Σαλιγκάρια, μια αξέχαστη γνωριμία!
Κόντεψε να φύγει ο Μάρτης, και να πατήσω
την υπόσχεση στον εαυτό μου, κάθε μήνα να γράφω και μια ανάμνησή μου, καλή ή
κακή δεν έχει σημασία.
Μια και τώρα ευκαίρησα, αυτός ο Μάρτης
πολύ πνιγμένος, είπα να φανώ συνεπής, πριν εκπνεύσει ο μήνας.
Ήταν λοιπόν ένα μικρούλι κοριτσάκι, τόσο
δα, που η μητέρα του το έπαιρνε πάντα μαζί της στα ψώνια.
Η μικρούλα είμαι εγώ, μια ξανθομαλλούσα
με μπουκλάκια πολλά, που με κρατούσε η μητέρα μου από το χέρι, κι εγώ έπαιρνα
γεύσεις από τον κόσμο.
Ήταν η μέρα της αγοράς θυμάμαι, και
είχαμε βγει να αγοράσουμε λίγο κρέας, κανένα ψάρι, τυροκομικά, και διάφορα
άλλα.
Φτάσαμε κοντά στην κεντρική αγορά, και η
αγαπημένη μου στάση, ήταν στη βιτρίνα του μεγάλου pet shop που βρισκόταν
στη γωνιά της πλατείας.
Κάθε φορά, έβλεπα διάφορα. Πότε είχε
κουνέλια, πότε είχε πουλιά, πότε σκυλάκια. Σε όλα είχα αδυναμία, μικρούλια κι
αυτά σαν και μένα. Αυτή τη φορά είχε έναν τεράστιο παπαγάλο θυμάμαι. Πολύς
κόσμος σταματούσε μπροστά σε αυτό το μαγαζί.
Η μητέρα μου πάντα μου έκανε το χατίρι,
να σταματήσουμε εκεί λίγη ώρα, ώστε να μπορέσω να χαζέψω τα ζωάκια.
Η επόμενη στάση μου, ήταν στο μαγαζί που
υπήρχε πάντα ουρά από κόσμο, για να φάμε την αγαπημένη μου τυρόπιτα, από τον
κύριο Σταύρο, που πάντα με κερνούσε και ένα γλειφιτζούρι, καθώς πληρώναμε στο
ταμείο.
Η σημερινή μας αγορά, αφορούσε κυρίως τα
υλικά όπως έλεγε την προηγούμενη μέρα η μητέρα μου, για ένα νέο φαγητό που
διάβασε στον αγαπημένο της Τσελεμεντέ. Πήγαμε
στο κατάστημα που συνήθως ψωνίζαμε, και ανάμεσα σε όλα πρόσεξα και ένα δίχτυ,
γεμάτο από μικρά στρογγυλά πραγματάκια με ρίγες.
''Τι είναι αυτά μαμά;''
''Σαλιγκάρια, μου απάντησε.’’
Μόλις τελειώσαμε, γυρίσαμε στο σπίτι.
Έπειτα από λίγο, ανέβηκα στη καρέκλα, σαν παρατηρητής να παρακολουθήσω την
τακτοποίηση των αγορών μας.
Κάποια στιγμή την βλέπω που αδειάζει το
δίχτυ σε ένα τρυπητό, και αρχίζει να πλένει τα ριγωτά σχήματα.
Όταν πλύθηκαν, τα έβαλε σε μια μεγάλη
κατσαρόλα με νερό, κι εγώ απόρησα.
-Τι κάνεις τώρα μαμά; … τη ρώτησα.
Και μου απαντάει πως τους έφτιαχνε πισίνα
για να κάνουν μπάνιο. Η απάντηση με έκανε να απορήσω περισσότερο, με αποτέλεσμα
να ακολουθήσει ένας καταιγισμός ερωτήσεων. Γιατί, πώς, τι είναι; Σε αυτά τα στρογγυλά λέει, τα σαλιγκάρια,
κατοικούσαν ζωντανά πλάσματα. Και τα στρογγυλά ήταν το σπίτι τους. Όμως μπορεί
κάποια να είχαν πεθάνει στο κρεβατάκι τους, και γι’ αυτό τα βάζουμε σε νερό για
να δούμε ποια είναι ζωντανά.
''Και δεν θα πνιγούν;''
''Όχι δεν κινδυνεύουν, μη φοβάσαι... όταν
θα βγουν θα σε φωνάξω''.
Τα σαλιγκάρια αλλάχτηκαν νερά αρκετές
φορές, και έμειναν στη κλειστή κατσαρόλα όλη νύχτα.
