Σάββατο 11 Ιουλίου 2020

Φωτο-Συγγραφική Σκυτάλη #5


Τ Ε Λ Ο Σ

Η πέμπτη σκυτάλη μας έφτασε στο τέλος της. Περάσαμε ένα διάστημα θέλω να πιστεύω απολαμβάνοντας και δημιουργώντας. 
Κι αυτό ήταν το ζητούμενο παιδιά. Να είμαστε παρέα και να προσπαθούμε!
Είμαστε στην καρδιά του καλοκαιριού, και φυσικά και σε αυτήν την Σκυτάλη μαζί με τις ευχαριστίες μου για την υπέροχη συμμετοχή σας, δεν θα μπορούσε να λείπει και το δωράκι το αναμνηστικό που κληρώνεται παρακάτω.

Αλλά πρώτα να σας το δείξω:




Είναι ένα κουτί φτιαγμένο πάλι από τα χεράκια μου. Ελπίζω να σας αρέσει.

Παρακάτω ακολουθεί η κλήρωση. Οι αριθμοί αντιστοιχούν στη σειρά που έπαιξε ο καθένας.
Φυσικά όλοι χωρίς εμένα, εννοείται!


List Randomizer
Υπηρεσία True Random Number
Λίστα τυχαιοποιητή
Υπήρχαν 17 αντικείμενα στη λίστα σας. Εδώ είναι σε τυχαία σειρά:
1.     5
2.     1
3.     11
4.     14
5.     15
6.     10
7.     12
8.     16
9.     13
10.  3
11.  17
12.  2
13.  4
14.  8
15.  7
16.  6
17.  9
IP: 141.255.1.58
Χρονική σήμανση: 2020-07-10 17:29:47 UTC


Ας θυμηθούμε τη σειρά συμμετοχής και θα βρούμε τον νικητή!

1.     Κλαυδία
2.     Αχτίδα
3.     To-e-periodiko mas
4.     Μία
5.     Μαρία Κανελλάκη
6.     Fish eye
7.     K.Verigka
8.     By Joanna
9.     Giannis Pit
10.  Σμαραγδάκι-Ρούλα
11.  Anna flo
12.  Ελένη Φλογερά
13.  Ρένα Χριστοδούλου
14.  Μαρία Πλατάκη
15.  Onirokosmos
16.  Κάτια Μαρκουίζου
17.   Marina Tsardakli






Και νικήτρια είναι η Μαρία Κανελλάκη! Συγχαρητήρια Μαρία μου και εύχομαι να μοιραστούμε πολλές Σκυτάλες ακόμα!






Σε όλους τους μπλογκοφίλους ένα μεγάλο ευχαριστώ ξανά από καρδιάς,


Καλό καλοκαίρι, και ραντεβού ξανά στην έκτη Σκυτάλη μας!

Φιλιά σε όλους!


Τετάρτη 8 Ιουλίου 2020

Φωτο-Συγγραφική Σκυτάλη #5 - Συμμετοχή!






ΗΤΑΝ ΚΑΠΟΤΕ Η ΓΗ



Κάποτε πριν από πάρα πάρα πολλά χρόνια, κοντά στην αρχή του κόσμου, ήταν ο πατέρας άρχοντας ,ο Ήλιος,  που καθισμένος στο χρυσό του θρόνο, κυβερνούσε το απέραντο βασίλειο του, έχοντας τριγύρω του τα εκατοντάδες παιδιά του.
Πήρε λοιπόν την απόφαση μια μέρα και όρισε συγκυβερνήτες, τα εννέα μεγαλύτερα παιδιά του μοιράζοντας τους αξιώματα.
Κάθε παιδί  είχε το χαρακτήρα του και τις ιδιαιτερότητες του. Τα μικρότερα ήταν χωρισμένα σε ομάδες. Άλλα θαύμαζαν τον ένα, άλλα τον άλλο.
Το βασίλειο  ήταν απέραντο, και ο Ήλιος  τους έδωσε οδηγίες πώς να μπορέσουν να το κυβερνήσουν  σωστά. Και τους είπε ακόμα, ότι μέσα σε όλες τις υποχρεώσεις τους, θα ήταν και η προστασία και εκπαίδευση των μικρότερων. 

 Πρώτος έφυγε ο μεγάλος του,  ο Δίας, μαζί με όσους τον ακολούθησαν. Έπειτα ο δευτερότοκος, ο Κρόνος. Και οι δύο έφυγαν πολύ σοβαροί και με επιβλητικό ύφος. Ακολούθησε το τρίτο παιδί, η κόρη του Γη, με ένα μόνιμο χαμόγελο στα χείλη, που προερχόταν από όλη την ομορφιά που είχε μέσα της.  Όλη η φαμελιά της τη θεωρούσε ονειροπόλα εκτός από μια μικρή της αδελφή. Αυτή και πήρε μαζί της. Την αχώριστη της και αγαπημένη Σελήνη. Έπειτα κίνησε για το βασίλειο του ο Άρης,   και μετά ο Πλούτωνας σοβαρός κι αυτός και σίγουρος για την αξία του.
Η άλλη κόρη,  η Αφροδίτη, πάντα κοκέτα και πάντα λάτρης του εαυτού της προτίμησε να αναλάβει το αξίωμα της μόνη της, χωρίς συντροφιά. Η φροντίδα του εαυτού της δεν της άφηνε περιθώρια να φροντίζει και άλλους. Ο Ήλιος μπροστά στα καπρίτσια και τη τσαχπινιά της υποχώρησε όπως πάντα.
Ακολούθησε ο Ουρανός που δε μειονεκτούσε σε σοβαρότητα. Ο Ποσειδώνας αγέρωχος κι αυτός,  και τέλος ο Ερμής ο νεότερος από όλους, και χαϊδεμένος, με αδυναμία στο πατέρα του, μόνος του. Αυτού το βασίλειο δεν ήταν και πολύ μακριά από τον πατέρα του, μια και ο ίδιος μάθαινε ακόμα και ήταν και λίγο τεμπελάκος.

Ο καθένας έχτισε το δικό του παλάτι, το στόλισε και το διακόσμησε όπως ο ίδιος επιθυμούσε.
Οι περισσότεροι νοιάζονταν πιο πολύ για το αξίωμα και τη θέση και τίποτα παραπάνω.
Γι' αυτό και τα παλάτια τους, τα έκαναν ψυχρά και απρόσωπα. Ομιχλώδη και δυσπρόσιτα.

Εκτός από τη Γη. Εκείνη που ήταν  πιο συναισθηματική, άρχισε να φροντίζει, για το δικό της βασίλειο, ξεκινώντας να κάνει πραγματικότητα τα όνειρα της χωρίς καθυστέρηση.
Ξεκίνησε στολίζοντας και φτιάχνοντας, θέλοντας να το μετατρέψει σε ότι ομορφότερο είχε μέσα της φανταστεί.  Κι άρχισε να δημιουργεί ζωή.Με μια μεγάλη εκπνοή,   έφτιαξε τον αέρα. Έφτιαξε στη συνέχεια χρώματα στη παλέτα της, και χρωμάτισε τον αέρα τριγύρω της  με ένα απέραντο γαλάζιο που το ονόμασε ουρανό χάριν του αδελφού της, και τον γέμισε με κάθε λογής πετούμενα   που τα ονόμασε πουλιά. Έβαλε και πανέμορφα λευκά συννεφάκια να αρμενίζουν. Μετά έφτιαξε χώμα και πέτρα και κάλυψε το κορμί της. Αλλού έκανε τη  πέτρα πανύψηλη, και τα είπε   βουνά, κι αλλού  έκανε τη πέτρα χαμηλότερη και τα είπε  λόφους, Αλλού έφτιαξε  μεγάλες επίπεδες επιφάνειες που τις ονόμασε πεδιάδες και αλλού έφτιαξε μεγάλα και μικρά κοιλώματα. Έπειτα γέμισε κάθε κοίλωμα της  με νερό. Τα μεγάλα τα ονόμασε θάλασσα και ωκεανό και όταν τα τελείωσε, ήταν τόσο όμορφα... που δάκρυα έτρεξαν από τα μάτια της και κύλησαν μέσα τους, κάνοντας το νερό  αλμυρό. Τα  μικρά κοιλώματα, τα ονόμασε λίμνες.
 Και έφτιαξε  εδώ κι εκεί μεγάλα και μικρά φιδογυριστά μονοπάτια που κατέληγαν στη θάλασσα, και τα ονόμασε ποτάμια.
Και   στο βάθος της θάλασσας και των ωκεανών, των λιμνών και των ποταμών,  γέμισε με διάφορα φυτά και όλα τα ονόμασε βυθό. Άλλοτε η θάλασσα έπαιρνε ένα χρώμα γαλάζιο απ' το καθρέφτισμα του ουρανού, άλλοτε χρώμα πράσινο από τα φυτά που είχε στο βυθό της, και άλλοτε οι ωκεανοί έπαιρναν ένα σκούρο μπλε απ' το απύθμενο  βάθος τους. Και δημιούργησε κι εκεί διάφορα πλάσματα, τα ψάρια. Άλλα μικρά και με υπέροχα χρώματα, σε διάφορα σχήματα, και άλλα μεγάλα και άσχημα, μα όλα χρήσιμα για να κρατούν την ισορροπία στη δημιουργία της.
Δημιούργησε παντού ζωή, γέμισε τα βουνά και τις πεδιάδες. Έφτιαξε τα ζώα.  Και τράβηξε αυλακιές με τα δάχτυλα της παντού , και φύσηξε  μέσα όλων των ειδών τους σπόρους. Όπου αυτοί έπεσαν,  φύτρωσε πράσινο μικρό σαν χνούδι και κάλυψε το χώμα που το ονόμασε χορτάρι, κι απ' άλλους  βγήκαν φυτά με χρωματιστά πέταλα και ευωδιά που γέμισε όλη η πλάση και  βάφτισε λουλούδια. Άλλοι γέννησαν  φυτά μεγάλα με διαφορετικό ύψος που τα ονόμασε δέντρα. Και όλα γενικά τα φώναζε Φύση.
Και παιχνιδιάρα καθώς ήταν, έφτιαξε λιλιπούτεια πλασματάκια και κάποια με φτερά, να είναι μεταφορείς του φυσικού πλούτου. Όλα σοφά μελετημένα και με αγάπη.
Και η εικόνα ήταν πανέμορφη. Κάθε μεριά είχε τη δική της ομορφιά, γιατί πουθενά δεν έκανε το ίδιο ακριβώς, μια και  δεν ήθελε να είναι όλα όμοια.
Και έδωσε σχηματισμούς στη γη, και γύρω άφησε νερό κι έτσι  πέντε μεγάλα κομμάτια γίνηκαν και διάφορα άλλα μικρότερα.
Τα μεγάλα τα ονόμασε ηπείρους και τα μικρότερα  νησιά.
Και όλα τα δημιούργησε για να παίρνουν ζωή από τον πατέρα της τον Ήλιο, κι από τα αγαθά που έφτιαξε. Όλα με τέσσερα βασικά υλικά. Χώμα, φωτιά, νερό και αέρα.
Και για να μπορούν να έχουν νερό όλα τα φυτά της, έχοντας μια παιχνιδιάρικη διάθεση , έβαλε τα συννεφάκια να συγκρούονται κατά διαστήματα, και να γεννούν νερό που έπεφτε στο χώμα, και τη βάφτισε βροχή. Της άρεσε το τραγούδι της βροχής, όταν έπεφτε. Και για να προστατεύονται τα πλάσματα της, έκανε όταν συγκρούονται τα συννεφάκια να λάμπει και να ακούγεται δυνατός θόρυβος. Αυτό ονόμασε αστραπή και βροντή. Όταν άστραφτε και βροντούσε, ο ουρανός έπαιρνε ένα σκούρο χρώμα. Τότε, όλα τα πλάσματα έτρεχαν να προφυλαχθούν.

