Η Memaria επέλεξε για μένα εικόνα και παρακάτω θα δείτε το κείμενο που μου ενέπνευσε η εικόνα αυτή. Επιλεγμένη λέξη ΑΝΑΜΟΝΗ !
''Ακάνθινα Όρια...''
Το κουδούνι χτύπησε επίμονα σπάζοντας τη σιγαλιά του μικρού
σπιτιού. Η Αθηνά γύρισε με φόβο το κεφάλι αλλά δεν έκανε καμία κίνηση για να
ανοίξει την πόρτα. Όταν αυτό ξαναχτύπησε εκείνη πάλι δεν κινήθηκε. Η φωνή
ακούστηκε απέξω.
‘’Έφερα την παραγγελία σας. Την αφήνω στην πόρτα’’.
Αφουγκράστηκε τους θορύβους, και άκουσε τον ήχο ενός
αυτοκινήτου που ξεμάκραινε.
Τότε αποφάσισε να προχωρήσει διστακτικά προς την είσοδο.
Ξεκλείδωσε αργά και άνοιξε την πόρτα λίγα εκατοστά. Κοίταξε
με φοβισμένο βλέμμα προς τα έξω που το φως της μέρας έλουζε τον μικρό της κήπο.
Ένας άσπρος φράχτης και μια μικρή κλειστή αυλόπορτα τον περιέβαλλε. Είδε το
δέμα με τα τρόφιμα που είχε παραγγείλει και έσκυψε αργά για να το τραβήξει
μέσα, χωρίς όμως να αφήσει το χέρι της από την πόρτα που την κρατούσε σαν
σανίδα σωτηρίας.
Έπειτα έκλεισε γρήγορα και ξανακλείδωσε. Τότε μόνο άρχισε να
φέρεται με σιγουριά και να κινείται άνετα.
Πήγε στο παράθυρο και σήκωσε την κουρτίνα για να δει το
καταπράσινο τοπίο που οι ενδυματολογικές του εμφανίσεις άλλαζαν με την διαδοχή
των εποχών.
Είδε τα δέντρα που μεγάλωσαν μαζί της και που πάντα τα
λάτρευε, να βρίσκονται τόσο κοντά μα και τόσο μακριά από εκείνην.
Τότε τις πρόσεξε. Οι δύο γειτόνισσες το είχαν ρίξει σε ψιλή
κουβεντούλα. Σίγουρα για εκείνην θα μιλούσαν πάλι, σκέφτηκε και κατέβασε την
κουρτίνα φεύγοντας από το παράθυρο.
‘’Την είδες; Φτωχό κορίτσι! Πότε θα σταματήσει το μαρτύριο
της;’’
‘’Τι να σου πω άκουσα να μιλούν γι’ αυτήν στην πόλη, αλλά
λεπτομέρειες δεν ξέρω μια και είμαι σχετικά καινούργια εδώ.’’
‘’Αχ! Ήταν ένα κορίτσι…, σαν τα κρύα τα νερά. Μοναχοκόρη.
Ζούσε εδώ με τους γονείς της. Καλό, γελαστό, ζωντανό κι όχι καμιά πεταχτή σαν
άλλες στην περιοχή. Μέχρι την ημέρα των γενεθλίων της που γινόταν δεκαεπτά
ετών. Βγήκε κι αυτό να γιορτάσει με τις φίλες του τα γενέθλια του και να τις
κεράσει. Συνήθως δεν την άφηναν αργά. Όμως για πρώτη φορά είπαν να διασκεδάσει
λίγο παραπάνω.’’
‘’Και τι έγινε;’’
‘’Το βράδυ γύρω στις δώδεκα που γύριζε, λίγο πιο κάτω την
χαιρέτησε και η τελευταία της φίλη, ένας αλήτης, που να πεθάνει στα σίδερα από
φριχτούς πόνους για το κακό που έκανε, όρμησε πίσω από τα δέντρα που παραφύλαγε
και το βίασε το δόλιο. Αυτό αντιστάθηκε κι αυτός άρχισε να το χτυπάει το άμοιρο
κορίτσι. Τα μάθαμε όλα αργότερα. Αναίσθητο με ξεσκισμένα ρούχα έμεινε το δύστυχο.
