Κυριακή 26 Νοεμβρίου 2017

ΟΙ Ακρίτες φυλάνε Θερμοπύλες..









Δύο σπιθαμές γης στη μέση της θάλασσας, κατσίκια, κότες και τρία σκυλιά η μόνη παρέα του γέρο Φώτη. Ο βράχος του,... την έλεγε αυτή την γη και την πατούσε από τότε που γεννήθηκε.

Μια καλύβα με τα απαραίτητα, που το πρωί, φωτιζόταν από τον ήλιο, και το βράδυ από τον έναστρο ουρανό, δυο λάμπες πετρελαίου και ένα μικρό χτιστό από τα χέρια του τζάκι.

Κι απέξω από την καλύβα του, σε ένα ψηλό ξύλο ανέμιζε η Ελληνική σημαία περήφανα. Τη λάτρευε αυτήν την σημαία. Ήταν οι ρίζες του, η πατρίδα του, το σύμβολο του και η ψυχή του.
Έτσι για να μη ξεχαστεί κανείς και πάει να του διεκδικήσει τον χώρο.

Καμιά φορά, έβλεπε καμιά βάρκα να φεύγει από απέναντι για να περάσει μετανάστες στη ζούλα. Τότε κουνούσε το κεφάλι του, μονολογώντας…
-Πού πάτε έρμοι; Σας ξεσπίτωσαν και πάτε στο άγνωστο κουβαλώντας στις ψυχές σας, ποιος ξέρει τι;

Ήταν γερό σκαρί. Άλλων η αλμύρα της θάλασσας τρώει τα σωθικά, μα του γέρου τούτου, του είχε ατσαλώσει τις κλειδώσεις και τις είχε κάνει σαν χάλυβα ενισχυμένο.

Μια μικρή βάρκα του εξασφάλιζε συχνά τα ψάρια του και την επαφή του με τον υπόλοιπο κόσμο, ή έστω με ένα μέρος του.
Στο κοντινό νησί, πουλούσε το γάλα του, τα ψάρια του και τα αβγά του και προμηθευόταν νερό και ό,τι άλλο χρειαζόταν.
Κανείς ποτέ δεν τον φρόντισε, κι εκείνος αυτάρκης δεν ζήτησε ποτέ τίποτα. Το σενάριο της ζωής του απλό χωρίς σασπένς.

Ένα βράδυ, τέλη φθινοπώρου που ο χειμώνας ήταν προ των πυλών, καθόταν και χάζευε στο καλύβι του τις φλόγες που τρεμόπαιζαν και χάριζαν ζεστασιά στο χώρο και σιγοτραγουδούσε ένα τραγούδι που έλεγε και ο συγχωρεμένος ο πατέρας του.
Ο ουρανός μαβής και τα σκυλιά του ανήσυχα. Ο Αψύς άρχισε να γαβγίζει και γρήγορα τον ακολούθησαν και τα άλλα.
Ο γέρο-Φώτης σηκώθηκε πήρε μια λάμπα, και άνοιξε την πόρτα, αφήνοντας έτσι τον βραδινό αγέρα να αναζητήσει στις φλόγες μια ντάμα για χορό.
Βγήκε έξω, μα δεν πρόλαβε να κάνει πολλά. Ένα χτύπημα στο γέρικο κορμί του, φερμένο από τη σκοτεινιά τον έκανε να γονατίσει. Μια φωνή του είπε κάτι σε άγνωστη γλώσσα, που εκείνος μόνο από ένστικτο μπορούσε να καταλάβει το νόημα της. Δεν ήταν ένας, ήταν πάνω από δύο. Οι φωνές μπερδεύονταν, οι άγνωστες λέξεις έπεφταν κούφιες και κοφτές, ανάκατες με τα γαβγίσματα των σκύλων που όρμησαν να υπερασπιστούν το αφεντικό τους.
Ο κρότος πυροβολισμών και τα αλυχτίσματα των πληγωμένων σκυλιών του, βίασαν τους ήρεμους ήχους της νύχτας.
Όλα εκτυλίχθηκαν γρήγορα, η Ελληνική Σημαία έγινε κομμάτια και έπεσε καταγής. Ο γέρος μάζεψε τις τελευταίες του δυνάμεις και όρμησε να παλέψει για τη βεβήλωση της ψυχής του.
Μάταιος αγώνας όταν έχεις να κάνεις με ύπουλο εχθρό που ποθεί να χαρίσει αντάξιες εικόνες στο φθόνο του.
Η ησυχία ήρθε να αντικαταστήσει την πρότερη φασαρία.
Το πρωινό φώτισε ένα κορμί, που κρατούσε σφιχτά μια κουρελιασμένη σημαία. Ατένισε τα άψυχα κορμιά των τετράποδων συντρόφων του, κοίταξε τον ουρανό και άφησε την τελευταία του πνοή σε δύο σπιθαμές λεηλατημένο Ελληνικό τόπο.



Αυτή ήταν η συμμετοχή μου στο ''Παίζοντας με τις λέξεις'' της Μαρίας
του Mytripsonblog




Παρασκευή 10 Νοεμβρίου 2017

ΕΝ ΑΡΧΗ .. ΕΙΝΑΙ Η ΑΓΑΠΗ….




Τα φύλλα θροΐζουν  και στ’ αυτί μου ψιθυρίζουν
για αγάπες που χαθήκαν, για όνειρα που πια σβηστήκαν
για ελπίδες και για πόθους,  μα και για χαμένους μόχθους.

Ο αγέρας που  αλυχτάει, πάντα νέους καημούς γεννάει
για όσους είναι μοναχοί τους και είναι έρημη η ζωή τους
απ’ τους άλλους ξεχαστήκαν κι απ’ τη μοίρα χτυπηθήκαν.

Σαν η θάλασσα αφρίζει, κάθε κύμα μουρμουρίζει
για όλους τους αποκομμένους, στη ζωή εγκλωβισμένους
βυθισμένους στο σκοτάδι,  στερημένους από χάδι.

Οι σταγόνες της βροχής, όταν πέφτουν καταγής
Χώμα και φυτά δροσίζουν, και τα δέντρα τα ποτίζουν
Έτσι η φύση όταν θεριεύει, την ψυχή μας γαληνεύει.

Τούτη η Γη που την πατούμε, και που τη λεηλατούμε,
Αντιδράει και βογγάει, το ενδιαφέρον μας ζητάει.
Να μπορέσει να ανασάνει, που από εμάς έχει αποκάνει.

 Και το Σύμπαν με σοφία, στην ανθρώπινη ανοησία
απαντά με κάθε τρόπο, πότε πράα, πότε με κρότο,
πως η ομόνοια και η φροντίδα, μας χαρίζει την ελπίδα.

Πως φυλές, χρώμα, θρησκείες, χτίζουν έχθρα και κακίες.
Οι κακίες φέρνουν μίση, πονηρό αλισβερίσι
που το δίκαιο καταργούν , και ψυχές ποδοπατούν.

Με αρχές όλα πλαστήκαν, μα στον δρόμο ξεχαστήκαν
Η εξέλιξη κι η επιστήμη, αδυνάτισαν την μνήμη
Η απληστία και ο φθόνος έγιναν σε όλους νόμος.

 Και ο άνθρωπος θα χάσει, και μαζί κι όλη η Πλάση
Αν δεν σβήσει την οργή του, δεν κοιτάζει την βολή του
Την αλήθεια να αγαπήσει, την αγάπη να σκορπίσει.