Αυτή είναι η Συμμετοχή μου στη ''Φωτογραφική Πρόσκληση 24'' που οργανώνει το Δελφινάκι του ''Φωτογραφικά Μονοπάτια''. Αφού εκφράσω στην διοργανώτρια τις ευχαριστίες μου, θα πρέπει να πω πως το καταδιασκέδασα! Είναι μια υπέροχη ιδέα που μου αρέσει πολύ!
https://ghinimatia.blogspot.com/2018/01/blog-post.html
Παραθέτω το λινκ της τότε μου ανάρτησης με το φωτογραφικό αλφάβητο!
Οι λέξεις που χρησιμοποίησα τότε και φωτογράφισα είναι κατά σειράν:
Άλμπουμ, Βότσαλα, Γνωμικό, Δίσκος κοπής, Επιγραφή, Ζαχαριέρα, Ηχείο, Θήκη για χαρτομάντιλα, Ιστιοπλοϊκό, Κεραμίδι, Λάμψη, Μολυβοθήκη, Νεράιδα, Ξύλα κανέλας αρωματικά, Ορίζοντας, Πίνακας, Ρόδια, Σημειωματάριο, Τάβλι, Υάλινο μπουκάλι, Φαγητό, Χριστουγεννιάτικα στολίδια, Ψωμιέρα, Ώρα.
''Δεν είναι μόνο χαλάσματα''
https://ghinimatia.blogspot.com/2018/01/blog-post.html
Παραθέτω το λινκ της τότε μου ανάρτησης με το φωτογραφικό αλφάβητο!
Οι λέξεις που χρησιμοποίησα τότε και φωτογράφισα είναι κατά σειράν:
Άλμπουμ, Βότσαλα, Γνωμικό, Δίσκος κοπής, Επιγραφή, Ζαχαριέρα, Ηχείο, Θήκη για χαρτομάντιλα, Ιστιοπλοϊκό, Κεραμίδι, Λάμψη, Μολυβοθήκη, Νεράιδα, Ξύλα κανέλας αρωματικά, Ορίζοντας, Πίνακας, Ρόδια, Σημειωματάριο, Τάβλι, Υάλινο μπουκάλι, Φαγητό, Χριστουγεννιάτικα στολίδια, Ψωμιέρα, Ώρα.
''Δεν είναι μόνο χαλάσματα''
Το φαγητό ψηνόταν ήδη στον
φούρνο και σκόρπιζε ένα υπέροχο άρωμα στον χώρο, που σου άνοιγε την όρεξη, και
που υποσχόταν στον ουρανίσκο σου εξαιρετική νοστιμιά.
Η κουζίνα με πάσο, πανέμορφα φτιαγμένη σε πεπαλαιωμένο στυλ,
έδενε με τα ντουλάπια και με το τραπέζι της τραπεζαρίας που αγαπούσε η Φαίη, όσο
τίποτα, για να πίνει τον καφέ της.
Δεν ήταν μόνο τα έπιπλα και το υπέροχο ζεστό σπιτικό,
προσεγμένο στην τελευταία λεπτομέρεια, που απολάμβανε τον τελευταίο χρόνο. Ήταν
και η θέα των παραθύρων του παλιού αρχοντικού που είχε κληρονομήσει σ’ αυτό το νησί.
Τα παράθυρα τα μπροστινά έβλεπαν στην θάλασσα, και μπορούσε
με τις ώρες να ατενίζει τον ορίζοντα, και να
απολαμβάνει την λάμψη του ήλιου.
Σαν έβγαινε στο μπαλκόνι να φροντίσει το πλήθος των
λουλουδιών της, να μυρίσει το άρωμα τους και να θαυμάσει την πολυχρωμία τους
και την ντελικάτη ομορφιά στα πέταλα τους, άφηνε την ματιά να πλανηθεί, σε
κάποιο ιστιοπλοϊκό που έσκιζε τα κύματα, και
φανταζόταν πως ταξίδευε μαζί του.
Πήρε και τώρα ένα φλιτζάνι και το γέμισε καφέ, με αφηρημένο
βλέμμα, μα μόλις ήπιε την πρώτη γουλιά, έκανε μια γκριμάτσα δυσαρέσκειας. Δεν άντεχε τον
πικρό καφέ. Έβαλε από την ζαχαριέρα δύο γενναίες
κουταλιές στο φλιτζάνι και ανακάτεψε με ευλάβεια. Δοκίμασε και αναστέναξε. Τώρα
μάλιστα!