Κι απ' τη χαρά της για όλα αυτά, χόρευε κάνοντας περιστροφές ώστε να μπορεί να απολαμβάνει τις ομορφιές τούτες κι η αγαπημένη της αδελφή η Σελήνη.
Κι ήθελε και τη ζωογόνα λάμψη του πατέρα της, κι όλο έκανε και στροφές γύρω του,  για να φωτίζει τις ομορφιές της και να τις θαυμάζει.
Κι όπου έπεφτε η λάμψη του, ήταν φως και γεννήθηκε η μέρα, και όπου δεν έπεφτε, ήταν σκοτάδι και γεννήθηκε η νύχτα. Και κάπου ο πατέρας της τη φώτιζε πιο πολύ και αλλού λιγότερο, και μετά άλλαζε πάλι. Όποτε τον επιθυμούσε, ερχόταν πιο κοντά του, αλλά όποια μεριά του κοίταζε τότε, την αισθανόταν ζεστή και παγωμένες τις άλλες. Και κάποιες λιγότερο ζεστές και κάποιες λιγότερο κρύες. Έτσι φτιάχτηκαν οι εποχές.

Υπέροχη εικόνα τούτη! Μα  σκέφτηκε, ότι έτσι  κουρασμένη που ένοιωθε,  δε μπορούσε να φροντίζει μόνη της τόσες ομορφιές. Και αποφάσισε, να φτιάξει το φύλακα της. Αυτόν που θα φροντίζει όλα τούτα. Να έχει σκέψη, ώστε  να ανακαλύπτει  , και να τρέφεται με τα πάντα. Και τον έφτιαξε να έχει παρέα όχι μόνο του.Και έφτιαξε αρκετούς φύλακες.  Αλλά αποφάσισε να μη τους μάθει  τίποτα.   Έτσι θα  εκπαιδευτούν σιγά-σιγά σκέφτηκε. Και θα μάθουν. Ω!! πόσο ήταν σίγουρη ότι θα μάθουν, και θα μπορούν να απολαύσουν όλα αυτά τα θεσπέσια πράγματα! Αυτά τα πλάσματα θα ήταν τα παιδιά της. Και  τους  ονόμασε  ανθρώπους . Μικρούλικα πλασματάκια, αγόρια και κορίτσια, όπως αυτή και τα αδέλφια της. Κι επειδή της άρεσε το χρώμα, τους έκανε διαφορετικούς, για ποικιλία..Άλλους τους έκανε με χρώμα λευκό, άλλους με χρώμα μαύρο, άλλους με χρώμα κιτρινωπό, κι έτσι φτιάχτηκαν οι φυλές. Μα για όλους,  δούλεψε με την ίδια αγάπη και φροντίδα. Και για όλους, χρησιμοποίησε τα ίδια γνήσια και αγνά υλικά. Κι άλλους έβαλε εδώ κι άλλους εκεί. Όλα ήταν όπως τα είχε ονειρευτεί. Και της άρεσε να κάθεται και να παρακολουθεί, τα πλάσματα που ζούσαν στο βασίλειο της, πώς σκέφτονταν και πώς ενεργούσαν. Και δάκρυζε, και σε όποια πέτρα έπεφτε το δάκρυ, γινόντουσαν κάθε λογής πετράδια. Και κάθε που ''ξεχείλιζε'' από αγάπη και καλοσύνη,  λαμπερό χρυσάφι  και άλλα αγαθά γεννιόντουσαν μέσα της.

Έβλεπε τους ανθρώπους,  σιγά-σιγά πώς έμαθαν να κυνηγούν,  πώς έμαθαν να τρώνε τους καρπούς των δέντρων,  πώς ανακάλυψαν  την φωτιά, πώς βρήκαν τρόπο  και έφτιαξαν εργαλεία, που με αυτά φύτευαν σπόρους στη γη της. 

Και μια μέρα που η Αφροδίτη ήρθε να δει το βασίλειο της αδελφής της, τους έφερε για δώρο την αγάπη.
Και όλοι ήταν χαρούμενοι, και ζούσαν αρμονικά και ευτυχισμένοι. Και αγαπούσαν ο ένας τον άλλο, και δημιουργήθηκε η πρώτη οικογένεια, μα αγαπούσαν και τους εαυτούς τους, γιατί η Αφροδίτη είχε και μεγάλη αγάπη για τον  εαυτό της, και το δώρο της ήταν βγαλμένο από μέσα της. Έτσι έγιναν και ατομιστές και ματαιόδοξοι.
Και κυλούσε ο χρόνος. Αυτό ήταν δώρο του πατέρα της απ' την αρχή, που φτιάχτηκαν οι εποχές.
Και οι άνθρωποι με τόση εξυπνάδα, χώρισαν τις εποχές σε τέσσερις, και το χρόνο σε μήνες και σε ώρες, σε λεπτά και σε δευτερόλεπτα. Θαυμαστά πράγματα!! Και όταν είχαν φως έλεγαν ότι είχαν μέρα. Κι όταν είχαν σκοτάδι έλεγαν ότι είχαν νύχτα.
Η Γη καμάρωνε με όλα ετούτα! Και με το δίκιο της!

