Τετάρτη 23 Νοεμβρίου 2011

«Δεν έχεις να πληρώσεις; Στα τάγματα εργασίας!»

Ενδιαφέρον το άρθρο στα ΝΕΑ.
Για να μαθαίνουμε και να μη ξεχνάμε!

Χρωστούσες τον φόρο περιουσίας και δεν μπορούσες να τον εξοφλήσεις, ακόμη κι αν ξεπουλούσες όλη την περιουσία σου; Έπαιρνες τον δρόμο για τα βάθη της Ανατολίας, για να ξεπληρώσεις δουλεύοντας σε απάνθρωπες συνθήκες. Μια έρευνα φωτίζει τον τρόπο με τον οποίο εξοβελίστηκαν η ελληνική, η αρμενική και η εβραϊκή αστική τάξη της Πόλης το 1943 .
Απάνθρωπες συνθήκες διαβίωσης, αδικίες, καταναγκαστικές πορείες, θάνατος, πρόχειροι ενταφιασμοί... Είναι μερικά μόνο από τα γεγονότα που καταγράφει με απόγνωση ο Κωνσταντίνος Κιουρκτσόγλου στις σελίδες του ημερολογίου του.
«Πήγαμε και πλυθήκαμε στο προσωρινό χαμάμ που έφτιαξε ο Αγκόπ στους πρόποδες του Κοπ. Το σώμα μας - για πρώτη φορά, ύστερα από επτά μήνες - ερχόταν σε επαφή με το νερό» γράφει στις 29 Ιουνίου του 1943. Λίγες ημέρες ενωρίτερα δε, στις 25 Ιουνίου, δεν κρύβει την πικρία του και σημειώνει: «Στις εφημερίδες που ήρθαν σήμερα, ο Χουσεΐν Τζαχίτ γράφει πως "οι μειονοτικοί εξορίστηκαν λόγω έλλειψης χρημάτων, όμως οι οικογένειές τους ζουν σαν μεγιστάνες στα νησιά και τα κέντρα διασκέδασης". Είθε κι εκείνοι να πάθουν χειρότερα από μας, τότε μόνο θα καταλάβουν». Ποιες ήταν οι αιτίες όμως που επέβαλαν τον σκληρό αυτό φόρο στους μειονοτικούς πληθυσμούς; «Η ανάγκη για εκτουρκισμό της οικονομίας» εξηγεί στο ντοκιμαντέρ - στο οποίο παρουσιάζονται δημοσιεύματα του τουρκικού και ελληνικού Τύπου σχετικά με το θέμα - ο διακεκριμένος Τούρκος ιστορικός Ριφάτ Μπαλί.
Με το ξέσπασμα του Β' Παγκοσμίου Πολέμου και την επίδραση των Ναζί, το αντιμειονοτικό συναίσθημα που καλλιεργείται στην Τουρκία κορυφώνεται. Το 1941 αρχίζει η επιστράτευση των «20 ηλικιών». Οι μη μουσουλμάνοι άνδρες μεταξύ 25-45 ετών αποστέλλονται στα βάθη της Μικράς Ασίας σε ειδικά στρατόπεδα εργασίας, όπου εργάζονται κάτω από σκληρές συνθήκες για την κατασκευή δημόσιων έργων. Λίγα χρόνια ενωρίτερα - το 1934 - με νόμο όλοι οι πολίτες της χώρας υποχρεούνται να αποκτήσουν τουρκόφωνα επίθετα και επιβάλλεται η αποκλειστική χρήση της τουρκικής γλώσσας στον δημόσιο βίο. «Η επιδείνωση της οικονομικής κρίσης και η άνοδος του ναζισμού οδηγούν κυβέρνηση και Τύπο να