράδυ δέχεται την μυρωδιά του καναλιού

και εσύ επιστρέφεις μελαγχολικός στο ειδύλλιο μας   .

Αγάπησέ με ,

Ψιθύρισε μου ποια είμαι 

Μάγεψέ με  , με την ίδια μου την ομορφιά

Ως και οι μάσκες δεν αντιστέκονται πολύ απόψε …….

Να ζω ήθελα αποκοιμισμένη

Μες στο γλυκό σου ψίθυρο .

Δεν απομένει παρά να  ξημερώσει

 ο ήλιος θα αρπάξει την πόλη ,

ένα , ένα θα λυθούν τα μυστήρια

και εγώ θα βαδίζω αντίθετα στον ήλιο

ανάμεσα στα δέντρα .

 

                                                                ....

Φτάσατε στο τέλος! Ευχαριστώ που διαβάσατε. Ψηφίζετε και σχολιάζετε στην πρώτη σελίδα. Εδώ