Της μήνυσαν και τα άλλα αδέλφια της, ότι ήθελαν να τη δουν. Κι εκείνη δέχτηκε ευχαρίστως.
 Πρώτος ήρθε ο Ποσειδώνας. Ο θαυμασμός του ήταν συγκρατημένος, κι ένοιωσε και ζήλια λιγάκι.
Γι' αυτό, πάνω σε μια παρόρμηση της στιγμής, τους έκανε δώρο τη θαλασσοταραχή και τη τρικυμία. Είπε στη Γη, ότι ταιριάζει καλύτερα με τη βροχή, όταν αστράφτει και βροντάει, και εξάλλου μια θάλασσα συνεχώς ήρεμη, ήταν λίγο... .βαρετή.
Τι να κάνει η Γη, αδελφός της ήταν, πως να τον προσβάλλει;
Κι έπειτα ήρθε επίσκεψη ο Πλούτωνας, και είδε κι αυτός και θαύμασε. Και ένοιωσε κι αυτός ζήλεια στη καρδιά. Και της είπε, ότι τα πλάσματα είναι πάρα πολλά και συνεχώς πολλαπλασιάζονται.
Και μόνο η κατανάλωση σαν τροφή, δεν αρκεί για να κρατιέται η ισορροπία.
Και της έκανε δώρο το θάνατο και την αρρώστια. Έτσι όλα στη ζωή θα γίνονται κύκλος.
Θα υπάρχει αρχή της είπε, και τέλος. Και ξανά αρχή.
Τι να κάνει και η Γη, το δέχτηκε. Πως να τον προσβάλλει;
Κι έπειτα ήρθε ο Ουρανός, και είδε κι αυτός και ζήλεψε. Και τους έκανε δώρο, τη φιλοδοξία, και την αγάπη για το άπιαστο, για να μπορέσει ο άνθρωπος να μεγαλουργήσει, είπε. Τόσο μεγάλη φιλοδοξία,  όσο και ο ουρανός πάνω τους, και πιο πέρα ακόμα.
Κι αυτό το δέχτηκε η Γη, μη μπορώντας να κάνει αλλιώς.
Κι ύστερα ήρθε η σειρά του Άρη να της κάνει επίσκεψη. Αυτός με το ζόρι έκρυβε τη ζήλεια του, και δαγκώνοντας τα χείλη, της είπε ότι τα πλάσματα της, πρέπει να μάθουν να αγωνίζονται, ενάντια στις δυσκολίες που θα τους έφερναν τα δώρα των άλλων.
Και την έπεισε, να δεχθεί το δώρο του, που δεν ήταν άλλο από  την αγάπη για τη μάχη, για το πόλεμο, και για τα όπλα.
Μα και για τη φιλονικία επίσης. Για τη πονηριά, και τη στρατηγική και την υστεροβουλία. Για την υπεροχή με κάθε μέσον, είπε από μέσα του.
Και μετά ήρθε ο Ερμής, και τους έφερε δώρο, τα μόνα που διέθετε. Τη φυγοπονία, τη τεμπελιά,
την αποφυγή της ευθύνης, Και το να θέλει κάποιος να γίνεται το δικό του με πείσμα. Μια και ήταν χαϊδεμένος, ήταν και λίγο κακομαθημένος. Με όλα αυτά στόλισε το δώρο του. Αγαπούσε ακόμα να παζαρεύει και να έχει κέρδος. Και έβαλε κι αυτά τα γνωρίσματα επίσης στο δώρο του, καθώς και την έλλειψη σεβασμού και αναίδεια που έχει κάθε κακομαθημένο πλάσμα.
Όταν ήρθε ο Δίας, βλοσυρός, είπε στην αδελφή του, ότι δεν τα σκέφτηκε καλά τα πράγματα, τόσα πλάσματα δεν είναι δυνατόν να μην έχουν κάποιον αρχηγό, Αλλά ευτυχώς αυτός σαν πιο σοφός, μεγαλύτερος και πιο πεπειραμένος θα διόρθωνε τις ελλείψεις της. Και τους δώρισε την αγάπη για την αρχηγία, αλλά και την αλαζονεία επίσης της υπεροχής. Κι επειδή ο ίδιος ήταν δεσποτικός σαν χαρακτήρας ,  σε όλα τα προηγούμενα, να προστεθεί και η ισχυρογνωμοσύνη.  

Ανησυχία ένοιωσε η Γη από τα δώρα όλων, μα γρήγορα η καλή της ψυχή, έδιωξε τις κακές τις σκέψεις. Είχε τόση εμπιστοσύνη η ίδια στα πλάσματα της, που τους την έδωσε άπλετα. Έπειτα σκέφτηκε ότι αφού τους είχε δημιουργήσει με την ικανότητα να σκέφτονται, συνεπώς και τη κρίση,  θα εκτιμούσαν και θα  διατηρούσαν μόνοι τους, την αρμονία που τους είχε χαρίσει.
Ο καιρός περνούσε, και εξακολουθούσε να παρατηρεί, χωρίς ανησυχία, τους ανθρώπους. Τότε ήταν που αυτοί, σκέφτηκαν και  δημιούργησαν την έννοια της ιδιοκτησίας. Και άρχισαν να μαζεύουν αγαθά, να φτιάχνουν πλοία, και να διασχίζουν με αυτά τις θάλασσες. Ανέπτυξαν το εμπόριο και έφτιαξαν  μάλιστα -πόσο έξυπνο-, το χρήμα, για να μπορούν να υπολογίζουν την αξία αυτών που εμπορεύονταν.
Και εμπορεύονταν τα πάντα. Γιατί τα πάντα τα υπολόγιζαν με την αξία τους πια. Και ότι,  δεν είχε κάποιος, το έπαιρνε από τον άλλο που το είχε σε μεγαλύτερη ποσότητα.

Έτσι  τα δώρα των αδελφών, έκαναν καλά τη δουλειά τους. Και άρχισαν κάποιοι να νοιώθουν απληστία και να επιθυμούν όλο και περισσότερα αγαθά,  άρχισαν να εκμεταλλεύονται κάποιους άλλους ανθρώπους, να θέλουν τη γη που είχαν άλλοι, να μαλώνουν μεταξύ τους και να χωρίζονται σε ομάδες, άλλες μικρές και άλλες μεγαλύτερες, και η κάθε μία, να ορίζει και κάποιον αρχηγό. Και να χωρίζουν τη γη σε κομμάτια. Και με το σπουδαίο τους μυαλό, δημιούργησαν τα σύνορα. Όταν το είδε αυτό η Γη, έκλαψε. Έκλαψε πολύ και από τα δάκρυα της, πλημμύρισαν οι θάλασσες και ξεχείλισαν οι λίμνες και τα ποτάμια. Και οι άνθρωποι γνώρισαν τον κίνδυνο, και χάθηκαν αρκετές ζωές τότε. Αλλά τη βεβαίωσαν, ότι θα τα έφτιαχναν τα πράγματα, κι ότι τα σύνορα ήταν αναγκαία, για να μπορούν να τη φροντίζουν καλύτερα.  Και η Γη ένοιωσε πάλι την ελπίδα, τους πίστεψε και χάρηκε.

Κι έτσι, κάθε κομμάτι το βάφτισαν χώρα, και κάθε ομάδα λαό. Τότε έγινε μια μεγάλη συγκέντρωση, των αρχηγών των λαών των πέντε ηπείρων, που ήταν και οι πιο φιλόδοξοι, με σκοπό να εδραιώσουν  την υπεροχή τους. Συμφώνησαν σε κάτι. Ότι πάντα έπρεπε να υπάρχει συσσώρευση αγαθών σε κάποιους, για να υπερέχουν αυτοί, από τα μέλη της ομάδας τους. Αλλά κάπως έπρεπε να εξασφαλίσουν την αρχηγία τους. Σκέφτηκαν τότε ότι καλό θα ήταν να μη μάθαιναν όλοι τα ίδια. Γιατί δεν ήταν δυνατό να είναι όλοι το ίδιο έξυπνοι, ούτε να μαθαίνουν όλοι τα πάντα.  Έπρεπε κάποιοι, οι περισσότεροι,  να ξέρουν λιγότερα από αυτούς. Και ο καθένας να μάθαινε και κάτι. Γιατί ξέροντας λιγότερα ή και τίποτα, αυτό θα τους έκανε εξαρτημένους και αυτοί θα ήταν πάντα αρχηγοί. Και δεν έπρεπε να βρίσκει στήριξη ο κάθε λαός στον άλλο, γι' αυτό και έπρεπε να φτιάξουν ο καθένας ιδιαίτερα γνωρίσματα για την ομάδα του. Και άρχισε να βρίσκει κάθε λαός,  τη δική του γλώσσα και οι αρχηγοί της κάθε ομάδας να ελέγχουν τη γνώση, και  να αποφασίζουν το τρόπο που θα τη μοιράζουν.  Δημιουργήθηκαν οι ''δάσκαλοι'' και οι ''μαθητές''. Και γρήγορα ξέχασαν ποιος τους έφτιαξε, και αισθάνθηκαν ότι μπορούσαν να ελέγξουν τα πάντα μόνοι. Γρήγορα οι λαοί  είχαν τόσες διαφορές μεταξύ τους, που ήταν αδύνατο να νοιώθουν πια σαν μέρη ενός συνόλου. Η ολότητα πέθανε, και γεννήθηκε η  ατομικότητα. Και κάθε λαός πίστευε ότι υπερείχε του άλλου, και η κάθε φυλή της άλλης. Και γρήγορα άρχισαν να διαλέγουν για αρχηγούς όσους διέθεταν περισσότερα αγαθά, ή όποιον τους έταζε μεγαλύτερη ανταμοιβή. Η αγάπη για το χρήμα, η φιλοδοξία και η απληστία, γέννησαν το συμφέρον.
Και η απληστία, θέριευε. Και μαζί η αλαζονεία, η φιλοδοξία, η υστεροβουλία και το ψέμα.
Οι περισσότεροι άνθρωποι όμως μετά τις πλημμύρες και τα δεινά, δεν αισθάνονταν ασφαλείς.
Και βρέθηκαν κάποιοι, που άρχισαν να τους λένε, ότι μεγάλες δυνάμεις τους προστατεύουν όλους. Και οι εμπνευστές, έδωσαν στη προστάτρια δύναμη ότι όνομα ήθελαν. Κι έτσι έφτιαξαν τις θρησκείες και τις διαδικασίες λατρείας. Και οι διαχειριστές της κάθε θρησκείας, είχαν πολλά προνόμια και απολαβές μέσα στη κάθε ομάδα.