Οι δικοί της ανησύχησαν που αργούσε και βγήκαν να την ψάξουν. Και τότε την
βρήκαν. Ειδοποίησαν αστυνομίες, ασθενοφόρο κλαίγοντας πικρά οι δόλιοι για το
κακό που βρήκε τη μονάκριβή τους. Μέχρι να συνέλθει και να μπορέσει να μιλήσει,
η μάνα της έπαθε την πρώτη της ανακοπή. Η μεγάλη στενοχώρια δεν αντέχεται!’’
‘’Αυτόν τον αλήτη τον έπιασαν;’’
‘’Τον έπιασαν μεθυσμένο να κομπάζει για τα κάλλη του θύματος
του σε άλλα ρεμάλια. Από καιρό είπε την είχε βάλει στο μάτι. Κι επειδή είχε κι
άλλα στη καμπούρα του, τον έχωσαν μέσα για τα καλά. Μα τι τα θες; Το κορίτσι με
την βοήθεια ψυχολόγων έφτασε στο σημείο να συνεχίσει την ζωή του, αλλά από τότε
δεν έχει βγει από τους τέσσερις τοίχους του σπιτιού. Ακόμα και οι αρχές
μεσολάβησαν και την βοήθησαν να τελειώσει το σχολείο με μαθήματα στο σπίτι. Κι
εξετάσεις , σπουδές από το σπίτι όλα. Ειδική περίπτωση είπαν. Βλέπεις να δεις πως το
λένε αυτό που έχει πάθει… , αγοραφοβία νομίζω το λένε. Και ο δόλιος ο πατέρας
της έδινε τα πάντα για να τη γυρίσει στη ζωή. Αλλά εκείνη έκανε μικρή πρόοδο.
Και μετά από δύο χρόνια, που εκείνη σπούδαζε σε κάποιο πανεπιστήμιο κάποιες
γλώσσες νομίζω κλεισμένη πάντα στο σπίτι, τους βρήκε κι άλλο κακό. Συνέβη ένα
ατύχημα στη δουλειά του πατέρα, μηχανικός στα έργα ήταν, υποχώρησε το έδαφος
εκεί που δούλευαν οι εργάτες και τον πλάκωσε ένα μηχάνημα. Πέθανε επί τόπου. Η
κόρη ήταν η μόνη που δεν πήγε στην κηδεία. Αλλά ξέρω πως τον λάτρευε τον πατέρα
της. Μετά ένα χρόνο η καρδιά της μάνας της δεν άντεξε έπαθε και τη δεύτερη
ανακοπή και έφυγε κι αυτή. Κι η Αθηνά; Μόνη από τότε βολοδέρνει κλεισμένη στη δική της φυλακή.’’
‘’Και πώς ζει;’’
‘’ Α της στέλνουν μέσω υπολογιστή διάφορα κείμενα που θέλουν
μετάφραση στα ξένα ή το ανάποδο. Μεγάλη δυστυχία! Άντε πάω να βάλω να μαγειρέψω
γιατί τι θα φάει ο άντρας μου όταν σχολάσει; Ποιος είναι αυτός που περνάει;
Πρώτη φορά τον βλέπω.’’
‘’Α! να σου πω και εγώ τότε ένα νέο. Είναι ο καινούργιος γιατρός
που ήρθε στο νοσοκομείο. Ελεύθερος! Και τι παλικάρι ε; Άντε πάμε να κάνουμε
καμία δουλειά και έχει ο Θεός για όλους!’’
‘’Αμήν’’ είπε και η άλλη και η κάθε μια πήγε προς το σπίτι
της.
Σωστά τα ήξεραν τα πράγματα, μα ούτε μπορούσαν να φανταστούν
το μαρτύριο της ψυχής της Αθηνάς, που κλειδαμπαρωνόταν μέσα στο σπίτι και που
δεν είχε συντροφιά παρά μόνο τους εφιάλτες της και τον τρόμο.
Ήταν πλέον είκοσι επτά ετών και βρισκόταν εγκλωβισμένη στο
εσωτερικό του σπιτιού της που το ήξερε τόσο καλά, δέκα χρόνια τώρα. Δεν είπε το
στερνό αντίο ούτε στον αγαπημένο της πατέρα, ούτε στην γλυκιά της μάνα. Μα το
κενό που άφησαν δεν μπόρεσε να καλυφθεί.
Υπήρχαν άτομα που έρχονταν να την δουν. Ο γιατρός, ο παππάς,
και κάποιοι από την πόλη που τους ήξερε από παιδί και τους εμπιστευόταν. Όλοι
της είχαν φερθεί τόσο καλά! Και όλοι προσπαθούσαν να την παροτρύνουν να βγει
έστω μέχρι τον κήπο. Μάταια!
