Ας θυμηθούμε τη φράση πάνω στης οποίας το νόημα, είχαμε να γράψουμε:
''Η ζωή δεν μετριέται με τον αριθμό των αναπνοών που παίρνουμε, αλλά με τον αριθμό των στιγμών που μας κόβεται η αναπνοή''
Και το πρώτο μας παιχνίδι για το δρώμενο τα ''Γνωμικά εμπνέουν'' αρχίζει. Έχω μια αίσθηση, πως πολλοί το φοβηθήκατε, αλλά θα πρέπει να πω ότι δεν είναι παρά ένα παιχνίδι, που μας βοηθά να δημιουργήσουμε, να μοιραστούμε, και να περάσουμε την ώρα μας διαβάζοντας όμορφα κείμενα που κάποιοι φίλοι εμπνεύστηκαν από μία φράση.
Ωστόσο έχουμε δεκατρείς συμμετοχές, από φίλους που τους ευχαριστώ πολύ που στήριξαν το νέο δρώμενο, ανώνυμες επί του παρόντος, που έπειτα από κλήρωση αναρτώνται με τη σειρά που θα δείτε παρακάτω. Έχετε όπως σας έχω ήδη πει, διάστημα μιας εβδομάδος να διαβάσετε και να βαθμολογήσετε. Δηλαδή μέχρι τις 29/1/21 ημέρα Παρασκευή και ώρα 8 μ.μ.
Θα επιλέξετε κατά προτίμηση και θα βαθμολογήσετε τις 4 συμμετοχές που προτιμάτε, βαθμολογώντας τις ανάλογα με βαθμούς πρώτη 4, δεύτερη 3, τρίτη 2, και τέταρτη 1.
Eπίσης πρέπει να τονίσω, πως δεν δημοσιεύουμε τίποτα πριν τελειώσει το δρώμενο, δεν ψηφίζουμε το δικό μας, και δεν στέλνουμε συμμετοχή που έχει δημοσιευθεί ξανά.
Στις 30 Ιανουαρίου θα κάνω ανάρτηση με το όνομα του νικητή που θα πάρει ένα δώρο από τα χεράκια μου.
1.
Ζωή σαν ενοχή
Ένιωθα
την ανάσα του στο σβέρκο μου, μου προκαλούσε μια ακατάσχετη ανατριχίλα που
κλυδώνιζε όλο μου το κορμί. Η καρδιά μου πόναγε και η θλίψη μου ήταν μεγάλη.
Θλίψη αναμειγμένη με θυμό, που εξαναγκαζόμουν από έναν δικό μου άνθρωπο να χάσω
την νεανική μου φρεσκάδα και ανεμελιά.
Αναρωτιέμαι
αν θα έπρεπε να βάλω ένα τέλος σε όλο αυτόν τον τρόμο. Μα, αυτό θα σήμαινε πως
θα έπρεπε να δώσω ένα τέλος στη ζωή μου. Να κόψω ίσως το νήμα με μια γρήγορη
κίνηση ή ίσως μια χούφτα από τα χάπια της μαμάς θα έκαναν την δουλειά μου. Κάθε
τράνταγμα του κορμιού μου ξεδίπλωνε και ένα διαφορετικό τρόπο τέλους.
Από
την άλλη όμως δε μπορούσα να μη σκέφτομαι πως ίσως δε θα έπρεπε να είμαι εγώ
που θα έπρεπε να δώσει ένα τέλος στην ζωή. Γιατί αλήθεια λέω πως μ’ αρέσει η
ζωή, παρόλη την στραβή πορεία που είχε πάρει η ζωή μου. Μου άρεσαν οι μυρωδιές
και οι ήχοι της φύσης, αν έκλεινα τα μάτια μου και παραμέριζα τον πόνο μπορούσα
να της νιώσω αμυδρά. Μου άρεσαν τα παιχνίδια στο πάρκο με τους φίλους, που ίσως
να ήταν και οι μόνοι που θα συγχωρούσαν την αμαρτία μου. Μου άρεσε το σχολείο
και όλα τα χρήσιμα πολεμοφόδια που μας χάριζε η γνώση, στιβαρός στυλοβάτης στην
ψυχική μου πτώση. Μου άρεσε αυτό το ξανθό παιδί στην τάξη, που ντρεπόμουν να το
αντικρύσω μα ήξερα πως με κοιτάζει κρυφά πίσω από την μικρή του κασετίνα.