Έπεσα για ύπνο, και το πρωί, με το που
άνοιξα τα μάτια, όπως ήμουν ξυπόλητη, η πρώτη μου σκέψη ήταν να τρέξω στη
κουζίνα. Η κουζίνα ήταν πιο ψηλή μου, κι εγώ σηκώθηκα στις μύτες των ποδιών
μου, προσπαθώντας να φτάσω την κατσαρόλα.
''Τι κάνεις εκεί'' με ρώτησε η μητέρα
μου.
''Θέλω να δω τα ζωάκια''.
Τράβηξα τη καρέκλα, και σκαρφάλωσα πάνω.
Η μητέρα μου ήταν κοντά και με παρακολουθούσε. Μου άνοιξε το καπάκι, και ως εκ
θαύματος, είδα μικρά πλάσματα να περιδιαβαίνουν στα τοιχώματα της κατσαρόλας,
σέρνοντας και το σπίτι τους μαζί. Η κουζίνα θυμάμαι, γέμισε από τις φωνές μου,
όταν κάποια είδα να είναι και στο καπάκι ανεβασμένα. Υπήρχαν και δυο τρία
σπίτια στον πάτο, που οι ένοικοι δεν είχαν βγει να κόψουν βόλτα. Είχαν πεθάνει
τα κακόμοιρα. Η κηδεία τους έγινε στον σκουπιδοτενεκέ. Το νερό αλλάχτηκε ξανά,
οριστικά αυτή τη φορά. Κι εγώ ενθουσιασμένη χτυπούσα τα χέρια μου.
Την συνέχεια δεν την είδα η μητέρα μου με
πήγε μέσα να πλυθώ, να ντυθώ και να παίξω. Δεν ήθελε βλέπετε, να μειώσει τον
παιδικό μου ενθουσιασμό, ούτε να είμαι μπροστά την ώρα που τα πρώτα ζωάκια που ήρθαν σπίτι μου, θα
μαγειρεύονταν ζωντανά για να γεμίσουν το
πιάτο μας.
Το μεσημέρι, που ήρθε και ο πατέρας μου
από τη δουλειά, με φώναξαν στο τραπέζι. Αφού έπλυνα τα χέρια, και σκαρφάλωσα
στη καρέκλα, κοιτάζω όλο περιέργεια, το πιάτο με το φαγητό που ήταν μπροστά
στον πατέρα μου.
-Τι είναι αυτό μπαμπά;…. ρωτάω
υποψιασμένη, γιατί τα στρογγυλά πραγματάκια μου θύμιζαν κάτι.
Κι ο πατέρας μου
ανύποπτος, μου λέει
-Σαλιγκάρια είναι αγάπη μου….
Κατεβαίνω φουριόζα από τη καρέκλα, καλά που
δεν έπεσα με το κεφάλι, και τρέχω στη κουζίνα για να δω τη κατσαρόλα με τα
ζωάκια.
Σουφρώνω τα χειλάκια μου, και λέω με
τρεμάμενη φωνή στη μαμά μου.
-Πού είναι τα ζωάκια;
Όταν μου είπαν ότι τα ζωάκια τα πήραμε
για να τα φάμε, χαλασμός κόσμου θυμάμαι. Κανείς δεν έφαγε, όλοι προσπαθούσαν να
με ηρεμήσουν από τα κλάματα. Και ήταν τόση η στενοχώρια μου για εμάς που θα
τρώγαμε τα ζωάκια που κυλούσαν στη κατσαρόλα ανύποπτα, που σαλιγκάρια δεν έχω
δοκιμάσει μέχρι σήμερα.
Και όπου βρίσκομαι ακόμα και μέχρι τώρα
που σας γράφω την εμπειρία μου, όταν βρέχει, πάντα κοιτάω κάτω. Κι όταν δω
σαλιγκάρι, να βρίσκεται στο πέρασμα ανθρώπινου ποδιού, και να κινδυνεύει να πατηθεί, το πιάνω και το
μεταφέρω σε ασφαλές σημείο, μονολογώντας
-Μικρούλι να προσέχεις μη σε πατήσουν…
λες και θα με ακούσει!
Τί γλυκό, μωρέέέέ!
ΑπάντησηΔιαγραφή(Να σου πω ένα μυστικό? Κι εγώ κοιτάω κάτω μη τυχόν και υπάρχουν σαλιγκαράκια, ασφαλώς δεν τα τρώω και μάλιστα αν τύχει και βρεθεί κανένα πάνω σε κανένα μαρουλάκι που προορίζεται για σαλάτα, το απομακρύνω {αφού προηγουμένως το έχω ταΐσει με κανένα αγγουράκι κτλ} και το τοποθετώ σε κάποιο φυτό στο χωράφι!)
Αγκαλιά και πολλά-πολλά φιλάκια, τρυφερό μου πλάσμα!
ΣΣΣΜΟΥΤΣ!
