(Συμμετοχή στο δικτυακό δρώμενο
Τίτλος κεφαλαίου:
''Το παρελθόν εκδικείται''
Το γαντοφορεμένο χέρι, έσπρωξε την πόρτα και η γυναικεία
φιγούρα, έκανε δύο βήματα μπροστά συγχρόνως με τον Δημήτρη που έκανε τέσσερα
βήματα πίσω ψελλίζοντας ξανά ένα
τρεμάμενο και τρομαγμένο… ‘’εσύ εδώ;’’
‘’Ξέρω… ‘’καλέ μου’’, πως δεν θα ήθελες να με δεις, έτσι δεν
είναι; Η μορφή μου σε βασανίζει, και σου φέρνει τόσες πολλές μνήμες…’’
Η γυναίκα προχώρησε στο φωτεινό κέντρο του δωματίου, και
περιέφερε το βλέμμα της τριγύρω, την ώρα που μια αστραπή ηλέκτρισε τον χώρο. Ο Δημήτρης δεν μπορούσε να τραβήξει τα μάτια του από πάνω της. Γοητευτική, ψηλή κορμοστασιά, που τραβούσε τα βλέμματα ο αέρας
της και το ήξερε. Το μαρτυρούσε το
θεληματικό της πηγούνι και η υπεροπτική θεώρηση της ματιάς της.
Η μορφή της του ξέσκιζε την καρδιά. Μπροστά του στεκόταν η
Ερατώ. Το ίδιο βλέμμα, οι ίδιες κινήσεις, ίδια φωνή. Τα πάντα ίδια, εκτός από
τα βαμμένα μαλλιά στο χρώμα του κορακιού που έκανε και τη διαφορά. Όμως η μορφή
μπροστά του δεν ανήκε στην αγαπημένη του γυναίκα, αλλά στη Θάλεια την
πανομοιότυπη αδελφή της.
Το άλλο μισό του ωαρίου που χωρίστηκε στα δύο. Το δικό του
μισό και αγαπημένο χάθηκε κι ο κλώνος του, απόψε ήρθε στην επέτειο του χαμού του, να τον βασανίσει .
Γιατί τώρα; Γιατί ύστερα από πέντε χρόνια;
Δεν ήθελε να την βλέπει, ούτε να την ακούει. Το δικό του
μισό το λάτρευε με υστερικό πάθος. Αυτό το μισούσε τόσο, όσο σχεδόν το αγαπούσε η χαμένη Ερατώ.
‘’Περίμενα το τζάκι αναμμένο μια τέτοια βραδιά με την
καταιγίδα να πλησιάζει… Το τζάκι τέτοιες βραδιές, πρέπει πάντα να είναι
αναμμένο.’’
‘’Η Ερατώ το ήθελε πάντα.’’ ψέλλισε εκείνος.
‘’ Το ξέρω… κάθε χρόνο από εκείνη τη μέρα έφτανα απέξω μα
μόνο σήμερα αποφάσισα να μπω. Ήθελα να σε δω, για να σου ξυπνήσω τις τύψεις …’’
Με το χέρι της χτύπησε δύο με τρεις νότες στο πιάνο και ο αρμονικός ήχος τους στροβιλίστηκε
στον αέρα, χτύπησε στη φλόγα των κεριών, και χάθηκε κάπου σε μια σκοτεινή
γωνιά.
Ο Δημήτρης στενεύοντας τα φρύδια ρώτησε γρήγορα…
‘’Δεν ήξερα πως ήξερες πιάνο…’’
Εκείνη απάντησε επίσης γρήγορα τραβώντας τα χέρια της από τα
πλήκτρα.
‘’Μη κρίνεις από λίγες νότες… Δεν δοκίμασα ποτέ να μάθω.’’
‘’Γιατί ήρθες;’’
‘’Σου έχω ήδη πει! Για να σου ξυπνήσω τις τύψεις!’’
‘’Τύψεις;’’
‘’Ναι! Ξέρεις πολύ καλά τι έγινε εκείνη τη νύχτα. Έτσι δεν
είναι Δημήτρη; Μοναδική αγάπη;’’
‘’Γιατί με λες έτσι; Η Ερατώ με έλεγε έτσι… κόμπιασε πονεμένα εκείνος…’’
‘’Εσύ ήθελες να σε λέει έτσι, το ξέρω, όπως ξέρω τα πάντα…
Όλη τη ζωή της την έκλεισες σε μία γυάλα, να ζει για σένα, να αγαπάει εσένα, να
μη νοιώθεις μόνος. Χρόνια ολόκληρα τα
δικά σου ‘’θέλω’’ και τα δικά σου ‘’πρέπει’’. Κι εκείνη; Θα μπορούσε να ήταν
μια μεγάλη πιανίστα, είχε ταλέντο, αλλά
ήθελες το μονοπώλιο του χρόνου της, της κάθε της ανάσας, της κάθε της σκέψης,
τον πυρήνα του κάθε της ονείρου. Πίστευες πως το πιάνο που της αγόρασες θα
έφτανε να καλύψει τον πόνο της ταφής ενός μεγάλου ονείρου;’’
‘’Πολύ με πίκρανες
ζωή, μακριά θα φύγω ένα πρωί….(*1) ψιθύρισε
Ωστόσο έφυγε βράδυ με τις πίκρες της για αποσκευές, κι εσύ
ξέρεις γιατί, όπως ξέρεις και ποιον έστειλες στο κατόπι της’’
‘’Δεν καταλαβαίνω τι λες … απάντησε ο Δημήτρης και κατάπιε
μια γρήγορη γουλιά από το ποτήρι που κρατούσε, καθώς ένοιωθε τον λαιμό του
στεγνό ξαφνικά.. Προσπαθείς να με κατηγορήσεις για κάτι; Πιστεύεις πως εγώ
φταίω; Τι ξέρεις εσύ για πίκρες και για την αγάπη μας;’’
‘’Κι όμως ξέρω τα πάντα… Νομίζεις πως είχες καταφέρει να μας
αποξενώσεις; Πως δεν είχαμε επαφή; Μα ξέραμε η μία τα πάντα της άλλης κι από
απόσταση… Όλα τα ξέρω, ακούς; Όλα… Κι εσύ ξέρεις!’’