Μικρές
χαρές που δεν έχουν ιδιαίτερο νόημα και ουσία, όμως, εμένα μου έδιναν δύναμη
και κουράγιο. Όχι το αναμενόμενο όμως για να μιλήσω, για να πω όλα αυτά που με
πονάνε.
Μα
σήμερα, καθώς για πολλοστή φορά σκέφτομαι να δώσω ένα τέλος, αυτές τις μικρές
χαρές τις αισθάνομαι πιο έντονα από ποτέ. Και πιστεύω πως δε θα έπρεπε να δώσω
τέλος στη δική μου ζωή, ίσως θα έπρεπε στο τέρας που αγκομαχά από πάνω μου.
Όταν αποκηρύσσεις την ανθρώπινή σου υπόστασή για να ντυθείς με την προβιά του
πιο σκοτεινού εφιάλτη, ίσως, και να μην αξίζει να βλέπεις το φως της μέρας, να
μυρίζεις και να ακούς την φύση.
Καθώς
τελείωνε το μαρτύριό μου, αποφάσισα πως αυτή η “δική” του ένοχη χαρά θα ήταν
και η τελευταία. Πως θα έπρεπε να κόψω δια παντός τον σαθρό νήμα ζωής του, έτσι
ώστε να μπορέσω να ζήσω τη ζωή που μου αναλογεί, μια καλή ζωή, μια φυσιολογική
ζωή.
2.
Ο χορός
Πήρε το βιβλίο από τη βιβλιοθήκη .Το άνοιξε στη σελίδα που
είχε σημειώσει το προηγούμενο
βράδυ και άρχισε να διαβάζει.
Η κατάθλιψη στην οποία είχε περιέλθει εδώ και έξι μήνες, από
την στιγμή δηλαδή που χώρισε μετά από δέκα
χρόνια γάμου , δεν έλεγε να την αφήσει .
Προσπαθούσε να ξεφύγει να την ελέγξει άλλα μάταια .
Βεβαία είχε λίγο βελτιωθεί από τότε που πήγε σε αυτήν την καλή ψυχολόγο που
της είχε προτείνει η αδελφή της για να ζητήσει
βοήθεια
Αλλά ένιωθε ότι είχε
πέσει σε ένα τέλμα αρνιόταν να ζήσει, να
περνά όμορφες στιγμές.
Άρχισε να διαβάζει
αυτό το βιβλίο για να ξεφύγει.
Είχε δει την ταινία και
αγόρασε το βιβλίο γιατί της είχε
κάνει εντύπωση ο ανήσυχος χαρακτήρας του συγγραφέα, η διαρκής αναζήτηση του, τα
ιδεώδη του.
Και τότε… συνέβη.
Βγήκε ξαφνικά ο ήρωας από το βιβλίο ζωντάνεψε. μπροστά της
και άρχισε να χορεύει στο ρυθμό της μουσικής που γέμισε το δωμάτιο…
Στην αρχή κουνήθηκε αργά
με νωχελικές κινήσεις, τα πόδια σταυρωτά
στη γη , τα χέρια ψηλά , άρχισε να κινεί
όλο το σώμα αρμονικά η μουσική τον
συνεπήρε.
Ο χορός έγινε γρήγορος έντονος, η μουσική άλλαξε έγινε πιο
δυνατή, η γη σείεται, ο ουρανός θεριεύει, η θάλασσα γαλήνια στην αρχή, αγρίεψε τα κύματα
παρέσυραν την άμμο στα βαθιά.
Η ζωή είναι μια σταλιά Ζήσε την κάθε στιγμή έντονα, δυνατά σαν να μην
υπάρχει αύριο, τα λόγια μπερδεύτηκαν με
την μουσική.
Η ζωή είναι μικρή Δεν σταματά από ένα άσχημο ατυχές συμβάν .
Συνέχισε να ζεις, όχι απλά να υπάρχεις, χωρίς περιορισμούς και στενόχωρες καταστάσεις.