Εν τω μεταξύ η Γη βασανιζόταν, και υπέφερε. Η ανθρώπινη απληστία, ήταν ένα αδηφάγο τέρας, που δεν χόρταινε με τίποτα. Ήθελε κι άλλα και άλλα. Συνεχώς ζητούσε. Άρχισαν να ψάχνουν το δόλιο το σώμα της Γης, για περισσότερα πλούτη. Πολλές φορές για να αποκτήσουν πιο πολλά εδάφη κάποιοι, ή έστω και για πλάκα, την έκαιγαν. Ερήμωσαν οι βράχοι της και τα βουνά της έγιναν μαύρα και άχαρα.
Η Γη με όλα αυτά τα δεινά, αρρώστησε σιγά-σιγά, και η λάμψη της άρχισε να χάνεται.
Ένοιωθε ρίγη και κρυάδες και συχνά την έπιαναν μεγάλες τρεμούλες. Τότε οι άνθρωποι γνώρισαν για πρώτη φορά, τους σεισμούς. Και στη συνέχεια τεράστια κύματα νερού, που υψώθηκαν πολλά μέτρα ψηλά. Και πάλι χάθηκαν ζωές, μα ο σκοπός δεν ήταν να αφανιστεί η δημιουργία της.
Ο σκοπός ήταν να καταλάβουν τα παιδιά της, ότι την έκαναν να πονάει και να αρχίσουν να φέρονται έτσι όπως έπρεπε.

Αλλά οι αρχηγοί , είχαν μάθει να χρησιμοποιούν καλά τα δώρα τους, και κυρίως τα δώρα του Άρη. Και με χαμόγελο βεβαίωναν, όσους είχαν πραγματικά καταλάβει το κίνδυνο και μιλούσαν για αλλαγή τρόπου ζωής, ότι φροντίζουν για το καλό του συνόλου.
Η Γη όμως χειροτέρευε, και έστρεφε το βλέμμα της στην αδελφή της, και στον πατέρα της για βοήθεια. Δεν ήθελε να στραφεί στο πατέρα της, γιατί ήξερε ότι άμα θύμωνε γινόταν αμείλικτος.
Αλλά δεν είχε πού αλλού να γυρέψει να τη στηρίξουν.
Ο πατέρας της ο Ήλιος, θύμωσε πολύ για το κακό που έκαναν στη κόρη του!... Και σκέφτηκε,.. να τα καταστρέψει όλα μεμιάς!... Η κόρη του όμως, με δάκρια στα μάτια, και μέσα στα βογγητά της, τον ικέτευσε,  απλά να τους συνετίσει, αλλά να μην είναι πολύ σκληρός μαζί τους.
Κι εκείνος άρχισε να τα θερμαίνει όλα, και απλώνοντας τα χέρια αγκάλιασε τριγύρω, έτσι ώστε   η θερμοκρασία να μένει φυλακισμένη κάτω.

Όλα άρχισαν να αλλάζουν. Η Φύση τρελάθηκε, και οι εποχές το ίδιο. Μπερδεύτηκαν, και δεν ήξεραν πια, πότε ήταν το καλοκαίρι, πότε ο χειμώνας. Πότε έχαναν το φθινόπωρο και πότε την άνοιξη. Πότε έβρεχε συνέχεια, και πότε το χώμα στέγνωνε. Πότε  οι πάγοι έλιωναν και πότε το κρύο τα πάγωνε όλα.
Τίποτα δεν ήταν σαν πρώτα.

Με όλα τούτα οι άνθρωποι ταράχθηκαν, και ο καθένας άρχισε να σκέφτεται το τι θα μπορούσε να γίνει. Φυσικά για τους αρχηγούς και τους προνομιούχους τίποτα δεν άλλαξε.
Είχαν αρχίσει να σκέφτονται, ότι έτσι όπως αναπτύχθηκαν θα μπορούσαν να πάρουν τα πλούτη τους και να ζήσουν αρχικά στη Σελήνη, στον Άρη, ή όπου αλλού μπορούσαν.
Η αλαζονεία κρατούσε καλά τα σκήπτρα της. Και το μεγαλύτερο δείγμα της, ήταν ότι αυτοί αποφάσιζαν και διάλεγαν μόνοι τους, το ποιοι θα μπορούσαν να ζήσουν αλλού. Και δεν καταλάβαιναν το πιο βασικό... Ότι  με το τρόπο που σκέφτονταν, όπου και να πήγαιναν, αν πήγαιναν, τη καταστροφή θα έφερναν πάλι. Γιατί τη κουβαλούσαν μέσα τους.
Κανείς δεν έδινε σημασία σε κανέναν. Και κανείς δεν υπολόγιζε κάποιους που ήταν εντελώς αθώοι, αμέτοχοι σε όλα, και τα πραγματικά θύματα τους...

Τα παιδιά! Τα μικρά πλασματάκια που έφερναν οι άνθρωποι στο κόσμο, και που είχαν στοιχεία μέσα στις ψυχούλες τους, και στα μυαλουδάκια τους, που δεν είχαν δολοφονηθεί από την απληστία ακόμα, ούτε είχαν ποδοπατηθεί από την αλαζονεία και τα δεινά της. Ούτε καν είχαν δεχθεί αλλοίωση από το κόσμο των μεγάλων ακόμα.
Τα παιδιά που ήταν το μέλλον τους, η συνέχεια του κόσμου τους, η ύπαρξη τους.
Ε, λοιπόν αυτά τα μικρά πλάσματα που δεν τα σκεφτόταν κανείς, παρακολουθούσαν άγρυπνα τα πάντα. Άκουγαν τα πάντα, έβλεπαν τα πάντα, ρωτούσαν τα πάντα!
Και οι απαντήσεις δεν τους άρεσαν καθόλου. Δεν τους άρεσε ο κόσμος, έτσι όπως τον είχαν φτιάξει οι μεγάλοι, και δεν τους άρεσε που σε αυτούς τους μεγάλους, ανήκαν και οι περισσότεροι γονείς τους. Ακόμα και τα αδέλφια τους, όταν μεγάλωναν λίγο, τα έβλεπαν να αλλάζουν, και δεν τους άρεσε. Και το κυριότερο είχαν βαρεθεί, να ακούνε ιστορίες από τα παλιά, που μιλούσαν για τη Γη και τη δημιουργία όπως ήταν στην αρχή.
Και αποφάσισαν να δράσουν! Έκαναν καιρό να συνεννοηθούν με τα παιδιά των άλλων λαών, αλλά βοήθησαν σε αυτό, τα σχολεία, η μάθηση, κάποιοι καλοί δάσκαλοι, και αγωνιστές, οραματιστές ενός σωστού τρόπου ζωής, και με πραγματική αγάπη στη μάνα- Γη.
Και ήρθαν σε επαφή μεταξύ τους. Και μια ωραία νύχτα γεμάτη άστρα, ξέρετε τα μικρά αδελφάκια, και διάφορα άλλα ξαδέλφια της γης, που λάμπουν το βράδυ, έγινε η μεγάλη μυστική συνάντηση των παιδιών. Και πάρθηκαν αποφάσεις.
Και από την άλλη μέρα, άρχισαν να κάνουν μικρές ομάδες που δεν άφηναν κανένα σκουπίδι. Που έκαναν παρατήρηση στους ίδιους τους γονείς τους, για την άμυαλη συμπεριφορά τους.
Άρχισαν να φυτεύουν δέντρα, και λουλούδια, να ομορφαίνουν τις γωνιές της γης.
Άρχισαν να απαιτούν καλύτερη συμπεριφορά, να ζητούν περισσότερους τόπους για παιχνίδι, και πιο καθαρό αέρα. Παρέσυραν και αρκετούς μεγάλους, και τους πήραν με το μέρος τους.
Και σιγά-σιγά, παρέσυραν κι άλλους , κι άλλους. Ώσπου βρέθηκαν ενωμένοι σα μία γροθιά.
Και βρέθηκαν και κάποιοι σοφοί, και μυαλωμένοι που τα καθοδηγούσαν.
Και όταν τα παιδιά τους ρώτησαν: και τι θα γίνει, αν οι κακοί αρχηγοί, μας επιτεθούν;
Οι σοφοί,  απάντησαν:
-Αν είμαστε ενωμένοι, οι αρχηγοί θα καταλάβουν ότι οι καρέκλες τους δε μπορούν να στηρίζονται σε ένα μεγάλο- ΟΧΙ -, στις προσταγές τους, και θα αρχίσουν να ξανασκέφτονται τι προστάζουν.
Αν ο καθένας μας κάνει το σωστό και το καλό, τότε το καλό θα εξαπλωθεί στο κόσμο, και το κακό θα μείνει μόνο και μαραζωμένο. Γιατί μας αξίζει ένας καλύτερος κόσμος. Μας αξίζει ένα καλύτερο μέλλον, μας αξίζει μια πράσινη και λαμπερή Γη. Μια υγιής Γη. Εμείς έχουμε την ΕΥΘΥΝΗ!

Τότε ακούστηκαν χαρούμενα γέλια, από όλα τα παιδιά, τόσο δυνατά.... που η Γη τα άκουσε....
και τινάζοντας τα μαλλιά της, τα ανέμισε, έστρεψε το βλέμμα στα παιδιά, στην άσβεστη ελπίδα, και χαμογέλασε, με ένα λαμπερό χαμόγελο που έλαμψε το Σύμπαν.