Δεν ήξεραν βέβαια, πως δύο φορές μετά την επίσκεψη του
γιατρού της, προσπάθησε να ανοίξει την πόρτα και να κάνει ένα βήμα προς τα έξω.
Μα τα πόδια της τα ένοιωσε να μυρμηγκιάζουν, την καρδιά της την ένοιωσε να
χτυπάει τόσο δυνατά που νόμισε πως θα
έβγαζε φτερά και θα πήγαινε αλλού να κατοικήσει! Και τα χέρια της; Κρατούσαν
τόσο δυνατά και σφιχτά την πόρτα που ήταν λες και κάποιος τα είχε καρφώσει πάνω
της. Οι κόμποι είχαν τόσο πολύ ασπρίσει, που ο πόνος έκανε ώρα να περάσει. Στο
κεφάλι της είχε δύο φωνές που πάλευαν. ‘’Θες! Μπορείς!’’ έλεγε η μία. Και η
άλλη ‘’Τρελάθηκες; Ξέχασες; Εδώ είσαι ασφαλής!’’
Το κουδούνι ξαναχτύπησε. Άκουσε την φωνή του γιατρού της.
Πήγε πιο άνετα αυτή την φορά και του άνοιξε. Όμως δεν ήταν μόνος! Μαζεύτηκε ακούσια
και κόλλησε στον τοίχο λες και θα έμπαινε ο διάβολος.
Ο γιατρός της βιάστηκε να μιλήσει.
‘’Αθηνά, ήρθα με ένα φίλο μου καλό και συνάδελφο για να σου
τον γνωρίσω. Από εδώ ο γιατρός Χρήστος Στεργίου. Κι από εδώ η Αθηνά που σου
μίλησα, και που είναι το καλύτερο κορίτσι της πόλης. Το Χρήστο θέλω να τον
βλέπεις όπως εμένα. Σου τον συστήνω ανεπιφύλαχτα και πιστεύω πως αν του δείξεις
εμπιστοσύνη θα σε βοηθήσει πολύ περισσότερο.’’
Το ότι δεν τους έκλεισε την πόρτα ήταν καλό σημάδι, σκέφτηκε
ο γιατρός.
Η Αθηνά κοίταξε πολύ καλά τον νεοφερμένο. Εκείνος την
κοιτούσε στα μάτια κατευθείαν και το πρόσωπο του ήταν καθάριο, με καλοσυνάτο βλέμμα. Της
χαμογέλασε απαλά και την ρώτησε αν μπορεί να περάσει.
Δεν είχε κάνει ούτε ένα βήμα για να μπει μέσα όπως ο γιατρός
της. Περίμενε την άδεια της πρώτα. Η Αθηνά οπισθοχώρησε προς το σαλόνι,
δείχνοντας έτσι πως αποδεχόταν την επίσκεψη. Όση ώρα δούλευε ο γιατρός με την
Αθηνά, ο Στεργίου απλά παρακολουθούσε και δεν ανακατευόταν πουθενά. Ούτε έκανε
κινήσεις που μπορούσαν να της αποσπάσουν την προσοχή. Αυτό που διαπίστωνε ήταν
πως η κοπέλα έβγαζε μια εσωτερική δύναμη κατά διαστήματα, προφανώς από
υποσυνείδητη επιθυμία να γίνει φυσιολογική ξανά. Γρήγορα όμως έσβηνε και
χανόταν πάλι.
Οι επισκέψεις των δύο γιατρών έγιναν πιο συχνές και πάντα
και οι δύο μαζί. Μια μέρα όμως, ο Στεργίου εμφανίστηκε μόνος. Η Αθηνά δίστασε
μόνο για λίγο και τον άφησε να περάσει μέσα. Της εξήγησε πως σήμερα θα δούλευαν
μαζί, γιατί ο γιατρός της είχε επείγον περιστατικό.
Ανέλπιστα όλα κύλησαν
ομαλά. Και την ώρα που έφευγε την ρώτησε αν θα την πείραζε να κάνει θεραπεία με
εκείνον στο εξής. Δική της η επιλογή, της είπε.
