|
προσωπική φωτογραφία Ανέσπερης |
Λέξη: ''λαξεύω''
Το όραμα ενός ‘’τρελού’’
Το ποτάμι διέσχιζε την επαρχιακή πόλη και συναγωνιζόταν
ηλικιακά με το τεράστιο δέντρο που δέσποζε στις όχθες του. Εκείνο, χρόνια τώρα άπλωνε ράθυμα τα κλαδιά του και
έστεκε καμαρωτό παρά την ηλικία και τις σχισμάδες του χρόνου στον φλοιό του.
Αγαπημένη θέση του τρελο-Μάνθου, όταν ήταν καλός ο καιρός, που
βουβά επί χρόνια καθόταν κατάχαμα στηριγμένος στον κορμό του και λάξευε με ένα μικρό σουγιά, ότι ξύλο έβρισκε μπροστά του.
Κανείς δεν του έδινε σημασία. Στη καθημερινή γύρα του,
εξοικονομούσε ένα πιάτο φαί, και καμιά
φορά κανένα ρούχο ή παπούτσι. Κανείς δεν θυμόταν τη φωνή του ούτε το επίθετο
του και κατά βάθος όλοι θεωρούσαν πως εκτός από τρελός ήταν και μουγγός. Έτσι
κι αλλιώς οι συμπολίτες του ήταν παραιτημένοι καιρό τώρα, χαμένοι ο καθένας
στον μικρόκοσμο του, με μοναδική τους συνήθεια να
παραπονιούνται για την κατάντια της πόλης τους και για τα προβλήματα τους,
χωρίς ωστόσο να δρασκελίζει κανείς από
την αμπελοφιλοσοφία στην πράξη.
Στην άκρια του μισού ίσκιου του, βρισκόταν μια παλιά παρατημένη
αποθήκη, που ήταν και η κατοικία του Μάνθου. Μέσα, ένα ξεχαρβαλωμένο σιδερένιο
κρεβάτι, άχρηστο για κάποιον, μα χρήσιμο για την ζωή ενός ξεχασμένου τρελού,
ήταν τοποθετημένο μπροστά από ένα παράθυρο με ένα βρώμικο τζάμι, και ένα χοντρό
κομμάτι χαρτόνι στο άλλο του παραθυρόφυλλο. Δεν υπήρχε τίποτα στο
χώρο, εκτός από μια παλιά καρέκλα στην άλλη άκρη και ένα τραπέζι κουτσό, που
κάποιοι τσιμεντόλιθοι έκαναν χρέη ποδιών στις δύο από τις τέσσερις γωνιές του. Το τραπέζι ήταν σκεπασμένο με ένα βρώμικο
παλιό τσουβάλι, και από κάτω φύλαγε ευλαβικά όλα τα ξυλόγλυπτα του που δεν τα
είχε δει ποτέ κανείς.
Φέτος ο χειμώνας ήταν βαρύς και είχε ήδη φτάσει στη μέση
του, κι ο Μάνθος κλεισμένος στην αποθήκη του, καθόταν στο κρεβάτι του φορώντας
παλιές εφημερίδες μέσα από το χιλιοσκισμένο παλιό παλτό του, και κουκουλωμένος
με μια τρυπημένη παλιά κουβερτούλα.
Κοντά του ένα βαρέλι που στα σπλάχνα του σιγόκαιγε μια
φωτίτσα, και μια σιδερένια σχάρα σαν στήριγμα ενός μεταλλικού μπρικιού με ζεστό τσάι του βουνού, που υποσχόταν ισχνά,
μα όχι πειστικά, να ξορκίσει την παγωνιά.
Από πάνω του άκουγε
τα κλαδιά του δέντρου να χτυπούν με λύσσα τη μεταλλική σκεπή, στηριγμένη σε
κάποια μαδέρια, μαρτυρία του μεγάλου αγώνα, που δινόταν την αποψινή νύχτα ανάμεσα στο
δέντρο και τον άνεμο. Η φωτιά έσβησε στο βαρέλι, ωστόσο ο Μάνθος δεν κουνήθηκε
από τη θέση του. Παρακολουθούσε με αγωνία τη μάχη που μαινόταν.
Ο θόρυβος που σκέπασε την βουή του αέρα έδειξε κατάφωρα το
αποτέλεσμα της αναμέτρησης.
Το πρωί οι κάτοικοι μαζί με τον Δήμαρχο αντίκρισαν το
χειρότερο θέαμα που μπορούσαν να φανταστούν. Το μεγάλο αιωνόβιο δέντρο ήταν ο
ηττημένος της σύγκρουσης με τον Αίολο,
και όχι μόνο. Ξεριζωμένο συθέμελα είχε πέσει πάνω στη μισή αποθήκη γκρεμίζοντας
την μια πλευρά της και σκεπάζοντας το άψυχο κορμί του Μάνθου, που χτυπημένος
από ένα δοκάρι της σκεπής κειτόταν
άψυχος ανάμεσα σε κλαδιά και συντρίμμια.
Αφού μπόρεσαν να βγάλουν τη βασανισμένη σωρό του για να κάνουν τα πρέποντα, κάποιος πρόσεξε το
σκεπασμένο τραπέζι. Τραβώντας το τσουβάλι αντίκρισε την άηχη κραυγή ενός
σημαντικού αφανή.
Είδαν μια μακέτα, πιστή μικρογραφία της πόλης τους, φτιαγμένη
από ξύλο ως την παραμικρή λεπτομέρεια. Μέχρι μικρές ανθρώπινες φιγούρες που
φαίνονταν να συζητούν ή να χαιρετούν η μία την άλλη. Μια πόλη με μαγαζιά,
σπίτια και ανθρώπους όπως έπρεπε να είναι κι όχι όπως ήταν πραγματικά.
Μεγαλύτερο χαστούκι είχε δώσει σε όλους ο Μάνθος, από τον
άνεμο. Μεγαλύτερο στίγμα άφησε στις καρδιές με την αφανή ζωή του, παρά όλοι οι
κάτοικοι μαζί τόσα χρόνια.
Έπειτα από καιρό η όμορφη πόλη τραβούσε επισκέπτες από
παντού, και τόνωνε το καμάρι και του τελευταίου κατοίκου.
Στην είσοδο του Δημαρχείου σε γυάλινη προθήκη βρισκόταν μια
ξυλόγλυπτη μακέτα της πόλης.
Η πλακέτα από πάνω, έγραφε:
‘’Δημιουργία Μάνθου, ενός συντοπίτη που αφύπνισε συνειδήσεις και
άνοιξε τον δρόμο για την υλοποίηση του ονείρου’’.
Αυτή ήταν η συμμετοχή μου εμπνευσμένη από την εικόνα και την λέξη που όρισε για μένα η Ανέσπερη, και που σήμανε επίσημα και την αρχή της τρίτης Σκυτάλης.
Σειρά έχει η Katerina Verigka του ''Pause blog''.
Της δίνω τη σκυτάλη με την εικόνα:
|
Pixabay
και η λέξη κλειδί : '' Επιλογή'' |
Καλή επιτυχία Κατερίνα!!!