Αυτή ήταν η συμμετοχή μου στην Φωτο-Συγγραφική Σκυτάλη #5 που ήταν και η προτελευταία. 
Επόμενη και τελευταία παίκτρια για την πέμπτη σκυτάλη μας η Μαρίνα. Διαλέγω για αυτήν την λέξη 
ΠΡΩΤΟΠΟΡΊΑ και την παρακάτω εικόνα για να εμπνευστεί! 


Σάββατο 4 Ιουλίου 2020

Μια ιστορία από στιχάκια: Το τέλος!


πηγή

Η αλήθεια έχει ένα πρόσωπο!...



Ο Δημήτρης βυθίστηκε ξανά στον κόσμο της ανυπαρξίας και η νοσοκόμα βγήκε από το δωμάτιο,
ενόσω το τηλέφωνο της χτύπησε ξανά.
‘’Έλα, όλα εντάξει;’’
‘’Ερατώ τι γίνεται; Δεν μπορώ να τον κρατάω έτσι για πολύ ακόμα.’’
‘’Χρόνο θέλω να κερδίσω. Λίγο χρόνο ακόμα για να φτάσω στον επιθυμητό στόχο. Θα σε πάρω αμέσως μόλις τελειώσω. Πιστεύω πως σήμερα, το πολύ αύριο θα τελειώσουν όλα.’’

Η Ερατώ στο λευκό σπίτι των παιδικών της χρόνων, που τα τελευταία χρόνια είχε γίνει σπίτι του Γιάννη και της Θάλειας - Ερατώς, άνοιγε το κρυφό χρηματοκιβώτιο που έπειτα από πολλές βραδιές παρακολούθησης του Γιάννη, είχε κατορθώσει να μάθει τον συνδυασμό επιτέλους.
Η βαριά πορτούλα άνοιξε. Ψάχνοντας πήρε όλα όσα χρειαζόταν και το έκλεισε ξανά.
Ευτυχώς που είχε αφήσει την Κλειώ να την προσέχουν έμπιστα άτομα και μπορούσε να κινηθεί ελεύθερα. Μπήκε στο αμάξι της και ξεκίνησε. Η αντίστροφη μέτρηση είχε αρχίσει.


Το τηλέφωνο χτύπησε και η Κάτια που καθόταν σε αναμμένα κάρβουνα απάντησε γρήγορα.
Βρισκόταν σε ένα δωμάτιο με ένα σωρό άντρες. Γύρισε και τους είπε κάποια δευτερόλεπτα μετά..
‘’Φεύγω’’
Όλοι αποχώρησαν βιαστικά αμέσως μόλις η Κάτια βγήκε από το δωμάτιο.


Στο παγκάκι ο Γιάννης με τον Άλκη κάθονται και συζητούν ακόμη προβληματισμένοι για το τι θα κάνουν. ‘’Εσύ ήξερες’’, ρώτησε ο Γιάννης τον Άλκη, ‘’πως δεν ήταν η Θάλεια;’’
‘’Όχι. Το έμαθα συγχρόνως με σένα.’’
‘’Δεν καταλαβαίνω γιατί όλα αυτά; Ποιος ο λόγος για όλο αυτό το παιχνίδι;’’
Ένα αμάξι σταμάτησε, και η Κάτια κατέβηκε και τους πλησίασε.
‘’Συγγνώμη που άργησα, αλλά έπρεπε να βρω την ευκαιρία να φύγω χωρίς να το καταλάβει ο Αυγερινός. Σε ποιο σημείο βρισκόμαστε; Τον Δημήτρη τον εντοπίσαμε;’’
‘’Όχι δεν ξέρουμε πού βρίσκεται. Λες και άνοιξε η γη και τον κατάπιε. Ή λες και αποφεύγει τους πάντες.’’
‘’Δεν είναι και λίγα όσα έχουν συμβεί. Δολοφονείται η Θάλεια από το τσιράκι του Αυγερινού και ο Δημήτρης νομίζει πως είναι η γυναίκα του. Τόσο καιρό κι εμείς το πιστεύαμε αυτό.’’ λέει ο Άλκης
‘’Τελικά Γιάννη πιστεύω πως η Ερατώ συνεργάζεται με τον Αυγερινό, και είχαμε όλοι μεσάνυχτα.
Προφανώς ήταν η σπιούνα του, ειδικά από τότε που έκανες νερά και ήθελες να απομακρυνθείς από τις παρανομίες του και τις εκδουλεύσεις που του παρείχες ξεπλένοντας το βρώμικο χρήμα του.’’
‘’Δεν έπρεπε να μπλέξω ούτε εγώ, ούτε ο Δημήτρης στις βρωμιές του Αυγερινού. Ο Δημήτρης τον είχε πελάτη και τον στήριζε σε ό,τι νομικό χρειαζόταν, κι εγώ νομιμοποιούσα τα παράνομα έσοδά του. Αλλά το ξέρουμε και οι τρεις, πως άμα μπλέξεις δεν μπορείς να ξεμπλέξεις παρά μόνο με το θάνατό σου. Τώρα τι κάνουμε και οι τρεις. Μου λέτε;’’


Ένα αυτοκίνητο και από την αντίθετη κατεύθυνση άλλο ένα, σταμάτησαν με ταχύτητα και άνδρες με όπλα στα χέρια κατέβηκαν και τους πλησίασαν τρέχοντας, πριν προλάβουν να αντιδράσουν.
Η σκέψη του Γιάννη ήταν πως ο Αυγερινός τους ανακάλυψε.
Ενόσω τα όπλα τους σημάδευαν, και οι εκπνοές τους κόβονταν με το μαχαίρι, από το πάγωμα της
ανάσας τους, ένας από τους άντρες δείχνοντας ένα σήμα, τους είπε:
‘’Γιάννη Αργυρίου, Αλκιβιάδη Δενδρινέ, και Κατερίνα Ιγκλέση, συλλαμβάνεστε εν ονόματι του νόμου για παράνομες δραστηριότητες, συνέργεια σε φόνο, και άλλα συναφή και παρακαλώ να μας ακολουθήσετε χωρίς αντίσταση.’’
Λες και θα μπορούσαν να αντισταθούν και να ήθελαν. Είχαν τόσο μαρμαρώσει και οι τρεις, οι δύο με έκδηλη την αγωνία στο πρόσωπο και ο Γιάννης…. Αχ αυτός!... φαινόταν τόσο χαμένος, ολοφάνερα σε κατάσταση σοκ.
Ακολούθησαν και οι τρεις και τα βήματα τους άνετα θα μπορούσαν να έχουν μουσική υπόκρουση τους στίχους: τώρα, τώρα που σήμανε η ώρα, κάνε κουράγιο και προχώρα κι έχε γεια…(1).. Από το πουθενά έκαναν την εμφάνιση τους περιπολικά, και ο καθένας επιβιβάστηκε, φορώντας χειροπέδες, σε διαφορετικό αυτοκίνητο.


Εν τω μεταξύ η κοπέλα που παρακολουθούσε τον κοιμισμένο Δημήτρη, δέχτηκε ένα τηλεφώνημα, που αμέσως την οδήγησε στο δωμάτιο του, και στην προσπάθεια της να τον συνεφέρει.
Έπειτα από ώρα το κουδούνι χτύπησε και η Ερατώ μπήκε στο δωμάτιο του Δημήτρη, βρίσκοντας τον ντυμένο, λίγο ζαλισμένο, αλλά έτοιμο να τον παραλάβει.
Ο Δημήτρης βλέποντας την, έκανε έναν μορφασμό σε μια προσπάθεια να κατανοήσει, και να γεμίσει τα κενά του μυαλού του. Ωστόσο όταν του άπλωσε το χέρι, το έπιασε πειθήνια και με βοήθεια την ακολούθησε στο αυτοκίνητο της.
Η Ερατώ τον οδήγησε στη ΓΑΔΑ που τον παρέλαβαν και τον έθεσαν υπό την προστασία μιας αστυνομικού σε κάποια αίθουσα.
Η Ερατώ οδηγήθηκε στον αρμόδιο ανακριτή να δώσει κατάθεση.