Εκείνη δέχθηκε. Μέρα παρά μέρα την έβλεπε. Και η μέθοδος που
χρησιμοποιούσε την έκανε να νοιώθει μικρά ίχνη σιγουριάς μέσα της. Οι εφιάλτες
της λιγόστεψαν. Κι εκείνος της πρότεινε να αλλάξει κουρτίνες για να μπαίνει
μέσα περισσότερο φως. Διάβασαν βιβλία, κουβέντιασαν για τα πάντα και τον
εμπιστεύθηκε τόσο πολύ, που της έγινε απαραίτητος μέσα στον επόμενο χρόνο.
Ξαφνικά άρχισε να νοιώθει έναν άλλο φόβο. Μήπως την παρατήσει και φύγει. Και
αποφάσισε να του μιλήσει γι’ αυτό. Εκείνος την προέτρεπε να του μιλάει για όλα.
Έκανε κι αυτός το ίδιο. Με το που θα τον έβλεπε θα τον ρωτούσε αμέσως!
Ο χειμώνας είχε έρθει και τα πάντα ήταν στρωμένα από χιόνι
και κάτασπρα.
Δεν είχε περάσει πολλή ώρα που στεκόταν στο παράθυρο και
είδε τον γιατρό Στεργίου να περνάει την πόρτα του κήπου. Μα
ξαφνικά εκείνος γλίστρησε στο χιόνι και παίρνοντας μια τούμπα, σωριάστηκε στο
έδαφος. Κειτόταν ακίνητος.
‘’Χρήστο’’, φώναξε
έντρομη χρησιμοποιώντας για πρώτη φορά το μικρό του όνομα.
Εκείνος ακόμα δεν είχε δώσει σημεία κίνησης ώστε να ξέρει
πως είναι καλά κι η Αθηνά πανικόβλητη
αισθανόταν ανήμπορη να τον βοηθήσει. Μα
κάτι μέσα της επαναστάτησε. Όρμησε στη πόρτα και την άνοιξε. Στη συνέχεια
σταμάτησε, μα το βλέμμα της ήταν στο
πεσμένο σώμα. Για πρώτη φορά το πόδι της έκανε ένα βήμα έξω από το κατώφλι. Τα χέρια της δεν είχαν αφήσει την πόρτα ακόμα,
και το άλλο της πόδι αρνιόταν να ακολουθήσει. Έκανε μια κίνηση προς τα μέσα να
στραφεί στο τηλέφωνο. Μα το βογκητό που άκουσε από τον πεσμένο Χρήστο, έδωσε τη
δύναμη και στα δύο πόδια να κάνουν βήμα και στα χέρια να αφήσουν την πόρτα.
Στηρίχτηκε στον τοίχο του σπιτιού στο κατώφλι ακριβώς. Ο Στεργίου φώναξε αχνά το όνομά της. Εκείνη τάχυνε και πότε
παραπατώντας πότε έρποντας και στο τέλος στα τέσσερα σαν μωρό που μπουσουλάει, έφτασε
κοντά του.
Ο γιατρός την κοίταξε και της χαμογέλασε.
‘’Είμαι καλά και όπως βλέπω κι εσύ. ‘’
‘’Ναι αλλά για πόσο;’’ Τον ρώτησε ξέπνοα, σαστισμένη ακόμα
από την εξέλιξη.
‘’Για πάντα. Και θα το δεις κι εσύ, γιατί όλα τα υπόλοιπα
σου χρόνια μαζί θα είμαστε και θα στηρίζει ο ένας τον άλλον. Η αναμονή σου
έφτασε στο τέλος της . Τι λες;’’
Παίρνοντας με τα λόγια του απάντηση στην ερώτηση που δεν του
είχε κάνει, αλλά ήταν μέσα στο μυαλό της, χαμογέλασε για πρώτη φορά και κούνησε
το κεφάλι της καταφατικά.
Εκείνη γονατιστή κι εκείνος δίπλα της καθιστός, στο
μέσον του κήπου κάτω από το άπλετο φως του ήλιου, που έστειλε μια αχτίδα του
ξαποστέλνοντας τους εφιάλτες στον κόσμο που ανήκαν, κι ανοίγοντας τον δρόμο στη
ζωή!
Αυτή ήταν η συμμετοχή μου και παραδίδω την Σκυτάλη στην AnnaFlo του ''Ατενίζοντας''
με επιλεγμένη λέξη ''ΑΝΑΜΝΗΣΗ'' [χρήση εντός του κειμένου και όχι τίτλος]
και εικόνα από το pixabay
Καλή σου επιτυχία Άννα μου και σ' ευχαριστώ!