Απόλαυσε την .
Ο χορός κράτησε αρκετή
ώρα με χάρη και ομορφιά. Έβγαινε
από την καρδιά από την ψυχή από το μυαλό όλα έγιναν ένα.
Πήρε το σαντούρι του και συνέχισε να παίζει .
Μια γλυκιά μελώδια αναδύθηκε και την τύλιξε .
Αγάπησε τον εαυτό σου και αυτούς που αξίζουν πραγματικά ,.προχώρα
για τα απέραντα ταξίδια της ύπαρξης . Τα ωραία πράγματα είναι μπροστά σου Γνώρισέ τα, κάνε τα δικά
σου. Μέχρι να σου κοπεί η ανάσα από το γέλιο, το χορό του έρωτα.
Βγες έξω, χαμογέλα, τραγούδα, χόρεψε, γνώρισε ανθρώπους,
κάνε φίλους.
Θα δεις η ζωή θα σε ανταμείψει .
Βλέποντας να διαδραματίζονται όλα αυτά μπροστά της
αισθάνθηκε έκπληξη, δέος. Αναρωτήθηκε αν συμβαίνουν στην πραγματικότητα
ή αν τα φαντάζεται, αν τα ονειρεύεται.
Η μουσική σταμάτησε ξαφνικά όπως είχε αρχίσει
Χτύπησε το τηλέφωνο. Σηκώθηκε αργά .
Η αδελφή της τη ρώτησε αν θα ήθελε να πάνε για πεζοπορία στο
βουνό
Άλλες φόρες αρνιόταν κατηγορηματικά άλλα τώρα…
Το πέπλο που σκέπαζε τις σκέψεις της και δεν την άφηνε να δει καθαρά
παραμερίστηκε. Οι φόβοι της έφυγαν.
Θα αρχίσω πάλι από την αρχή, θα αρχίσω να ζω πάλι σκέφτηκε.
Αρκετά θρήνησα .
Αποφασισμένη, χωρίς ενδοιασμούς,
άνοιξε την πόρτα και βγήκε στην ζωή στη χαρά και γιατί όχι σ’ ένα νέο έρωτα.
Ζούσε…
Το ταξίδι της ζωής είναι υπέροχο όταν ξέρεις να το
απολαμβάνεις, όταν το χαίρεσαι με όλο σου το είναι, να
ζεις στο έπακρο την κάθε μέρα .
3.
ΑΔΑ
- Τη ζωή τη μετράμε στις στιγμές που μάς κόβεται η αναπνοή, αγαπητέ μου!
- Είστε σίγουρα καρδιολόγος;
- Ας πούμε ότι είμαι φιλόσοφος καρδιολόγος.
- Καρδιογράφημα είν’ αυτό που κάνουμε;
- Φυσικά!
- Δεν έχω ξαναδεί τέτοιο μηχάνημα. Ο προηγούμενος γιατρός μού έβαζε κάτι βεντουζίτσες…
- Απαρχαιωμένο! Αυτό είναι ένα τελευταίας τεχνολογίας μηχάνημα, με αισθητήρες που καταγράφουν το ιστορικό των παλμών σας.
- Σοβαρά;
- Εντός ολίγου θα το δείτε κι εσείς εκτυπωμένο.
- Εγώ; Τι να καταλάβω εγώ απ’ αυτά; Εσείς να το δείτε, να μου πείτε αν η καρδιά μου δουλεύει ρολόι.
- Μα σας είπα, το ζητούμενο είναι να διακόπτεται, στιγμιαία, η λειτουργία της. Αυτό εξετάζουμε απόψε.
- Δηλαδή, πρέπει να έχω πάθει συγκοπές για να βγει καλή η εξέταση; Ανήκουστο!
- Μα αγαπητέ μου, σκεφτείτε λίγο με την καρδιά σας.
- Εγώ, γιατρέ, την καρδιά την έχω για ν’ ανασαίνω.
- Κρίμα! Είναι σαν να διαθέτετε ένα αγωνιστικό αυτοκίνητο για ράλι, κι εσείς το κάνετε γύρους στο τετράγωνο, με πρώτη και δεύτερη.