Στο γραφείο του διοικητή οδηγήθηκε η Κάτια και ο Άλκης.
‘’Κύριε Δενδρινέ, χωρίς την συνεργασία σας και τη βοήθεια σας δεν θα είχαμε προχωρήσει τόσο πολύ στην υπόθεση. Σας ευχαριστούμε. Κι εσάς κυρία Ιγκλέση, που χάρις στο μικρόφωνο που φορούσατε μπορέσαμε να καταγράψουμε τη συνομιλία σας και να προβούμε στη σύλληψη.΄΄
Η Κάτια απάντησε: ‘’Χαιρόμαστε κύριε Διοικητά που μπορέσαμε να βοηθήσουμε. Έπρεπε να γίνει για να πάει επιτέλους κάθε κατεργάρης στον πάγκο του.’’
Το τηλέφωνο χτύπησε και ο Διοικητής μετά από ολιγόλεπτη συνομιλία, τους ανακοίνωσε πως χάριν των στοιχείων που τους προσκόμισε η κυρία Οικονόμου, μπόρεσαν να συλλάβουν και τα τσιράκια, αλλά και τον εγκέφαλο της οργάνωσης.
‘’Συλλάβατε τον Αυγερινό; Δόξα το Θεό!’’
Ο Διοικητής γύρισε και τον κοίταξε. Αυτό πρέπει να το δείτε κύριε Δενδρινέ. Οδήγησε τον Άλκη και την Κάτια στην διπλανή αίθουσα από αυτήν που κρατούσαν τον αρχηγό.
Ανοίγοντας την πόρτα ο διοικητής, ταυτόχρονα τους εξηγούσε.
‘’Έπειτα από αδιάσειστα στοιχεία, μάθαμε πως ο Αυγερινός δεν ήταν παρά το δεξί χέρι του εγκέφαλου του κυκλώματος. Έτσι είμαστε σε θέση να σας δείξουμε μέσω του καθρέφτη τον άνθρωπο που κρυβόταν πίσω από όλα αυτά και κινούσε τα νήματα.
Η Κάτια που γύρισε πρώτη το βλέμμα στον καθρέφτη έβγαλε ένα επιφώνημα. Αλλά ο Άλκης ένοιωσε την γη που πατούσε να υποχωρεί όταν αντίκρισε στη διπλανή αίθουσα, κανέναν άλλον παρά μόνο τη μητέρα του Ερασμία.
Ψέλλισε ένα ‘’Δεν μπορεί….’’ και για πρώτη φορά στη ζωή του έπεσε λιπόθυμος.


Η Ερατώ ξεκίνησε την κατάθεση της και μια αστυνομικός κατέγραφε.
Ο ανακριτής καθόταν βουβός ακούγοντας την ιστορία από την αρχή.

Ζούσαμε εγώ και η αδελφή μου με τους γονείς μας στο παραθαλάσσιο λευκό σπίτι. Ο πατέρας μου ιδιοκτήτης μιας μικρής επιχείρησης, είχε δικηγόρο και σύμβουλο οικονομικό τον Δημήτρη Οικονόμου. Έρχονταν συχνά για φαγητό στο σπίτι μας με τον αδελφικό του φίλο Γιάννη Αργυρίου που γνώριζε τον πατέρα μου από την τράπεζα. Ο Δημήτρης από την αρχή έδειξε μια ιδιαίτερη συμπάθεια για μένα που ο πατέρας μου είδε με καλό μάτι, μια και ήταν έντιμος με παλιές αρχές, τη πιθανότητα να γίνω σύζυγος δικηγόρου, πλούσιου, και έντιμου.
Εγώ ήμουν η ήρεμη της οικογένειας, η καλλιτέχνης που ήθελα να γίνω πιανίστρια, ενώ αντίθετα η Θάλεια, πικραμύγδαλο ατίθασο, ανεξάρτητο και δυναμικό, που ακολουθούσε την καριέρα της δημοσιογράφου.
Ο γάμος μας έγινε γρήγορα. Και μετά τον μήνα του μέλιτος πήγα να ζήσω σαν κυρία Οικονόμου πια, στο πατρικό σπίτι του Δημήτρη που μετά τον θάνατο της μητέρας του πριν μερικά χρόνια, έμενε με μια οικονόμο την Ερασμία και τον γιο της τον Άλκη. Ο Άλκης από την αρχή με καλοδέχτηκε, η Ερασμία ήταν σεβαστική και ευγενική απέναντι μου. Ο Δημήτρης έδειξε καθαρά πως θεωρούσε περιττό πια να ασχοληθώ με το πιάνο κι έτσι το όνειρο μου γρήγορα ναυάγησε. Αν στη θέση μου ήταν η Θάλεια, θα είχε κάνει επανάσταση, και φυσικά δεν θα είχε δεχτεί ένα γάμο που τον ήθελαν οι άλλοι αλλά δεν ήταν ο έρωτας καρδιάς.
Ο άντρας μου δούλευε πολύ κι εγώ για να περάσω την ώρα μου περιδιάβαινα στα κατατόπια του τεράστιου σπιτιού. Μου τράβηξε το ενδιαφέρον, το απείραχτο δωμάτιο της μητέρας του, που ήταν όπως ακριβώς το είχε εκείνη όσο ζούσε. Το εξερεύνησα με ενδιαφέρον. Τα ρούχα της, τα συρτάρια της. Στο μικρό της γραφείο μια μέρα, μου φάνηκε πως ένα από τα σκαλίσματα ήταν ξεκολλημένο. Μα όταν πήγα να το γυρίσω για να το βάλω στη θέση του, ένα κλικ μου φανέρωσε την ύπαρξη ενός μυστικού συρταριού, που έκρυβε μέσα ένα παχύ τετράδιο. Το άνοιξα και άρχισα να το διαβάζω. Σε αυτό έμαθα για τα παιδικά χρόνια του άντρα μου. Για τον σκληρό πατέρα που τους εγκατέλειψε. Για το ενδιαφέρον του πατέρα του για την νεαρή ορφανή και έγκυο κοπέλα που διώχθηκε από το σπίτι της και βρήκε θαλπωρή στη δική τους στέγη. Για τις υποψίες της πως η Ερασμία ήταν ίσως φιλενάδα του άντρα της. Και η μεγαλύτερη βόμβα, για τον τρόπο που απέκτησε την περιουσία του η οικογένεια του Δημήτρη. Η πεθαμένη πεθερά μου τα ήξερε όλα. Ο άντρας της ο πατέρας του Δημήτρη έκανε εμπόριο λευκής σαρκός. Εκεί πρωτόμαθα το όνομα του Αυγερινού που ήταν και το δεξί του χέρι. Έπαθα σοκ. Το ημερολόγιο έλεγε κι άλλα ακόμα, όπως πως η μητέρα του Δημήτρη θεωρούσε πως ο άντρας της για να εξαφανιστεί, ίσως και να μην ήταν ζωντανός. Ωστόσο χωρίς πτώμα, λέγεται απλή υπόνοια χωρίς αποδείξεις, και τελικά παίρνει τον τίτλο εγκατάλειψη. Κι ακόμα πως ο Δημήτρης ανέλαβε την νομική κάλυψη της πατρικής επιχείρησης.
Έπειτα από αυτά που διάβασα, πήρα το ημερολόγιο και πήγα στο πατρικό μου σπίτι για να μιλήσω με την αδελφή μου. Έπρεπε με κάποιον να τα μοιραστώ. Δεν μπορούσα να σκεφτώ τίποτα παρά μόνο το πόσο σωστό ήταν το … είμαστε σε διάσταση εσύ με την αλήθεια, τέλειωσε η παράσταση τέρμα πια τα παραμύθια(2).
Όμως την ώρα που τα εξιστορούσα όλα για την οικογένεια του Δημήτρη, για το εμπόριο γυναικών, πως ο Δημήτρης είχε αλλάξει μετά τον πρώτο μήνα, πως ήμουν περιορισμένη και δυστυχισμένη, ακούσαμε το χτύπο του σώματος που πέφτει. Βρήκαμε τον πατέρα μας πεσμένο πίσω από την πόρτα να κρατάει το στήθος του. Δεν άντεξε η έντιμη καρδιά του την αλήθεια, και ξεψύχησε ζητώντας μου συγγνώμη με κόπο και σβησμένη φωνή. Τα κλάματα μας και τις φωνές άκουσε η μητέρα μου την οποία χάσαμε έπειτα από οκτώ μήνες ακριβώς, από μαράζι μας είπε ο γιατρός.
Ο Δημήτρης και ο Γιάννης μας συνέτρεξαν μα ούτε εγώ, ούτε η Θάλεια δείξαμε το μίσος στις καρδιές μας. Τον θάνατο των γονιών μας τον χρεώθηκε η οικογενειακή τους βρωμιά.
Πήγα και νοίκιασα μια θυρίδα στο ταχυδρομείο και έκρυψα εκεί το ημερολόγιο της πεθεράς μου.
Και η Θάλεια που εργαζόταν σε εφημερίδα πια με την ομάδα της, ζήτησε την άδεια από τον συντάκτη της να ερευνήσει μια υπόθεση που μπορεί να έβγαινε λαβράκι. Του τόνισε όμως πως χρειάζεται χρόνο. Με τη βοήθεια ιδιωτικών ερευνητών, βρήκαμε τα στέκια, παρακολουθήσαμε για μέρες τον Αυγερινό, μάθαμε τα τσιράκια, τραβήχτηκαν βίντεο και φωτογραφίες με συναντήσεις του Δημήτρη με τον Αυγερινό, του Γιάννη με τον Αυγερινό. Φάκελοι που άλλαζαν χέρια. Όμως κάποια στιγμή το λάθος έγινε και πιάστηκε ο Αυγερινός επ’ αυτοφόρω από την αστυνομία, την ώρα που παραλάμβανε ένα φορτίο με γυναίκες που μπήκαν με το κονβόι του στη χώρα λαθραία με σκοπό την πορνεία.
Ο άντρας μου ήταν ο συνήγορος του, και κατόρθωσε να πετύχει την ποινή των έξι χρόνων. Από τότε όλοι ήταν πιο προσεκτικοί, και φύλαγαν τα νώτα τους. Η Θάλεια έγινε αντιληπτή, και ο Αυγερινός στη φυλακή το έμαθε. Την θεώρησαν υπαίτια για το ανακάτεμα της αστυνομίας. Από τότε ο Δημήτρης με κράτησε μακριά από την αδελφή μου. Το μόνο άτομο που με βοηθούσε να την βλέπω ήταν η Ερασμία και στη συνέχεια ο Άλκης.
Και μια μέρα που ο Δημήτρης έλειπε και πήγα στο πατρικό μου, ήρθε ξαφνικά ο Γιάννης με πέρασε για την αδελφή μου και τα ρομαντικά λόγια που μου ψιθύρισε και μου έλειπαν στην έρημη ζωή μου, με έκαναν να κοιμηθώ μαζί του χωρίς να του αποκαλύψω πως ήμουν η Ερατώ. Εκείνη τη βραδιά όμως έμαθα και κάτι άλλο που το είχα ξεχάσει. Πως μετά τον θάνατο των γονιών μου, ο άντρας μου έκρυβε διάφορα χαρτιά και δικογραφίες στο χρηματοκιβώτιο. Αυτό μου το θύμισε ο Γιάννης που είχε έρθει για να πάρει χαρτιά από εκεί μέσα. Γιατί δεν τα φύλαγε ο Δημήτρης στο σπίτι του; Γιατί ήξερε τον συνδυασμό και ο Γιάννης; Έπρεπε να μάθω. Τα είπα όλα στη Θάλεια, εκτός από το σημείο της συνεύρεσης μου με τον Γιάννη. Αυτό της το αποκάλυψα καιρό μετά, στην αποθήκη του σπιτιού του Δημήτρη την μαύρη εκείνη μέρα που η Ερασμία μας έκανε πλάτες για να βρεθούμε. Της αποκάλυψα αυτό μόνο και όχι και το άλλο μου μυστικό, γιατί ντρεπόμουν πολύ.
Επίσης της είχα αποκαλύψει πως ήμουν έγκυος. Αλλάξαμε ρούχα. Ο σκοπός ήταν να το σκάσω μακριά από τον Δημήτρη, χωρίς να το πάρει είδηση. Ο Δημήτρης γύρισε ξαφνικά και η Θάλεια του φώναξε προσποιούμενη εμένα πως τον χωρίζει. Πήρε το αυτοκίνητο του και έφυγε προσδοκώντας να τον τραβήξει πίσω της, ώστε να μπορέσω να φύγω εγώ. Στη συνέχεια η αδελφή μου βρέθηκε νεκρή και όλοι νόμιζαν πως εγώ είχα πεθάνει. Κι εγώ συνέχισα τον ρόλο, για να μπορέσω να αποκτήσω όσες αμαρτίες κρύβονταν σε αυτό το χρηματοκιβώτιο. Γι’ αυτό τον λόγο στην τελευταία μου συνάντηση με τον Δημήτρη του έκανα ξαφνικά μια ένεση υπνωτική. Και κάποια δική μου νοσοκόμα τον κράτησε κοιμισμένο κάπου, ώστε να μη μπερδευτεί στα πόδια μου και μου χαλάσει τα σχέδια.’’