Πηγαίνοντας κοντά του, του ψιθυρίζει
‘’Σύννεφα εμπόδια και
στο τέλος ο γκρεμός, πέρασα τα όρια δεν υπάρχει γυρισμός…(*2)
Αλήθεια τι ζωή εδώ μέσα… με τον κέρβερο φύλακα, την οικονόμο
σου την Ερασμία… που σου πρόφταινε τα πάντα… κι όμως δεν τα κατάφερες. Εκείνη απόκτησε
ότι δεν μπόρεσες να της χαρίσεις…’’
‘’Γιατί λες απόκτησε; Εκείνη χάθηκε…''
Η Θάλεια χαμογέλασε πικρά και παράξενα, χωρίς να του
απαντήσει.
‘’Αυτό που θέλω να
σου πω τα χείλη δεν το λένε, μη μου το πάρει ο άνεμος μην ακουστεί μακριά μου
και πάψει νάναι μυστικό και πάψει νάναι ωραίο…(*3)
Ξέρεις τι ήθελε να σου πει, και ποιο ήταν το μυστικό γι’
αυτό και έγινες έξαλλος εκείνο το βράδυ… Κι ας ρωτούσες αν είναι ευτυχισμένη….’’
‘’Να πάρει η ευχή… πώς ξέρεις τι συζητούσαμε… τι θέλεις πια
από μένα… δύο φορές σε έχω δει στη ζωή μου, μία στην αρχή και μία στη κηδεία κι
αυτή από μακριά. Τι ξέρεις για μένα, για την Ερατώ, για την αγάπη μας; Τι
θέλεις τώρα μετά από χρόνια και εμφανίζεσαι μπροστά μου;’’
‘’Ω μοναδική αγάπη… θα με βλέπεις συχνά… γιατί μου στέρησες
ό,τι αγαπούσα πιο πολύ… εγωκεντρικέ και χειριστικέ σύζυγε ...της αδελφής μου.
Θα με βλέπεις συχνά, μέχρι να σπάσεις και να ομολογήσεις… πως εσύ και οι
δουλικοί σου την οδηγήσατε στο θάνατο…
Η εκδίκηση είναι ένα πιάτο που τρώγεται κρύο… κι εσύ σαν
μεγαλοδικηγόρος τα ξέρεις αυτά….’’
Γύρισε την πλάτη της και έφυγε κουνώντας το γαντοφορεμένο της χέρι σε έναν χαιρετισμό , αφήνοντας ανοιχτή την εξώπορτα,
αδιαφορώντας για την βροχή που πέφτοντας δυνατά ο αέρας την έμπαζε μέχρι το
κατώφλι.
Ανοικτή ήταν ακόμα, όταν ένα κόκκινο αυτοκίνητο σταμάτησε
μπροστά στο μεγάλο σπίτι. Ένας άντρας ανέβηκε τα σκαλιά της εισόδου κρατώντας
ομπρέλα, και κοιτώντας με απορία το αυτοκίνητο που ξεμάκραινε. Ο Γιάννης μπήκε
κλείνοντας πίσω του την πόρτα αφήνοντας απέξω την καταιγίδα, χωρίς να ξέρει για
την καταιγίδα που είχε ξεσπάσει μέσα στο σπίτι. Τα έχασε όταν αντίκρισε έναν καταβεβλημένο Δημήτρη που στεκόταν
ακίνητος ανίκανος να κουνηθεί.
(*1) Τίτλος τραγουδιού ‘’Μ’ ένα αεροπλάνο’’
Στίχοι ΣΩΤΙΑ ΤΣΙΩΤΟΥ
Μουσική ΚΩΣΤΑΣ ΧΑΤΖΗΣ
(*2) Τίτλος τραγουδιού ‘’Με
κλεμμένο Ι.Χ.’’
Στίχοι μουσική Νίκος Ξαρχάκος
Φωνητικά Δήμητρα Καλεσιάκη
(*3) Τίτλος τραγουδιού ‘’Αυτό που θέλω να σου πω’’
Στέλα Σειραγάκη
Στίχοι Πέτρος Φουκάκης
Μουσική Κώστας Βερδινάκης