Κοιτάζω το κύμα που
σκάει στην αμμουδιά. Ακολουθώ το ρυθμό του και λικνίζω τη σκέψη μου μαζί του.
Μια κουκκίδα εγώ (δεν μπόρεσα να αντισταθώ στον πειρασμό) στην απέραντη αμμουδιά,
μια κουκκίδα εγώ στον απέραντο κόσμο.
Βλέπω το κύμα που
έρχεται και φεύγει, με τον ίδιο σταθερό τρόπο. Χρόνια και χρόνια κοιτάζω τις
θάλασσες, και πάντα οι ίδιες κινήσεις, πλαφ-πλουφ! Πάντα ο ίδιος ρυθμός! Και
κάποτε θυμώνει, ποιος ξέρει γιατί; Θες γιατί τη γευόμαστε αλλά δεν την
νοιώθουμε, θες γιατί την κοιτάμε αλλά δεν την βλέπουμε, θες γιατί μας μιλάει
αλλά δεν την ακούμε! Θυμώνει και τότε μόνο σκιαζόμαστε μπρος στο θυμό της.
Και
σκέφτεστε τώρα, α! αυτή διάλεξε τη θάλασσα για το γράμμα Θ.
Εγώ όμως σκέφτομαι:
-Κι εμείς οι άνθρωποι
κάπως έτσι είμαστε! Ζούμε στους ίδιους ρυθμούς κάθε μέρα! Ξυπνάμε, βγάζουμε με
ιδρώτα το πιάτο το φαΐ μας, κοιμόμαστε και μετά πάλι το ίδιο. Μερικές φορές
ξεγελάμε τους εαυτούς μας ότι ζούμε κάτι παραπάνω, αλλά μάταια. Ουτοπίες όλα!
Πάντα ο ίδιος ρυθμός,
πάντα οι ίδιες κινήσεις, και ξαφνικά θυμώνουμε και εκφράζουμε την οργή μας με
διάφορους τρόπους. Ακριβώς σαν τη θάλασσα τη λεβεντοπνίχτρα! (Εδώ παρακαλώ να
μου εξηγήσει κάποιος γιατί τη λέμε λεβεντοπνίχτρα. Δεν έχουν πνιγεί μόνο λεβέντες
έχουν πνιγεί και γέροι, γυναίκες και παιδιά. Στο φτύσιμο αυτοί;)
Τι έλεγα; Α!
Κι εμείς λοιπόν χτυπιόμαστε όπως το κύμα στα βράχια, φωνάζουμε για να
επιβάλλουμε τη φωνή μας στο σύμπαν, όπως ακριβώς βρυχάται και το αφρισμένο
κύμα.
Και ενίοτε τα
καταστρέφουμε και τα διαλύουμε όλα, όπως ακριβώς κι εκείνη.
Μα εκείνη είναι
ταγμένη να κάνει ακριβώς αυτό! Εμείς; Για τι αλήθεια, είμαστε ταγμένοι;
Εδώ έρχεται το Θ.
Ξυπνάμε το πρωί και
θέλουμε να πάμε να βγάλουμε τον επιούσιο κάνοντας την δουλίτσα μας. Και έρχεται
κάποιος ωραίος και παίρνει ένα πινέλο και ένα κουτί μπογιά μαύρη και σου βάφει
τη μέρα απολύοντας σε. Θες να φωνάξεις και λες ‘’Θου Κύριε φυλακήν τω στόματι
μου’’. Γιατί; Γιατί κάποιος είπε πως πρέπει να δείχνεις αξιοπρέπεια. Να μη
μιλάς γιατί μπορεί να μπεις στη λίστα που έβαψε το μαύρο πινέλο.
Ψάχνεις απεγνωσμένα
για άλλη δουλειά και κάθε που φτάνεις με τα βιογραφικά σου προτιμούν κάποιον
που έρχεται συστημένος από γνωστό. Θες
να μιλήσεις και λες ‘’Θου Κύριε φυλακήν τω στόματι μου’’. Γιατί; Γιατί μπορεί
να τους χρειαστείς στο μέλλον και καλό είναι να μη κλείνεις πόρτες.
Παίρνεις τα χαρτιά
σου και πας να γραφτείς στο ταμείο ανεργίας. Περιμένεις ουρά και όταν φτάνεις
στο γκισέ σου ζητούν και άλλα χαρτιά. Θες να μιλήσεις αλλά λες ‘’Θου Κύριε φυλακήν
το στόματι μου’’ Γιατί; Γιατί αν τσαντίσεις τον δημόσιο υπάλληλο θα σου βγάλει
την πίστη για να σε εξυπηρετήσει.
Μετράς τα λεφτά στο
πορτοφόλι σου και πας στο Σούπερ Μάρκετ να ψωνίσεις κάτι λίγα γιατί μέχρι να
ξαναδουλέψεις πρέπει να μη χαλάς πολλά. Πας στο ταμείο και έρχεται κάποιος και
μπαίνει μπροστά σου. Ε όχι νισάφι πια. Κάνεις καβγά μπροστά στο ταμείο. Φταις;
Όχι είναι που κάπου-κάπου πρέπει και να μιλάς όταν πάνε να σε αδικήσουν.
Πού καταλήγουμε
λοιπόν; Στο ότι κακώς έγραψαν τα εδάφια αυτήν την φράση. Αν δεν την ξέραμε
μπορεί και να εκφράζαμε και μια άποψη που στο κάτω-κάτω είναι και δικαίωμα μας
βρε αδελφέ!
Τι άποψη; ‘’Θου Κύριε
φυλακήν τω στόματι μου’’….
Υ.Γ. Όσοι διάβασαν
τον τίτλο θα νόμισαν ότι το Θου εννοούσε το Θήτα ε; χαχαχα Αμ δε…