Τα κομμάτια του παζλ ενώνονταν ένα – ένα. Η κατάθεση του Άλκη συμπλήρωσε το παζλ.
Είπε πως ο Αυγερινός έστειλε κάποιον να τον πάρει με το μέρος του, χρησιμοποιώντας σαν ατού, τον κρυφό του έρωτα για την Ερατώ. Ο Άλκης δεν μπορούσε να πονέσει τον Δημήτρη, παρότι ομολόγησε πως στην ίδια αποθήκη, είχαν κάνει έρωτα πολλές φορές η Ερατώ κι εκείνος. Είπε πως όταν ο Αυγερινός του ζήτησε να πειράξει τα φρένα τη βραδιά του δυστυχήματος, εκείνος προσποιήθηκε πως συμφώνησε. Αλλά η μοίρα της Θάλειας ήταν γραμμένη από χέρι. Παρότι εκείνος δεν ενέδωσε, ωστόσο ήταν γραφτό να είναι μπροστά την καταραμένη εκείνη βραδιά που πήγαν να συγκρουστούν. Όταν έμαθε από τον Γιάννη τη σχέση του με τη Θάλεια, εφόσον πίστευε πως η Ερατώ ήταν νεκρή, δεν παραξενεύτηκε ούτε ενοχλήθηκε. Όταν όμως έμαθε πως η Θάλεια ήταν νεκρή και ζωντανή η Ερατώ αυτό ήταν και το πρώτο σοκ. Έτσι αποδέχθηκε την πρόταση της Κάτιας να συνεργαστούν με το Γιάννη, που είχε πάψει ο Αυγερινός να του έχει εμπιστοσύνη. Διπλός ο ρόλος της Κάτιας και του Άλκη. Παιχνίδι επικίνδυνο και δύσκολο. Για τον Αυγερινό ο ρόλος τους ήταν να παρακολουθούν τον Γιάννη. Για τον Γιάννη, ο ρόλος τους ήταν το αντίθετο. Να παγιδεύσουν τον Αυγερινό για να γλυτώσουν.


Η Κάτια από τη μεριά της, είχε πείσει τον Γιάννη πως ήθελε να γλυτώσει από αυτήν την ζωή, ειδικά τώρα που έπαψε να είναι γραμματέας του Δημήτρη, και που είχε πάψει να έχει σχέση μαζί του. Εξάλλου με αυτό το πρόσχημα μπόρεσε και έπιασε δουλειά στο μπαρ του Αυγερινού. Αλήθεια ήταν πως ο Δημήτρης την είχε πετάξει σαν την τρίχα απ’ το ζυμάρι. Γι’ αυτό αρχικά ομολόγησε τα πάντα στην Ερατώ, όπως και ότι ο Δημήτρης δοκίμαζε το καλύτερο από το εμπόρευμα αρκετά συχνά. Η Ερατώ ήταν αυτή που τους έκανε συνεργάτες της αστυνομίας.


Η ανάκριση του Αστεριάδη, έριξε φως στη βροχερή βραδιά του θανάτου της Θάλειας. Ο Αστεριάδης από πίσω από τη Θάλεια με σβηστά φώτα, πάνω στη κλειστή στροφή έδωσε μια ώθηση στο αμάξι της, που προσπαθώντας να γλυτώσει το σπρώξιμο έκανε ελιγμό. Τότε βρέθηκε μια μηχανή από απέναντι και όλα έγιναν σε κλάσματα δευτερολέπτου με την κατάληξη που ξέρουμε. Μέχρι να συνέλθει ο οδηγός της μηχανής ο Αστεριάδης χάθηκε στη σκοτεινιά και στην ανωνυμία. Ομολόγησε πως ακολουθούσε τις εντολές του Αυγερινού στην προσπάθεια του να δείξει πως ήταν ένα πιόνι.

Όταν ανακρίθηκε ο Αυγερινός οι κατηγορίες ήταν αδιάσειστες τόσο από τις μαρτυρίες, όσο και από τα στοιχεία που μάζεψε η Ερατώ, και που μέσα στο χρηματοκιβώτιο είχε βρει και το στικάκι με τους παράνομους λογαριασμούς που χειριζόταν ο Γιάννης μέσω της Τράπεζας. Ένα σωρό λογαριασμοί με δικαιούχους μαϊμού, που εναλλάσσονταν σε χρήση και βοηθούσαν να ξεπλυθεί το κέρδος από το εμπόριο σάρκας.
Εκείνος κατάλαβε πως το μόνο που μπορούσε να κάνει ήταν να καταδώσει τον πραγματικό αρχηγό, λέγοντας πως με δική του εντολή δολοφονήθηκε και ο πατέρας του Δημήτρη. Έτσι έδωσε την Ερασμία.