- Τελικά, είστε καρδιολόγος, φιλόσοφος, ή μηχανικός αυτοκινήτων;
- Λυπάμαι αν δεν καταλαβαίνετε, αλλά έχω ασθενείς έξω που περιμένουν. Έλεγα, λοιπόν, ότι η αδιάλειπτη λειτουργία ενός οργάνου, δεν αφήνει περιθώριο για αναβάθμιση…
- Αναβάθμιση; Λάπτοπ είμαι;
- Σαν ένας υπολογιστής, σωστά! Κάπως έτσι λειτουργεί κι ο άνθρωπος. Θέλει μια ψυχολογική επανεκκίνηση, αλλιώς είναι καταδικασμένος στο μαρασμό και, μοιραία, στην απόσυρση.
- Αφήστε το, ντύνομαι και φεύγω!
- Κι ό,τι εκτυπώθηκε το ιστορικό των κομμένων αναπνοών σας.
- Μα, αυτά είναι αρνητικά φωτογραφιών. Φιλμ με τραβήξατε; Κρίμα τις συστάσεις που μου έδωσαν για εσάς! Τι χρωστάω;
- Πληρώνετε στη γραμματέα μου. Ορίστε και η εξέτασή σας.
- Δεν τη θέλω. Πετάξτε την!
- Σας ανήκει. Πετάξτε την εσείς, αν θέλετε. Εγώ πάντως θα σας συμβούλευα να κάνετε μια επαναληπτική σ’ ένα χρόνο, και αφού θα έχετε εκτεθεί σε τακτικές ΑΔΑ.
- Τι είν’ αυτό;
- Αναζωογονητικές Διακοπές Αναπνοής.
- Kαληνύχτα σας… κύριε φιλόσοφε. Γιατί γιατρός μια φορά, δεν είστε!
Την τελευταία φράση την ψιθύρισε, καθώς έκλεινε πίσω του την πόρτα. Στο διάδρομο διασταυρώθηκε με την επόμενη ασθενή. Αν δεν φορούσαν μάσκες, θα ορκιζόταν πως γνωρίζονται. Η αύρα που άφησε πίσω της, του φάνηκε γνώριμη. Την άκουσε να καλησπερίζει τον γιατρό. Εκείνος πλήρωσε την ευγενική υπάλληλο, παρέλαβε τον φάκελο κι ορκίστηκε πως θα τον πετάξει στον πρώτο κάδο που θα συναντούσε στο δρόμο.
Όρμησε βιαστικά στο σπίτι. Άπλωσε τα λιγοστά φιλμ κάτω απ’ το φωτιστικό του γραφείου. Στο πρόσωπό του εναλλάσσονταν το χαμόγελο, η λύπη, η νοσταλγία και η αποστροφή.
«Η Ελένη»
«Όταν πέρασα πανεπιστήμιο»
«Όταν με προσλάβανε στην τράπεζα»
«Όταν πήρα προαγωγή»
«Όταν κέρδισα το λαχείο»
«Το γλέντι με τους φίλους»
«Όταν με ειδοποίησαν απ’ το νοσοκομείο για το ατύχημα»
«Το τελευταίο σημείωμα του μπαμπά, στο ψυγείο»
«Όταν τους αποχαιρέτησα στο κοιμητήριο»
«Μόνο η Ελένη. Κανείς φίλος»
«Δεν έχουν καταγραφεί πιο πρόσφατες ΑΔΑ»
Έτρεξε πίσω. Στο χρόνο ή στο ιατρείο του τρελογιατρού; Ούτε κι αυτός ήξερε. Η Ελένη περίμενε υπομονετικά για να καταγράψουν, συντροφιά, τις μελλοντικές ΑΔΑ της κοινής τους ζωής.
4.