υιοθετήσουν μια πιο επιθετική στάση απέναντι στις μειονότητες, απόρροια της οποίας είναι ο ληστρικός αυτός φόρος» επισημαίνει η ιστορικός Ειρήνη Σαρίογλου. «Αρχικός στόχος ήταν ο περιορισμός των ελλειμμάτων και η μείωση του υψηλού πληθωρισμού. Ωστόσο λίγο πριν από την ψήφιση του νόμου η κυβέρνηση διεξάγει εμπιστευτική έρευνα σχετικά με την επιχειρηματική δραστηριότητα των μειονοτικών, με απώτερο σκοπό την ολοκληρωτική εξαφάνισή τους από την αγορά. Έτσι ο νόμος φόρου περιουσίας εφαρμόζεται με κραυγαλέα μεροληπτικότητα και υπερβολή εις βάρος του μη μουσουλμανικού στοιχείου. Έτσι οι μουσουλμάνοι τούρκοι πολίτες κατέβαλαν συμβολικό φόρο, την ώρα που οι μειονοτικοί φορολογήθηκαν έως και δέκα φορές παραπάνω από τους αμιγώς τουρκικής - μουσουλμανικής καταγωγής».
«Ο στόχος δεν επιτυγχάνεται. Δεν δημιουργήθηκε τελικά μουσουλμανική αστική τάξη» εκτιμά ο καθηγητής Κοινωνιολογίας στο Πανεπιστήμιο του Μαρμαρά Αγιάν Ακτάρ ο οποίος παραδέχεται πως το βαρλίκι ήταν μια κίνηση εθνικιστική «που προκάλεσε αρρωστημένες καταστάσεις». Αντίθετη γνώμη όμως εκφράζει η Ειρήνη Σαρίογλου που υποστηρίζει «πως οι Τούρκοι αγόραζαν ολόκληρες εμπορικές στοές σε εξευτελιστικές τιμές. Η οικογένεια Κοτς (σ.σ.: μία από τις πλουσιότερες της Τουρκίας) απέκτησε μεγάλη περιουσία εκείνη την περίοδο».
Η αντίστροφη μέτρηση αρχίζει τον Σεπτέμβριο του 1943 όταν ο ανταποκριτής των «New York Times» στην Τουρκία δημοσιεύει μια σειρά άρθρων για τα εργατικά τάγματα. Η διεθνής εικόνα της χώρας αμαυρώνεται. Τον Δεκέμβριο του 1943 επιτρέπεται στους εξόριστους να επιστρέψουν στις εστίες τους - ύστερα από έναν χρόνο κακουχιών - και ο νόμος καταργείται τον Μάρτιο του 1944.
Ωστόσο τουλάχιστον 21 άτομα εικάζεται πως πέθαναν στην εξορία, γεγονός όχι απίθανο αν σκεφτεί κάποιος όσα γράφει ο Κωνσταντίνος Κιουρκτσόγλου στις 13 Αυγούστου: «Καθώς δουλεύαμε, οι επικεφαλής μας για παραπάνω τυραννία διέταξαν την αποστολή της Ερζουρούμ να πάει για ανεφοδιασμό τροφίμων. Πήγαινε έλα πέντε ώρες. Πήγαν υπό την επιτήρηση των δεκανέων με τα καμουτσίκια».
Ο νόμος άλλωστε όριζε να μην αποστέλλονται στην εξορία οι άρρωστοι και οι άνω των 55 ετών υπόχρεοι, εντούτοις εκτοπίστηκαν πολλοί από αυτούς χωρίς να είναι γνωστό εάν και πότε θα επέστρεφαν στα σπίτια τους.πηγή