Η ανάκριση της Ερασμίας τράβηξε από το κρυφό συρτάρι, όλα τα μυστικά, κάθε μανδύα που έκρυβε την αλήθεια.
‘’Ήρθα στην Αθήνα να φτιάξω την τύχη μου. Δεν ήξερα πολλά γράμματα, και μπόρεσα να πιάσω δουλειά σαν σερβιτόρα σε μπαρ. Έτσι γνώρισα τον Αυγερινό. Γρήγορα με γοήτευσε και έγινα φιλενάδα του. Όταν έμεινα έγκυος, του ζήτησα να αναλάβει τις ευθύνες του. Το απέφυγε. Ωστόσο με έθεσε υπό την προστασία του αφεντικού του, που ήταν πρόθυμος για τον έμπιστο του, να με φροντίσει, αφού οι γονείς μου δεν με δέχτηκαν. Έμεινα σπίτι του. Μέσα σε τόσα πλούτη, εγώ ήμουν μια υπηρέτρια με ένα εξώγαμο. Έβλεπα συχνά τον Αυγερινό, όταν ερχόταν στο σπίτι. Είχε αλλάξει. Είχε γίνει φιλόδοξος και άπληστος. Του ζήτησα να αναγνωρίσει το γιο του και μου έθεσε όρο να τον βοηθήσω να αποκτήσει την αρχηγία στη σπείρα του. Έτσι καταστρώθηκε η δολοφονία του πατέρα του Δημήτρη. Τον θάψαμε σε ένα απόμερο σημείο του χτήματος που δεν πάταγε κανείς.
Οι υπόλοιποι αναγκάστηκαν να δεχθούν τη διαδοχή από φόβο. Κι αν υπέθεσαν πολλά, κανείς δεν μίλησε. Ωστόσο κράτησα ντοκουμέντα από το σχεδιασμό του φόνου. Είχα ξυπνήσει πλέον.
Το ότι δεν με αγαπούσε ο Αυγερινός φαινόταν ολοκάθαρα. Οπότε, άρχισα να σκέφτομαι πως όσα στοιχεία μάζευα, τόσο το καλύτερο για μένα. Ο Δημήτρης δεν έμαθε ποτέ για την επιχείρηση του πατέρα του. Την ήξερε μόνο ως πελάτη του δικηγορικού του γραφείου που κληρονόμησε. Ούτε ήξερε τον ιδρυτή, ούτε έμαθε ποτέ πως η εγκατάλειψη ήταν πλαστή αιτιολογία.
Ο Αυγερινός με εμπιστευόταν όλο και περισσότερο, γιατί παρότι αγράμματη, είχα κοφτερό μυαλό.
Δική μου ιδέα ήταν, να γίνω φίλη με τις δύο αδελφές. Κρυφακούγοντας, έμαθα και για την αλλαγή τους, και για τη βραδιά με τον Γιάννη. Έτσι έμαθα και για την εγκυμοσύνη και πως η Θάλεια ήταν στο αυτοκίνητο. Εγώ ειδοποίησα τη κλίκα του Αυγερινού.
Ήταν εύκολο στη συνέχεια, να γίνω απαραίτητη στον Αυγερινό και να αναλάβω σοβαρά κομμάτια, ελπίζοντας πως θα εξασφαλίσω πλούτη στον γιο μου και σε μένα.
Όλα πήγαιναν κατ’ ευχήν. Εγώ κρυφάκουσα μια συζήτηση του Γιάννη με τον Δημήτρη, τότε που ο Γιάννης ήθελε να αποκοπεί. Έτσι έχασε την εμπιστοσύνη μας. Όταν σκαρφίστηκα πως το dvd στο σπίτι το έκλεψε κάποιος μασκοφόρος, νόμιζα πως είχα καταστρέψει το μοναδικό στοιχείο ενοχοποίησης μας. Δεν ήξερα πως η Θάλεια το έδωσε στην Ερατώ να το κρύψει εκεί, για ξεκάρφωμα. Ώστε να μην αναζητήσουμε τα υπόλοιπα στοιχεία. Τώρα θα ήθελα μόνο, να δω τον γιο μου. Να του μιλήσω. Κουράστηκα πια!
Μετά τη φυλάκιση του Αυγερινού πήρα τα ηνία. Μόνο ο Δημήτρης δεν το ήξερε και ο Γιάννης. Φυσικά ο γιος μου είχε παντελή άγνοια για το ρόλο μου. Και όλοι οι μπράβοι πίστευαν πως εκτελούσα τα σχέδια του Αυγερινού. Όλα θα ήταν καλά αν δεν ήταν αυτή και η αδελφή της.΄΄

Όλοι οι ενδιαφερόμενοι έμαθαν τα γεγονότα, καθώς και οι εφημερίδες, και ολόκληρος ο κόσμος. Ο Δημήτρης δεν τόλμησε να συναντήσει την Ερατώ αλλά κλείστηκε στη βίλα αποφεύγοντας τους δημοσιογράφους. Η τελευταία υπόθεση που χειρίστηκε κι όχι ο ίδιος, ήταν το διαζύγιο του από την Ερατώ. Και ούτε τότε την είδε μια και βγήκε κοινή συναινέσει. Η δικαιοσύνη δεν πίστεψε πως ο Δημήτρης είχε παντελή άγνοια. Όμως ελλείψει αποδεικτικών στοιχείων για συμμετοχή ενεργό, του έβαλαν δύο χρόνια με αναστολή. Ο δικηγορικός σύλλογος τον διέγραψε. Αποσύρθηκε μόνος στη βίλα του χωρίς βέβαια οικονομικό πρόβλημα. Λεφτά υπήρχαν πολλά. Το πτώμα του πατέρα του βρέθηκε επιτέλους και του έκαναν κανονική ταφή στο οικογενειακό κοιμητήριο. Αυτός τιμωρήθηκε με άλλον τρόπο για τη δράση του.


Το διάστημα της δίκης, όλοι ήταν στο κέντρο της δημοσιότητας μα κανείς δεν έκανε δηλώσεις. Οι αποφάσεις ήταν καταπέλτης. Ο Αυγερινός και η Ερασμία δεν θα ζούσαν ελεύθεροι, ποτέ ξανά. Ο Άλκης δεν είδε καθόλου την μάνα του ούτε και τον πατέρα του. Είχαν πεθάνει τόσοι άνθρωποι. Πέθαναν κι αυτοί για εκείνον. Η Κάτια έφυγε για άγνωστη κατεύθυνση προσπαθώντας να κάνει καινούργια αρχή.


Κι η Ερατώ; Εκείνη είχε μια τελευταία δουλειά να κάνει ακόμα. Ζήτησε να ελεγχθεί η πατρότητα της κόρης της. Ο Γιάννης που είχε καταδικαστεί σε δώδεκα χρόνια για το ξέπλυμα χρήματος, δέχθηκε να δώσει δείγμα, μέσα από τη φυλακή. Το ίδιο δέχθηκε και ο Άλκης. Παρόλα όσα έγιναν την ημέρα των αποτελεσμάτων, τρεις άνθρωποι καίγονταν από αγωνία. Ο Άλκης αποδείχθηκε πως ήταν τελικά ο πατέρας της μικρής. Για τον Γιάννη το αποτέλεσμα του άφησε πικρή γεύση, και από την άλλη ανακουφίστηκε. Είχε αρχίσει να νοιώθει ντροπή για τις πράξεις του. Ο Άλκης πήρε τα αποτελέσματα με μια επιστολή που έλεγε: ‘’Συγγνώμη, αλλά έπρεπε να καθαρίσει η βρωμιά και να αναπαυθούν οι ψυχές! Σε αγαπώ πάντα! Μόνο εσένα! Δεν σου ζητώ τίποτα, μα να ξέρεις πως σιγά-σιγά, και χωρίς να τραυματιστεί η ψυχούλα της τετράχρονης κόρης μας, θα μάθει πως δεν ήταν ο Γιάννης ο πατέρας της, αλλά εσύ! Ό,τι αποφασίσεις θα το σεβαστώ! Προσπάθησε να με καταλάβεις! Οι στιγμές μας είχαν μόνο αλήθεια!’’

Η Ερατώ στο αεροδρόμιο με την κόρη της, μετά την πώληση του πατρικού της περίμενε την πτήση τους. Θα ξεκινούσε μια νέα ζωή στην Ελβετία. Ήθελε να είναι μακριά από όλα αυτά. Την ώρα που επιβιβάστηκαν στο αεροπλάνο, η τρίτη θέση δίπλα τους καλύφθηκε από το φως της καρδιάς της.
Ο Άλκης, φίλησε την μικρή, της έδωσε και έναν κούκλο που της είχε αγοράσει, και έπιασε το χέρι της Ερατώς. Την κοίταξε με κατανόηση και αγάπη και εκείνη του χάρισε το πρώτο της ευτυχισμένο χαμόγελο. Το αεροπλάνο απογειώθηκε ενώ εκείνοι πιασμένοι από το χέρι με το παιδί τους ανάμεσα, σιγομουρμούριζαν τους στίχους …..κάνω μια νέα αρχή. Στων ματιών σου το τέλος η καρδιά ψάχνει βέλος της ζωής το φιλί…(3).


Τ Ε Λ Ο Σ

1)Τίτλος: Τώρα που σήμανε η ώρα
Γιάννης Πάριος
στίχοι: Πυθαγόρας

2) Τίτλος: Τελείωσε η παράσταση
Σπύρος Κλείσσας
στίχοι: Χάρης Προκοπίου

3) Τίτλος: Στων ματιών σου το γκρίζο
Γιώργος Σαμπάνης
στίχοι: Ελεάνα Βραχάλη


Αυτή είναι η συμμετοχή μου για το τέλος του συλλογικού μας ''Μια ιστορία από στιχάκια''
Πέρασα θαυμάσια γράφοντας το τέλος, ωστόσο νοιώθω και μια μελαγχολία που τελείωσε, το 
υπέροχο αυτό δρώμενο.

Ευχαριστίες πολλές οφείλουμε όλοι και πιο πολύ εγώ, στην Κατερίνα που μου εμπιστεύτηκε το τέλος, του έργου μας. Αυτήν την ακούραστη φίλη blogger που ενώ δουλεύει τόσες ώρες αδιάκοπα, έχει ιδέες δημιουργικές που μας παρασύρει ξέφρενα.
Η ίδια χαρακτήρισε το δρώμενο της ριψοκίνδυνο. Αλλά ίσως γι' αυτό να έχει τόσο ενδιαφέρον.
Κατερίνα μου σ' ευχαριστούμε γι' αυτό το ταξίδι, κι ελπίζουμε να μην εφησυχάσεις και να μας ΄΄ταλαιπωρήσεις πάλι ριψοκίνδυνα΄΄.