Ούτε μπορούσε να διανοηθεί, πώς ζούσε
μακριά από εδώ, μέχρι πριν από έναν χρόνο. Ευλογημένη η νεράιδα-
νονά της , που πέθανε και της άφησε ένα κεραμίδι
δικό της. Και μάλιστα όταν το κεραμίδι, ήταν αυτό το υπέροχο γωνιακό σπίτι.
Μέσα σε έναν χρόνο είχαν αλλάξει τα πάντα. Πριν, ήταν μια
αστή της πόλης και τώρα όχι.
Και μάλιστα μέχρι τα είκοσι εννέα της χρόνια δεν θα
σκεφτόταν καν, να απομακρυνθεί από αυτήν.
Πριν, είχε την καριέρα της και τώρα όχι. Πριν, ήταν
παντρεμένη και τώρα όχι. Πριν, παρά λίγο να γίνει μάνα, αλλά ούτε αυτό έγινε.
Ανακάτεψε μηχανικά με το χέρι, τα ξύλα
κανέλας και τα ποτ-πουρί μέσα στη παλιά πορσελάνη, που μαζί με τα
αποξηραμένα ρόδια και τις φέτες πορτοκαλιού, σκόρπιζαν ένα δειλό διακριτικό άρωμα.
Δίπλα βρισκόταν ένα άλμπουμ
γεμάτο φωτογραφίες από τα πριν της.
Το είχε τοποθετήσει εκεί, αλλά δεν το είχε ανοίξει ούτε μία
φορά. Δεν άντεχε ακόμα.
Τώρα, ήταν ώρα να μαζέψει τα
κομμάτια της.
Σταμάτησε να σκέφτεται και κοίταξε το φαγητό της. Ήταν
έτοιμο. Δεν είχε όμως διάθεση ακόμα να γευματίσει.
Αποφάσισε να βγει μια βόλτα. Έκλεισε πίσω της την πόρτα και
βγήκε στον δρόμο.
Στην απέναντι πλευρά διαγωνίως, υπήρχε ένα καφενείο. Όταν επικρατούσε απόλυτη
ησυχία, μπορούσε να ακούει μέχρι το μπαλκόνι της, τον θόρυβο που έκαναν τα
πούλια και τα ζάρια από το τάβλι των θαμώνων.
Στο βάθος, εκεί που έστριβε ο δρόμος για την
παραλία, σταματούσε πάντα σε μια βιοτεχνία με βιτρίνα, να την θαυμάσει.
Η επιγραφή της έγραφε, ‘’Υάλινο μπουκάλι’’ και της είχε χτυπήσει στο μάτι από
την αρχή, ακριβώς γι’ αυτήν την επιλογή. Όχι
γυάλινο μπουκάλι, αλλά υάλινο. Στη βιτρίνα της έβλεπες ό, τι μπουκάλι
μπορούσες να φανταστείς. Για κολόνια, για νερό, για λάδι, για αναψυκτικό, και
ακόμη και γυάλινα βάζα για λογιών χρήσεις.
Κατηφόρισε στην παραλία και κάθισε σε μια πέτρα, χαζεύοντας
την θάλασσα και εισπνέοντας την αλμύρα της. Έσκυψε και πήρε δύο βότσαλα και άρχισε να τα παίζει στα δάχτυλα, παρατηρώντας την τελειότητα του κοίλου τους.
Ποιος είπε πως υπάρχει αγάπη αιώνια; Κι αυτός που το είπε,
αγαπιόταν ακόμα μετά από χρόνια; Κι ο δικός της άντρας την γέμισε αγάπη και
αισθήματα, μα αμέσως μετά τον γάμο, μεταμορφώθηκε σε έναν ζηλιάρη, τσιγκούνη,
που έκρυβε την πεποίθηση του, πως οι
άντρες πρέπει να έχουν τον πρώτο λόγο.
‘’Σε ήθελα, της είπε… και πίστευα πως μετά τον γάμο θα σε
άλλαζα’’
Θα την άλλαζε! Λες και ήταν από πλαστελίνη που περίμενε να
πάρει μορφή κατά την επιθυμία του πλάστη της.