Πέμπτη, 4 Φεβρουαρίου 1943: «Φοβερό κρύο. Με περισσότερους από 35 βαθμούς κάτω από το μηδέν. Δουλέψαμε μέσα στο ρυάκι. Δεν υπάρχουν φτυάρια, κασμάδες».
Δευτέρα 22 Φεβρουαρίου 1943: «Καθαρίσαμε πατάτες και κρομμύδια. Οι παγωμένες πατάτες ματώνουν τα χέρια όπως όταν πιάνεις πάγο. Μισοψημένο, μισοάψητο, το φάγαμε το φαγητό».
Λέξεις γραμμένες βιαστικά. Άλλες στα ελληνικά, άλλες στα τουρκικά, άλλες στα καραμανλίδικα (τουρκικά με ελληνικούς χαρακτήρες) στριμωγμένες στις σελίδες ενός μικρού χαρτόδετου ημερολογίου, που έμεινε για έναν ολόκληρο χρόνο καταχωνιασμένο στην τσέπη του Κωνσταντίνου Κιουρκτσόγλου.
Αλευρέμπορος ο Κωνσταντίνος Κιουρκτσόγλου είχε επεκτείνει τις δουλειές του και στο εμπόριο ξηρών καρπών. Διατηρούσε δικό του κατάστημα στην εμπορική στοά Αμπίντ Χαν, στον Γαλατά, στην καρδιά της Κωνσταντινούπολης. Ο αστός επιχειρηματίας όμως μέσα σε λίγες μόνο ημέρες βρέθηκε χωρίς σπίτι και μαγαζί να ξεχιονίζει δρόμους στα βάθη της Ανατολίας σε θερμοκρασία 35 υπό το μηδέν.
Το αμάρτημα του δεν ήταν ούτε φόνος ούτε κακοδιαχείριση και κατάχρηση. Ήταν η ελληνική καταγωγή του, η χριστιανική θρησκεία του και το γεγονός ότι ήταν ένας από τους πολλούς μειονοτικούς που κρατούσαν στα χέρια τους την εμπορική ζωή της Τουρκίας.
Αμαρτήματα αρκετά για να οδηγήσουν την κυβέρνηση Ινονού τον Νοέμβριο του 1942 να επιβάλει κεφαλικό φόρο (το βαρλίκι) σε περισσότερους από 1.800 χριστιανούς (Έλληνες και Αρμένιους) και σε Εβραίους επιχειρηματίες της Κωνσταντινούπολης. Όσοι δεν μπορούσαν να πληρώσουν στέλνονταν στα τάγματα εργασίας στο Ερζουρούμ και το Ασκαλε.
«Πρόκειται για ένα μοναδικό ντοκουμέντο που καλύπτει και τους δώδεκα μήνες που οι άνθρωποι αυτοί ταλαιπωρήθηκαν και για πρώτη φορά στην Ιστορία δίνονται οι πραγματικές διαστάσεις αυτής της οδυνηρής εμπειρίας», εξηγεί στα «ΝΕΑ» η γεννημένη στην Κωνσταντινούπολη γενική γραμματέας του Ελληνικού Ιδρύματος Ιστορικών Μελετών, ιστορικός, δρ Ειρήνη Σαρίογλου, που βρήκε τυχαία το πολύτιμο ημερολόγιο, ενώ προσπαθούσε να συλλέξει μαρτυρίες για την συγκεκριμένη περίοδο.
Καθοριστική αποδείχθηκε η συνάντησή της με τον 85χρονο σήμερα γιο του Κωνσταντίνου Κιουρκστόγλου, Νικόλαο, ο οποίος είχε κρατήσει το ημερολόγιο του πατέρα του από τις δύσκολες εκείνες ημέρες. Κι εκείνη αποφάσισε να το διασώσει όχι μόνο μέσω μιας έκδοσης υπό τον τίτλο «Στην εξορία, Ερζουρούμ/Ασκαλε», αλλά και μέσω του ομότιτλου ντοκιμαντέρ (σε σκηνοθεσία Καλλιόπης Λεγάκη και μουσική Ελένης Καραΐνδρου) το οποίο διακρίθηκε τόσο στο Φεστιβάλ Δράμας όσο και στον «Αγώνα», τη διεθνή συνάντηση αρχαιολογικών ταινιών.
Για να εξοφληθεί ο φόρος των μη μουσουλμάνων πολιτών πρώτα κατασχέθηκε η κινητή και ακίνητη περιουσία τους από το τουρκικό κράτος που πουλήθηκε σε ανοιχτές δημοπρασίες. «Πέταξαν κάτω αρρώστους για να κατάσχουν τα κρεβάτια τους κι οι εξόριστοι έφθασαν σε τέτοια εξαθλίωση που περπατούσαν πάνω στα καρφιά των αρβύλων τους», δίνει τη δική του μαρτυρία ο εκδότης - συγγραφέας Ανδρέας Λαμπίκης στο ντοκιμαντέρ.πηγή

Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία, το 1943 συγκεντρώθηκαν από φόρους 315 εκατ. τουρκικές λίρες εκ των οποίων οι 285 ήταν οι εισφορές των μειονοτήτων. Η ελληνική αποτελούσε το 0,5% του πληθυσμού και κατέβαλε πάνω από 80 εκατ. - ήτοι το 20% του συνολικού φόρου.
«Δυστυχώς στην Πόλη δεν ήξερες ποτέ τι σε περίμενε. Ζούσαμε σε μια ευημερούσα ανασφάλεια. Ο πατέρας μου άρχισε να ορθοποδεί το 1948 και αυτό με δανεικά», λέει ο γεννημένος στην Κωνσταντινούπολη συγγραφέας Πέτρος Μάρκαρης.
Ο Κωνσταντίνος Κιουρκτσόγλου στις 30 Δεκεμβρίου 1943 και αφού έχει επιστρέψει στην Πόλη γράφει στην τελευταία σελίδα του ημερολογίου του: «Εχω χάσει τα πάντα. Έτσι τελειώνει ο παλιός ο χρόνος. Πώς θα αρχίσει ο νέος δεν το το ξέρω...».



Κυριακή 13 Νοεμβρίου 2011

Η Αγορά ''νεκρώθηκε''!!!!

12.558 επιχειρήσεις βρίσκονται υπό έλεγχο λένε οι εφημερίδες, γιατί δεν υπέβαλαν ούτε μία δήλωση ΦΠΑ, μέσα στο 2010 και 2011. Όλες είναι επιχειρήσεις με τζίρο πάνω από 100000 ευρώ και οφειλές πάνω από 75000 ευρώ. Έχουμε λοιπόν μία μακριά λίστα, με επιχειρηματίες που απειλούνται και με Αυτόφωρο. Αναμένεται να γίνουν και συλλήψεις για τη φοροδιαφυγή τους.
Το λυπηρό της υπόθεσης είναι οι εργαζόμενοι. Γιατί πάντα αυτοί είναι τα εξιλαστήρια θύματα.
Δεν εξετάζουμε αν ο κάθε επιχειρηματίας από αυτούς που δεν είναι εντάξει απέναντι στις υποχρεώσεις τους, εκμεταλλεύτηκε την οικονομική κρίση, για να γίνει φοροφυγάς. Σίγουρα το ξέρουμε ότι υπάρχουν πολλοί από αυτούς που ζούσαν ''μεγάλη ζωή'', και εξακολουθούν να ζουν, αλλά δεν έχουν πληρώσει ούτε ευρώ, στο κράτος για τα κέρδη τους. Τουλάχιστον γι' αυτά που φαίνονται.
Δεν εξετάζουμε γι' αυτούς που βρέθηκαν στη δυσχερή θέση του κακοπληρωτή, λόγω των μέτρων, των σκληρών και άπονων, που η μείωση του τζίρου, τους οδήγησε και μέχρι το κλείσιμο. Και από αυτούς υπάρχουν πολλοί, όπως ξέρουμε.
Τα τελικά θύματα, τα εντελώς αθώα, είναι το γνωστό 18,5% που είναι άνεργοι. Και πόσοι άλλοι, που δεν είναι εγγεγραμμένοι στον Ο.Α.Ε.Δ.
Τι γίνεται με αυτούς τους οικογενειάρχες, τους μεγάλους σε ηλικία αλλά που απέχουν ακόμα από τη σύνταξη, τους νέους που τώρα βγαίνουν στην αγορά εργασίας, και με όλους αυτούς τους απολυμένους, που τους ''βομβαρδίζουν'' οι υποχρεώσεις; Τι γίνεται με όλους αυτούς τους εργαζόμενους που σήμερα έχουν δουλειά και αύριο ίσως να είναι άνεργοι κι αυτοί με τη σειρά τους, που πληρώνουν συνεχώς από το μικρό τους μισθό, έκτακτη εισφορά, ειδικό τέλος ακινήτου, και που η μείωση του αφορολόγητου, θα τους αναγκάσει να πληρώσουν, υψηλότερο φόρο το 2012;
Μαζεύουν συνεχώς χρήμα, για να καλύπτουν τους τόκους των χρεών, που μας δημιούργησαν με την κακοδιαχείριση τους, με την ασυδοσία τους, με την αδιαφορία τους και τη μη εφαρμογή των νόμων;
Δεν έχουμε καμία ανάπτυξη, δεν παράγουμε τίποτα, δεν έχουμε βιομηχανία, δεν κάνουμε εξαγωγές.
Τα πάντα αλλάζουν γύρω μας, τα πάντα μας πιέζουν, και καλούμεθα να στηρίξουμε μια χώρα, τη χώρα μας,  που μας τη ''ξεπούλησαν''. Μας έκαναν από ιδιοκτήτες του τόπου μας, ενοικιαστές.
Από περήφανους Έλληνες,... Έλληνες της ντροπής......
Δεν είναι ότι για να μη διαμαρτύρεται ο Έλληνας σημαίνει ότι έχει κι άλλες αντοχές ''αγαπητή'' Τρόικα, είναι απλά κουρασμένος, αηδιασμένος, απελπισμένος.
Είναι απλά ένας λαός με τη πιο λαμπρή ιστορία, ένας λαός που γέννησε το πολιτισμό και τη δημοκρατία, ένας λαός που μπήκε ''υποθήκη'', μαζί με τη χώρα του.