Της ζωής η ανάσα
''Σου λείπει γιαγιά ο παππούς;''
''Πάντα θα μου λείπει ως να έρθει η στιγμή να πάω κοντά του. Από την πρώτη μέρα που τον είδα εκεί στην άκρη του δρόμου να ξεφορτώνει μια άμαξα, από τότε η ζωή μου ήξερα ότι έπρεπε να είναι πλάι του. Και σκέψου ότι ήμουν αγκαζέ με τον αρραβωνιαστικό μου. Αυτόν που ο πατέρας μου επέμενε να παντρευτώ. Και εκεί που περπατούσαμε, τον είδα τον παππού σου και κοντοστάθηκα. Και κοιταχτήκαμε. Οι ματιές μας σαν να πέταξαν φλόγες. Δεν ήταν όμορφος , είχε μια ουλή δεξιά στο πλάι της μύτης αλλά τα μάτια του... ω τι ματιά ήταν αυτή; Μια καταγάλανη θάλασσα που αντάριαζε όσο το βλέμμα του αιχμαλώτιζε το δικό μου. Με κατέκτησε , με πήρε πάνω στα κύματα και με ταξίδεψε στα ουράνια. Περάσαμε φτώχεια θησαυρέ μου αλλά θα ξαναζούσα αυτήν τη ζωή κοντά του.''
Η γιαγιά ήπιε λίγο νερό και το βλέμμα της χάθηκε στο κενό. Χαμογελούσε. Τη σκούντηξα ...
'' Έτσι με σκούντηξε ο αρραβωνιαστικός μου απορημένος από το πώς κοιταζόμουν με έναν άγνωστο. Και ο πατέρας μου θύμωσε όταν διέλυσα τον αρραβώνα, γιατί δεν ήθελα πια αυτόν που μου έδινε.
Κάθε φορά που με κοιτούσε ο Ορέστης, ξεχνούσα να αναπνεύσω. Μα ο πατέρας μου δεν θα με έδινε σε έναν αμαξά μεταφορών. Έτσι με έστειλε στη θεία μου. Ήταν μια θεία φοβερή. Της αγάπης οπαδός. Και εκείνος όταν έμαθε πού ήμουν, πήρε την άμαξά του και ήρθε στην πόλη που ζούσα.
Δεν μπορείς να φανταστείς πώς ένιωθα στην αγκαλιά του. Και όχι μόνον στην αρχή. Σε όλη μας τη ζωή αυτή η αγάπη υπήρχε παντού . Όταν κατάφερα να φέρω στον κόσμο το μοναδικό μας παιδί, μετά από 3 προσπάθειες , ο κόσμος μου φωτίστηκε. Κι εκείνος, με κοιτούσε λάμποντας. Το βλέμμα του είχε το χρώμα που παίρνει η θάλασσα όταν είναι ήρεμη, όταν ο αγέρας που λυσσομανούσε έπαψε να την χτυπάει αλύπητα. ''Οι δυο μου γυναίκες'', έλεγε. ''Το Α και το Ω της ζωής μου''.
Ξέρεις ότι παντρευτήκαμε κρυφά από τον πατέρα μου, και χρήματα δεν είχαμε για το γάμο. Ούτε η καημένη η θεία μου, που προσπαθούσε να πουλήσει ένα σταυρό της για να μας βοηθήσει .Εκείνος το έμαθε και δεν την άφησε. Θα τα καταφέρουμε, της είπε. Ένα μακρύ φόρεμα είχα και δεν μπορούσα να φτιάξω νυφικό. Ξέρεις τι έκανε για να καλύψει το χρώμα του φορέματος; Έκοψε ένα σωρό μαργαρίτες. Εκατοντάδες μαργαρίτες και τις έφερε στη θεία μου να τις ράψει στο φόρεμα. Και έγινε ένα νυφικό πανέμορφο.
Όταν κατσούφιαζα που δεν θα ήταν στο γάμο οι γονείς μου, οι φίλες μου, εκείνος έπιανε στα δυο του χέρια το πρόσωπό μου και μου λεγε'' τι σημασία έχει ποιος άλλος θα είναι; Εγώ κι εσύ δεν είμαστε αρκετοί; Κοίτα με στα μάτια και θα δεις την αγάπη μου. Δεν σου φτάνει; ''
Ναι μου έφτανε και άλλη τόση ήταν η δική μου
Ο παππούς σου καλή μου ήταν εκείνος που σταματούσε τις ανάσες μου με μια του ματιά. Πώς να τον ξεχάσω;''
5.
Πάμε να αγαπήσουμε.