Όλοι οι γνωστοί, της έλεγαν με τρόπο, πως η επιλογή του συντρόφου
της ήταν λάθος.
Αλλά εκείνη, πίστευε πως ήταν ερωτευμένη, πως θα παντρευόταν
και θα άνοιγε τα φτερά της. Θα έφτιαχνε την ζωή της.
Πώς μπορείς να φτιάξεις τη
ζωή σου με έναν άνθρωπο που τσιγκουνεύεται να σε πάει ακόμα και για ένα καφέ;
Που μαζεύει από τα σκουπίδια ό, τι έχουν πετάξει οι άλλοι γιατί θεωρεί πως
γλυτώνει έτσι λεφτά; Που δεν σου κάνει
δώρο ούτε ένα λουλούδι επειδή θεωρεί το κόστος μεγάλο; Που έχει ανεπτυγμένη την
αίσθηση της ιδιοκτησίας σε άψυχα και έμψυχα; Που σου κάνει καβγά γιατί ενόσω
δουλεύεις και περιμένεις παιδί, σε παίρνει ο ύπνος και έχεις καθυστερήσει να
φτιάξεις βαλίτσες;
Και που όταν χάνεις τελικά το παιδί σου, ανακαλύπτεις πως
είσαι μόνη γιατί είναι ανίκανος να νοιώσει τον πόνο της απώλειας που σου σκίζει
τα σωθικά;
Πήρε με αργό βήμα τον δρόμο της επιστροφής.
Μπαίνοντας μέσα
στο σπίτι, πήγε κατευθείαν και άνοιξε το άλμπουμ.
Είδε τον εαυτό της σε διάφορες πόζες χαράς και ευτυχίας ,
της τότε πραγματικότητας, της δικής της εικονικής πραγματικότητας. Μία που ήταν δίπλα στο πρώτο
δέντρο της, γελαστή ενόσω το στόλιζε με χριστουγεννιάτικα
στολίδια.
Μία άλλη στο γραφείο της με συναδέλφους που άφησε πίσω χωρίς
να τους πει γιατί έφευγε. Το μόνο που πήρε μαζί της από εκεί, ήταν το σημειωματάριο της , την αγαπημένη της μολυβοθήκη, και μια χειροποίητη θήκη για χαρτομάντιλα.
Και είδε και πολλές φωτογραφίες από την ημέρα του γάμου της.
Την ημέρα της νύφης όπως την ονομάζουν. Κανείς δεν ρωτάει τη νύφη
για τις επόμενες ημέρες της. Το πρόσωπο της τράβηξε το βλέμμα της. Τόσο αφελές.
Τόσο αγνό. Και τώρα;
Σηκώθηκε και πήγε στον καθρέφτη στον τοίχο. Κοίταξε το
είδωλο της. Μέσα από τον καθρέφτη είδε τον πίνακα
που κρεμόταν ακριβώς πίσω της.
Ήταν της νονάς της. Δεν απεικόνιζε κάποιο τοπίο. Απεικόνιζε
περίτεχνα φτιαγμένο ένα γνωμικό. Τα λόγια της
Μαρίας Ρόμπινσον, της συγγραφέως παιδικής ψυχολογίας.
‘’Κανένας δεν μπορεί να πάει πίσω και να κάνει καινούργια αρχή, αλλά ο
καθένας μπορεί να αρχίσει σήμερα και να κάνει ένα καινούργιο τέλος’’.
Πήγε αποφασιστικά στο στερεοφωνικό και έβαλε Τσαϊκόφσκι. Η μουσική από την Λίμνη των κύκνων , κατέκτησε
μέσω των ηχείων, τον χώρο.
Πήγε αποφασιστικά και παίρνοντας το ψωμί από την ψωμιέρα, έκοψε μια φέτα στον δίσκο
κοπής. Πήρε λίγο τυρί, έβαλε φαγητό στο πιάτο και άνοιξε ένα μπουκάλι
κόκκινο κρασί.
Έφαγε και στη συνέχεια αποτελείωσε το κρασί της ατενίζοντας
την θάλασσα κλείνοντας μυστικό ραντεβού με το ξημέρωμα μιας καινούργιας ημέρας,
ενόσω η μελωδία του Καρυοθραύστη, ανέβαζε σε
άλλα επίπεδα την ψυχή της.