Καλώς το κορίτσι μου! Να σου πως ντρεπόμουν να πω ότι συμπαθώ τα ζωντανά σαλιγκάρια. Τώρα δε με νοιάζει το λέω ελεύθερα μεγάλη γυναίκα είμαι μπορώ να έχω άποψη! χαχα Χαίρομαι που το κάνει κι άλλος και μεγαλώνει το κλαμπ. Πολλά πολλά φιλιά!
ΔιαγραφήΠόσο, μα πόσο τρυφερό κείμενο! Πόσο γλυκά αραδιασμένες οι λέξεις κι οι σκέψεις σου!
ΑπάντησηΔιαγραφήΚι εγώ τα... συμμαζεύω, όταν έχουν πάρει τον κακό δρόμο!
Μικρή, τα ξεκολλούσα από τους τοίχους, γιατί φοβόμουν μην πέσουν και σπάσουν, όχι το κέλυφος αλλά... το κεφάλι τους! Τόσο μυαλό... :(
Πολλά φιλιά και καλό βράδυ να έχεις! ♥
Αχ τι καλά που κάνεις! Μα δεν είναι συμπαθητικά εμένα μου αρέσει πολύ να τα βλέπω. Σ'ευχαριστώ πολύ πολλά φιλιά κι από μένα!
ΔιαγραφήΤι ωραία ανάμνηση!! Ώστε τα βάζεις στην άκρη ε; Εγώ πάλι το έχω με τα μυρμήγκια. Όχι δεν τα βάζω στην ακρη, μήπως και θα κάθονταν; Ησυχία δεν έχουν απλά δεν μπορώ να τα πατάω.χαχαχα Πολύ μου άρεσε Μαίρη η Μαρτιάτικη ανάμνησή σου.
ΑπάντησηΔιαγραφήΌνειρα γλυκά
Φιλιά πολλά
Και τα μυρμήγκια συμπαθητικά είναι αλλά όχι τόσο! Πάντα φοβόμουν αυτούς του πειθαρχημένους στρατούς! χαχα Σ' ευχαριστώ πολύ Άννα μου φιλιά πολλά!
ΔιαγραφήΣυγκινήθηκα από τις μνήμες σου!
ΑπάντησηΔιαγραφήΑν και είμαι παμφάγο ον, σαλιγκάρια δεν έχω φάει και δε νομίζω πως θα φάω ποτέ. Επειδή έχω κήπο, την άνοιξη και το καλοκαίρι έχω πολλά - και με σπίτια και άστεγα (!) Δεν τα πειράζω όμως, δεν μπορώ, κι ας μου κάνουν τρυπίτσες στα φυτά.
Φιλιά πολλά!
Πράγματι Έλλη μου κι εμένα δεν με ενοχλεί να πειράζουν τα φυτά! Εξάλλου κάπως πρέπει να τραφούν κι αυτά! Από τη μια εμείς να τα τρώμε αλλά αυτά να μείνουν νηστικά; Δεν πάει. Φιλιά να είσαι καλά!
ΔιαγραφήΠέρασα να σε γνωρίσω, Μαίρη μου, και με υποδέχθηκαν υπέροχες μουσικές και τιτιβίσματα πουλιών, όπως και όμορφες παιδικές αναμνήσεις!!!
ΑπάντησηΔιαγραφήΟύτε εγώ τρώω σαλιγκάρια, παρ'όλο που η μαμά μου έφτιαχνε συχνά για τον μπαμπά που τα λάτρευε - και θυμάμαι πως όταν ήμουν μικρή με έπαιρνε κι εμένα μαζί του στην κεντρική αγορά για να τα αγοράσει.
Ελπίζω να τα λέμε συχνά!!
Καλώς σε βρήκα!!!!
Καλώς ήρθες Μαριάννα μου και χαίρομαι που πέρασες από τη γωνιά μου! Σ' ευχαριστώ οι μνήμες μας είναι η κόλλα με τις ρίζες μας! Και αυτό είναι υπέροχο! Θα χαρώ να τα λέμε να είσαι καλά!
ΔιαγραφήΕπανέρχομαι για να μην παραξενευτείς μ'αυτά που σου έγραφα....
ΑπάντησηΔιαγραφήΟι μουσικές και τα τιτιβίσματα ήταν από το μπλόγκ της Αριστέας μας που το είχα αφήσει ανοικτό...χα χα χα!!!! τώρα το κατάλαβα!
Καλό σου βράδυ!!
Χαχαχα το έχω πάθει κι εγώ! Μας μαγεύει με τη μουσική της η Αριστέα και πολλές φορές όταν μπαίνω στο μπλογκ της ξεχνάω να βγω και κοιτάζω τα πάντα για να ακούσω λίγο παραπάνω! Καλό σου βράδυ!
Διαγραφή