Δωσ' μου το χέρι σου, να περπατήσουμε στη νύχτα.
H ησυχία σαν ψαλμός, στήνει ατμόσφαιρα στο φόντο.
H πόλη κλεισμένη στο καβούκι της. Κι η κοινωνία, μακριά από
καθρέφτες. Μην αντικρύσει κατά λάθος την αλήθεια της και τη σοκάρει το είδωλο
της.
Η νύχτα ξαπλωμένη στου ουρανού τα δάπεδα, έχει μαγέψει και το
πάτωμα να αλλάξει. Κι άφησε για αύριο το σύνηθες γαλάζιο του, έβαλε μαύρο να
ταιριάξει!
Στο δρόμο, ούτε αμάξια, ούτε ψυχές κυκλοφορούν. Απόψε η ερημιά
γιορτάζει.
Άδειοι οι δρόμοι, μα θα γεμίσουν ξανά, σαν έρθει το πρωί, φωνές,
θόρυβο, ζωή. Οι άνθρωποι όμως...
Οι άδειοι άνθρωποι με τι θα γεμίσουν;
Έρημη η πόλη...
Μονάχα όνειρα θα δεις κι Ερινύες, που ψάχνουν κάπου να φωλιάσουν.
Ψυχή, μυαλό, ότι βρουν... αρκεί να περάσουν τη νύχτα.
Το φεγγάρι ανέκφραστο, άψυχο, απλά φωτίζει.
Σαν να 'ναι η λάμπα του ουρανού. Ανάβει-σβήνει και πάλι απ' την
αρχή.
Μη σε γελά, όλα έχουν ψυχή. Όλα αισθάνονται. Κι όλα ζητούν να
αισθανθούν!
Να ένα παγκάκι. Κάθισε!
Θέλω να κλείσεις ένα λεπτό τα μάτια σου. Πες μου τι βλέπεις;
Άλλοι λένε πως βλέπουν αστραπές, άλλοι αγγέλους κι άλλοι
σκοτάδι.
Εγώ φοβάμαι το έρεβος.
Σαν κλείσω τα μάτια, βλέπω το αύριο.
Το νιώθω, του δίνω μορφή, το ντύνω με αγάπη και το βαφτίζω με
δάκρυα.
Το ταΐζω με ελπίδες και το ξεδιψώ με βήματα.
Μικρά, σταθερά βήματα.
Σαν παιδί, με πιάνει απ' το χέρι και με αφήνει να το πάω
παρακάτω.
Κι αν η μοίρα με εμποδίσει τη προσπερνώ.
Κι αν έχει κρυφτεί στο παρασκήνιο και δεν προλάβω, παίρνω ανάσα
και συνεχίζω.
Πάντα συνεχίζω. Ποτέ δε σταματώ.
Λες και με κυνηγάνε δαίμονες σε κάποιο σταυροδρόμι, με ένα φιλί να
ενώσουν μια συμφωνία απόκοσμη.
Κοίτα, κι η νύχτα συνεχίζει.
Σπιθαμή τη σπιθαμή μετράει τη γη, μα δε τη νοιάζει.
Ακούραστα συναντά τη τύχη της στα ραντεβού τους.
Ξέρεις, το αξιοσημείωτο στη νύχτα, είναι ότι χωρά πολλές
στιγμές.
Απόψε κάποιος γιορτάζει μια επιτυχία κι η χαρά χαμογελά.
Απόψε κάποιος χώρισε κι ο πόνος πίνει.
Απόψε κάποιος γέννησε και κάποιος γεννήθηκε.
Απόψε κάποιος πέθανε και κάποιος κλαίει.
Απόψε κάποιος θα πέσει για ύπνο ήρεμος και κάποιος άλλος θα μετρά
προβλήματα και θα ονειρεύεται λύσεις για να κοιμηθεί.
Αυτή είναι η ζωή.
Κάπου νικά και κάπου χάνει.
Τόσο μικρή, μα χωράει τόσα.
Έχει μια γοητεία η ζωή, που δε χωράει σε λέξεις.
Δε χωρά σε στιγμές.
Έχει μια αδέσποτη ομορφιά, που συναρπάζει.
Η ζωή βλέπεις δε μετριέται στον αριθμό των αναπνοών που παίρνουμε,
αλλά με τον αριθμό των στιγμών που μας κόβεται η αναπνοή.
Ας φύγουμε.
Σε λίγο ο έρωτας, θα διαβάσει με το φεγγάρι τις ευχές και σαν ταρώ
θα ρίξει τα αστέρια, να δει τα μελλούμενα. Μη χαραμίσει βέλη.
Και προτού η νύχτα, φιλήσει τις καρδιές για καληνύχτα, επίτρεψε
μου να σε αποχαιρετήσω.
Πριν φύγεις, να! Πάρε το τριαντάφυλλο ενός πρίγκιπα μικρού, να με
θυμάσαι. Γιατί είναι ο χρόνος που μου αφιέρωσες, που το έκανε όλο αυτό
σημαντικό!
Τι εννοείς που πάμε...
Πάμε να ζήσουμε. Να ανακαλύψουμε. Να αγαπήσουμε.
6.
Ελεύθερη πτώση
Φοβάμαι τον κόσμο, θυμάμαι
είχα πει στον ψυχολόγο. Φοβάμαι να αναμετρηθώ με τον κόσμο,να μπω σε μια παρέα
και να συμμετέχω στις συζητήσεις, να βγω ένα ραντεβού, να πάω σε μια
συνέντευξη. Φοβάμαι πως θα τους είμαι βάρος, πως θα σπαταλήσω το χρόνο τους.
Είναι τόσο πολλοί ωραίοι και ενδιαφέροντες άνθρωποι εκεί έξω. Άνθρωποι που
ξέρουν να συμπεριφερθούν, να στηθούν, να περπατήσουν. Άνθρωποι εμφανίσιμοι με
ωραία σπίτια με ωραίες δουλειές. Κι εγώ δεν έχω τίποτα από όλα αυτά. Βλέπω τα
χρόνια να περνάνε, να γλιστράει η ζωή μέσα από τα χέρια μου και να μην έχω
τίποτα αξιόλογο να δείξω. Κάθομαι στη δουλειά που έχω γιατί νιώθω ασφαλής που
είμαι αόρατη. Δε με βλέπεις κανείς και δεν ενοχλώ κανέναν.
Αυτά και άλλα πολλά έλεγα και
ξανά έλεγα σε όλες τις συνεδρίες και πρόοδο δεν έβλεπα καμιά. Μέχρι που μου
είπε αυτό:
"Αν αισθάνεσαι πως ο
κόσμος θα σε ξεχωρίσει μονάχα όταν θα γίνεις συναρπαστική, ξεκίνα να κάνεις
κάτι συναρπαστικό"
Και να ΄μαι τώρα εδώ στην
άκρη του γκρεμού να κοιτάω τη λίμνη που απλώνεται από κάτω, δεμένη με σχοινιά
και ιμάντες, έτοιμη να πέσω στο κενό. Και πέφτω και μια κραυγή τρόμου και χαράς
βγαίνει από μέσα μου τόσο δυνατή που νιώθω τα βουνά ολόγυρά μου να αντηχούν τη
φωνή μου.
Κι όχι δεν είναι η πρώτη μου
πτώση. Μετράω ήδη τέσσερις. Και μαζί με αυτές μετράω και άλλες πέντε πεζοπορίες
με ορειβατικούς συλλόγους. Δεν είχα τίποτα σε κανέναν να πω και να που στο
τέλος κάθε διαδρομής μαζευόμαστε όλοι και μιλάμε για τα χιλιόμετρα που
καλύψαμε. Μοιραζόμαστε το φαγητό μας, ανταλλάσουμε φωτογραφίες και γινόμαστε
φίλοι.
Συνεχίζω να πιστεύω πως δεν
είμαι σπουδαία, αλλά είναι σπουδαία τα μέρη που επισκέπτομαι και μου αρκεί να
μιλάω για αυτά με αγάπη και τότε βλέπω πως όλοι ξαφνικά με κοιτάζουν με
αγάπη.
Διαβάσατε 1 έως 6
Για να διαβάσετε 7-13 πατήστε εδώ